Φανή Τράικου

Άνθρωποι τρίτης κουλτούρας: Μια προσωπική ιστορία

Άνθρωποι τρίτης κουλτούρας: Μια προσωπική ιστορία

Φανή Τράικου
μια παρέα με γυναίκες τρίτης κουλτούρας
Image credit: Priscilla Du Preez / unsplash.com

Παρά τις δυσκολίες και τις αδιαμφισβήτητες προκλήσεις, τους κινδύνους και τη συνεχή ταλαιπωρία, κανένας άνθρωπος δε μετανιώνει που φεύγει για να γνωρίσει κάτι καινούριο. Δε μπορώ να πιστέψω κάτι διαφορετικό. Και δε λέω πως είναι εύκολο. Ποτέ δεν είναι.


Πριν κάποια χρόνια άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη “third culture kid” όταν είχα παρευρεθεί σ’ ένα επαγγελματικό σεμινάριο, στη Χάγη της Ολλανδίας. Η Χάγη είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ολλανδίας και μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της αποτελούν μορφωμένοι, ακριβοπληρωμένοι μετανάστες (εδώ τους λέμε expats) οι οποίοι συχνά μετακομίζουν για λίγα ή περισσότερα χρόνια σ’ αυτή την πόλη με τα υπουργεία, τις πρεσβείες και τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που θα έρθουν να ζήσουν λίγο ή πολύ σ’ αυτή την πόλη, θα έρθουν ή με τον/την σύντροφο τους ή ακόμη και με τα παιδιά τους, εφόσον έχουν. Τα παιδιά αυτά θα μεγαλώσουν σε μια νέα πόλη, σε μια νέα χώρα, με ανθρώπους γύρω τους που δεν ξέρουν και σιγά-σιγά θα γνωρίσουν, μιλώντας τη γλώσσα ή τις γλώσσες των γονέων τους, αλλά μαθαίνοντας φράσεις και λέξεις από πολλές άλλες γλώσσες.

Θα έρθουν με την κουλτούρα των γονέων τους και της ευρύτερης οικογένειας τους και θα αναμειχθούν με την υπάρχουσα κουλτούρα του μέρους στο οποίο μένουν. Και σιγά-σιγά θα αποκτήσουν χωρίς πάντα απόλυτα να το συνειδητοποιούν, μια νέα κουλτούρα. Μια “τρίτη κουλτούρα”.

Τα τελευταία χρόνια το θέμα των παιδιών τρίτης κουλτούρας έχει απασχολήσει παιδαγωγούς και επαγγελματίες κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, όσο λίγα. Είναι τέτοια η επίδραση της τρίτης κουλτούρας στη διαμόρφωση τόσο νέων ανθρώπινων δεξιοτήτων (π.χ. υψηλή προσαρμοστικότητα), όσο και νέων κοινωνιών που απαρτίζονται σε μεγάλο βαθμό από ανθρώπους τρίτης κουλτούρας και τις υπό μια έννοια “ιδιαίτερες” ζωές τους, ώστε πλέον μοιάζει με επιτακτική ανάγκη το να μιλήσουμε περισσότερο για τους ανθρώπους που κάθε μέρα ζουν μ’ αυτήν.

Και να τους καλέσουμε με τις πλούσιες ιστορίες τους να μας χαρίσουν μεγαλύτερη κατανόηση για τις εμπειρίες, τις επιλογές και τα συναισθήματα των ανθρώπων οι οποίοι θέλοντας και μη, αντιμετωπίζουν την διαρκή αλλαγή ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους κι ίσως εντέλει και της ύπαρξης τους.

Η επίδραση της τρίτης κουλτούρας είναι ένα σαρωτικό γεγονός, τόσο για τη ζωή ενός παιδιού, όσο και για τη ζωή ενός ενήλικα (κι ας πιστεύουν κάποιοι λανθασμένα πως οι ενήλικες μπορούν να διαχειριστούν πολύ καλύτερα τα αποτελέσματα τέτοιων επιδράσεων).

Η στιγμή που συνειδητοποιείς πως φεύγεις από τον προστατευμένο οικογενειακό σου κύκλο, απομακρύνεσαι από το μέρος που αποκαλούσες από τη στιγμή που γεννήθηκες “σπίτι” και αποχωρίζεσαι όσα έμαθες και κάπως θεωρούσες στη μέχρι τώρα ζωή σου δεδομένα, θα είναι πάντα τραυματική. Και απελευθερωτική. Και αυτά τα δύο θα ισχύουν πάντα, σχεδόν ταυτόχρονα.

Μετά απ’ τη στιγμή (ή τις στιγμές) συνειδητοποίησης δεν είσαι ποτέ ξανά ο ίδιος άνθρωπος. Αλλάζεις, αλλά η αλλαγή πια δεν προκύπτει σ’ ένα περιβάλλον που αντιλαμβανόσουν πάντα ως ασφαλές και γνώριμο. Γίνεται σε άγνωστα, αχαρτογράφητα εδάφη που χρειάζεται χρόνο και υπομονή για να τα ανακαλύψεις. Κι αυτό είναι που κάνει την όλη εμπειρία τρομακτική και μαζί συναρπαστική!

Οι άνθρωποι που θα συναντήσεις στα νέα μέρη θα σε βοηθήσουν ή και θα σε δυσκολέψουν να καταλάβεις και ν’ αποδεχθείς. Θα έρθουν στιγμές που θα νιώσεις σαν στο σπίτι σου και στιγμές που θα νιώσεις ξένος (βέβαια στην αρχή αυτό ακριβώς είσαι και το ξέρεις κι εσύ και οι άλλοι). Όμως κι αυτό θ’ αλλάξει, γιατί εσύ θ’ αλλάξεις. Θα μάθεις, θα κατανοήσεις, θ’ αποδεχθείς και ίσως αγαπήσεις κάτι απ’ αυτό το άγνωστο που σιγά-σιγά γίνεται γνώριμο. Κι έτσι θ’ αποκτήσεις τη λεγόμενη “τρίτη κουλτούρα”.

Θα κουβαλάς πάντα την κουλτούρα με την οποία ξεκίνησες τα πρώτα χρόνια της ζωής σου (και με την οποία θα έρχεσαι πάντα σ’ επαφή μέσω της οικογένειας σου), ενώ θα έρχεσαι καθημερινά σ’ επαφή με τη νέα, περίεργη - για εσένα – κουλτούρα του νέου τόπου στον οποίο ζεις μόνος ή με την νέα σου οικογένεια. Τελικά θα δεις μετά από καιρό πως δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος γιατί δε ζεις κι αναπνέεις με τους κανόνες και τους νόμους, τα ήθη και τα έθιμα, τις συνήθειες και τις ιδέες μιας μόνο κουλτούρας.

Όλα στη ζωή σου πια είναι συνδεδεμένα με δύο κόσμους, δύο μέρη, δύο φυλές ανθρώπων και δύο κουλτούρες. Κι εσύ ανάμεσά τους, δεν ανήκεις πλέον σε καμία απ’ τις δύο. Είσαι λίγο-πολύ και οι δύο μαζί. Ταυτόχρονα. Κι αυτό είναι επίσης, τρομακτικό και συναρπαστικό! Έχεις μια τρίτη κουλτούρα που είναι μοναδική στο είδος της και είναι όλη δική σου. Τη φτιάχνεις κάθε μέρα, απλά ζώντας την κάπως διαφορετική ζωή σου.


Διαβάστε σχετικά: Οι πεποιθήσεις που μας εμποδίζουν να ζήσουμε τη ζωή που θέλουμε


Η δική μου εμπειρία ζωής

Στις 28 Αυγούστου 2012 προσγειώθηκα στο αεροδρόμιο του Ντίσελντορφ της Γερμανίας, χωρίς φυσικά να συνειδητοποιώ πως από εκείνη τη μέρα κι έπειτα η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα, με τρόπο που δε θα μπορούσα ποτέ να είχα φανταστεί.

Παρέα με δυο άλλους Έλληνες – μια κοπέλα κι ένα παλικάρι – σέρναμε τις υπέρογκες βαλίτσες μας στο σταθμό των τρένων της πόλης με σκοπό να φτάσουμε στην πόλη Μάαστριχτ, της Ολλανδίας. Εκεί για τον επόμενο 1 χρόνο της ζωής μας ξέραμε και οι τρεις πως θα κάναμε ένα μεταπτυχιακό. Τα υπόλοιπα τα ανακαλύψαμε σιγά-σιγά στην πορεία.

Δε θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο βράδυ σ’ εκείνο το νοικιασμένο, φοιτητικό δωμάτιο μου σ’ ένα προάστιο του Μάαστριχτ. Ξάπλωσα στο καινούριο μου κρεβάτι να κοιμηθώ και όσο περνούσαν τα λεπτά πάθαινα κρίση πανικού. Ταχυκαρδία, ζαλάδα, αίσθηση ότι έχω εγκλωβιστεί κι ότι θέλω να γυρίσω σπίτι μου.

Ήμουν 24 χρονών και δεν είχα ζήσει ποτέ για παραπάνω από 2 εβδομάδες εκτός Ελλάδος. Πώς θα το έκανα τώρα για έναν ολόκληρο χρόνο; Σ’ ένα μέρος που δεν ήξερα κανέναν και άρα δεν είχα κανέναν; Εγώ τώρα έπρεπε να είμαι εδώ, να σπουδάζω και να ζω σαν να μη συμβαίνει τίποτα; Σαν να είναι όλα καλά; Μα αφού δεν είναι, μα αφού εγώ δεν μπορώ καν να μείνω και να κοιμηθώ σ’ αυτό το σπίτι! Πώς θα το κάνω όλο αυτό;

Ήταν 3 το πρωί στην Ολλανδία (άρα 4 το πρωί στην Ελλάδα) και πήρα τηλέφωνο τον σύντροφο μου τρέμοντας ολόκληρη. Φυσικά και τον ξύπνησα, φυσικά και δεν περίμενε αυτό το τηλεφώνημα ξημερώματα μ’ εμένα τρομοκρατημένη, σχεδόν να κλαίω και να του λέω πως εγώ δε μπορώ να ζήσω σ’ αυτή τη χώρα και πως μάλλον το μετάνιωσα και θα πρέπει να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα!

Δε θα ξεχάσω ποτέ την παροιμιώδη ψυχραιμία του και την απάθεια με την οποία μ’ άκουγε. Τότε το πήρα ως έλλειψη κατανόησης – ή ακόμη κι ενδιαφέροντος – αλλά τώρα ξέρω πολύ καλά τι ήταν: Ψυχραιμία και προσπάθεια να μην με πανικοβάλλει περισσότερο. Ήθελε να με ηρεμήσει και ήθελε να πέσω να κοιμηθώ. Κοιμήσου να ξεκουραστείς κι αύριο να βγεις να γνωρίσεις τη γειτονιά σου, τον θυμάμαι να μου λέει. Αυτό ήταν.

Κλείσαμε το τηλέφωνο και εγώ με το ζόρι έπεισα τον εαυτό μου να κλείσει τα μάτια του και να κοιμηθεί. Την επόμενη μέρα βγήκα έξω, έκανα τις πρώτες βόλτες μου στην περιοχή που ζούσα μαζί με άλλους φοιτητές και αγόρασα και κάποια ωραία, φτηνά πραγματάκια για να διακοσμήσω το δωμάτιο – μου. Μέσα στα επόμενα 24ωρα είχα μάθει τη γειτονιά ΜΟΥ και ανακάλυπτα σιγά-σιγά τη νέα πόλη ΜΟΥ. Κι από τότε άρχισα σιγά-σιγά να καταλαβαίνω τι σημαίνει να μην έχεις μόνο μία γειτονιά, μόνο μία πόλη, μόνο ένα μέρος ν’ αγαπάς.

Από τότε έχουν περάσει περισσότερα από 8 χρόνια κι εγώ πλέον γράφω αυτό το άρθρο καθισμένη στο σαλόνι του σπιτιού ΜΟΥ απ’ το Ρότερνταμ της Ολλανδίας. Εδώ ζω μ’ εκείνον – πλέον ζει κι αυτός στην Ολλανδία – κι έχει γίνει άντρας μου. Πολλά έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια και πολλές φορές χρειάστηκε να πω αυτή την ιστορία ξανά και ξανά, ειδικά σε φίλους και φίλες που τα τελευταία χρόνια έφυγαν από την Ελλάδα για να ζήσουν – για λίγο ή για πολύ – σε άλλη χώρα.

Θυμάμαι πάντα να λέω αυτή την ιστορία των πρώτων μου ημερών στην Ολλανδία τονίζοντας τα εξής: “Δεν είναι απαραίτητο να το βιώσεις έτσι. Δεν είναι για όλους το ίδιο. Σε περίπτωση όμως που νιώσεις κάπως έτσι, να ξέρεις πως είναι εντάξει. Κι άλλοι το έζησαν, κι άλλοι στο μέλλον θα το ζήσουν κάπως έτσι. Η αρχή είναι δύσκολη, μετά αλλάζεις εσύ κι όλα πηγαίνουν καλύτερα”.

Δε θα ξεχάσω ποτέ έναν φίλο μου που πριν μερικά χρόνια με πήρε τηλέφωνο μεσάνυχτα, απ’ το νοικιασμένο δωμάτιο του σε μια μικρή πόλη της Δανίας, για να μου πει πως δε θα μπορέσει να κοιμηθεί εκεί και πως θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα.

Ή τη φίλη μου που μετά από μήνες κλεισμένη σ’ ένα στούντιο στην Ελβετία και διαβάζοντας πυρετωδώς, συνειδητοποίησε πως για πολλά χρόνια θα ζει εκτός Ελλάδος και μάλλον θα πρέπει ν’ αρχίσει ν’ αποκτά φίλους κι ενδιαφέροντα στο μέρος που βρισκόταν, αν ήθελε να την παλέψει ψυχολογικά!

Καμιά φορά, όσες προειδοποιήσεις και να δώσεις, όσες φορές κι αν αφηγηθείς το βίωμα σου, πρέπει απλά ν’ αφήσεις τους ανθρώπους να ζήσουν το δικό τους μοναδικό βίωμα, στο μέρος, στην ώρα, στη σωστή συνθήκη γι’ αυτούς. Για να το διαχειριστούν και κάπως να το ξεπεράσουν.

Λέω τη λέξη “κάπως” γιατί απόλυτα δεν ξεπερνιέται. Είτε λιγότερο, είτε περισσότερο η διερώτηση του εάν ανήκω εδώ ή πού ακριβώς ανήκω ή αν πρέπει να φύγω και να πάω/επιστρέψω κάπου, θα επανέρχεται ξανά και ξανά στις ζωές όλων μας. Ίσως επειδή δε φανταζόμασταν πως οι ζωές μας θα άλλαζαν τόσο πολύ, κι όμως συνέβη.

Πού είναι το σπίτι σου; με ρώτησε κάποτε ένας μαθητής μου όταν εργαζόμουν σ’ ένα διεθνές σχολείο στο οποίο φροντίζουμε παιδιά απ’ όλες τις χώρες και τις κουλτούρες του κόσμου. Πού είναι το σπίτι μου; Πολύ δύσκολη ερώτηση ν’ απαντήσω γιατί δεν υπάρχει μία μόνο απάντηση που θα μπορούσα να δώσω.

Τι ορίζουμε σπίτι; Το σπίτι που μένω; Το σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα; Τη χώρα που γεννήθηκα; Την πόλη που μένω τους τελευταίους μήνες; Είναι τόσα πολλά τα “σπίτια” που μερικοί άνθρωποι έχουν, που είναι πολύ δύσκολο να ορίσουν ένα και μόνο ως το σπίτι τους!

Σπίτι δεν είναι ο τόπος, αλλά ο άνθρωπος, λέει ο άντρας μου όλα αυτά τα χρόνια κι εξηγεί πως το σπίτι του είναι οποιοδήποτε μέρος ζούμε μαζί. Αν το καλοσκεφτώ έχει δίκιο. Η μόνη μας σταθερά εδώ και 8 χρόνια είναι η σχέση μας. Όλα τ’ άλλα έχουν αλλάξει, έχουν μεταβληθεί πολλάκις και το μόνο στο οποίο στηριζόμαστε για να νιώθουμε “σπίτι” είναι η σχέση μας.

Και ίσως σιγά-σιγά επειδή νιώθουμε ασφάλεια στο “σπίτι” μας, ανοιγόμαστε πιο εύκολα κι αγαπάμε και νιώθουμε κι άλλα πρόσωπα και καταστάσεις γύρω μας οικεία. Και μετά, μέσα απ’ τα δικά μας τα μάτια, τα αγαπούν κι άλλοι, κι ας μην τα έχουν δει ποτέ!

Εδώ και μερικά χρόνια με ρωτάνε όταν ταξιδεύω στο εξωτερικό (εννοώ όταν δεν βρίσκομαι ούτε στην Ολλανδία και ούτε στην Ελλάδα) από πού έρχομαι; Βέβαια το κάπως παραπλανητικό στα αγγλικά Where are you from? μάλλον εννοεί να δηλώσω την χώρα προέλευσης/καταγωγής, αλλά αναρωτιέμαι: Αν τελικά καταλήξεις να ζεις δεκαετίες μακριά απ’ αυτήν, τελικά έχει σημασία που γεννήθηκες; Πού είναι η ζωή σου; Πού ανθίζεις κι αγαπάς κι ονειρεύεσαι εσύ; Σε ποια χώρα νιώθεις ο εαυτός σου; Είδατε; Κι άλλες ερωτήσεις!

Η απάντηση που δίνω λοιπόν εδώ και χρόνια είναι πως είμαι από δύο χώρες. Απ’ την Ελλάδα κι απ’ την Ολλανδία. Κι αν δεν κατανοούν ακριβώς τι εννοώ, τότε εξηγώ καλύτερα. Τ’ ότι έχω ξεκινήσει πλέον τις διαδικασίες για να αποκτήσω δεύτερο διαβατήριο – το ολλανδικό – μου δείχνει πως είμαι πλέον αρκετά συμφιλιωμένη με την ιδέα πως ένα κομμάτι του ενήλικου εαυτού μου ανήκει πλέον στην Ολλανδία.

Δεν υπάρχει λόγος να το αρνούμαι ή να με παραξενεύει. Αντίθετα, το αποδέχομαι και ζω μαζί του και μου αρέσει. Ποτέ δε φανταζόμουν πως θ’ άρχιζα να δένομαι και ν’ αγαπάω αυτή τη μικρή, κρύα χώρα του βορρά, αλλά να που τελικά κι αυτό συμβαίνει! Το άφησα να συμβεί κι εντέλει καλά έκανα. Δε το μετανιώνω και δε θα το άλλαζα.

Οι φίλοι μου με πειράζουν. Σε λίγους μήνες θα είσαι Ολλανδέζα, μου λένε κοροϊδευτικά, κι ενώ χαμογελάω, σκέφτομαι: Μα με έναν τρόπο ήδη δεν είμαι;. Όλο και περισσότερο μιλάω ολλανδικά στην καθημερινότητα μου, αφιερώνω χρόνο να μαθαίνω τα νέα απ’ την ολλανδική τηλεόραση, προσπαθούμε με τον άντρα μου να μάθουμε πληροφορίες για την ιστορία και να βιώνουμε όσο καλύτερα μπορούμε τα έθιμα των Ολλανδών και να τρώμε τα φοβερά γλυκά τους και τα τρομερά τυριά τους και να γιορτάζουμε τη “Μέρα του Βασιλιά” κι ας μη φοράμε πάντα πορτοκαλί(!) και να κάνουμε εξυπηρετήσεις στους Ολλανδούς γείτονες μας, φυλώντας και παραδίδοντας τους δέματα απ’ το ταχυδρομείο και χαρίζοντας τους χριστουγεννιάτικες καρτούλες κάθε Δεκέμβριο. Δηλαδή, συγνώμη πόσο πιο Ολλανδοί να προσπαθήσουμε να γίνουμε; (Η ερώτηση εμπεριέχει τη δέουσα ποσότητα σαρκασμού!).

Εδώ και 8 χρόνια, κανονίζω εκδρομές στις ολλανδικές αργίες, αλλά μου λείπουν οι ελληνικές (Αχ αυτή η Καθαρά Δευτέρα και η Πρωτομαγιά!), γιορτάζω σχεδόν κάθε χρόνο δύο φορές το Πάσχα (μία Κυριακή το Καθολικό και μία το Ορθόδοξο), προσπαθώ να πηγαίνω στα πάρτυ για τα γενέθλια των Ολλανδών φίλων μου και να θυμάμαι να παίρνω τηλέφωνο στις ονομαστικές εορτές των Ελλήνων φίλων μου, κι ενώ τρώω με βουλιμία τις ολλανδικές πάστες tompouce, εντούτοις πολλά βράδια βλέπω ακόμη στον ύπνο μου πως καταβροχθίζω μία ION αμυγδάλου.

Κι εδώ και χρόνια έχω πλέον δύο αγαπημένες πόλεις να επισκέπτομαι με νοσταλγία: Τη Θεσσαλονίκη που γεννήθηκα και μεγάλωσα και το Μάαστριχτ που έζησα τον ένα και μοναδικό μου χρόνο πραγματικής φοιτητικής ζωής. Είναι πλέον “το χωριό μου” όπως λέει ο άντρας μου κοροϊδευτικά. Αυτή είναι η ζωή μου εδώ και 8 χρόνια. Όχι κάπου στη μέση. Θα έλεγα καλύτερα, όλα μαζί, όμορφα μπερδεμένα και ενίοτε αλληλοσυνδεδεμένα.

Αν θα άλλαζα κάτι αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω; Όχι, την “τρίτη κουλτούρα” που αποκτώ καθημερινά στη ζωή μου, δε θα την άλλαζα με τίποτα. Δε λέω πως θα ήταν χειρότερη ή καλύτερη η ζωή μου εάν στα 24 μου δεν έφευγα από την Ελλάδα, αλλά θα ήταν σίγουρα διαφορετική. Ξέρω πως σκεπτόμενη ένα τέτοιο υποθετικό σενάριο φοβάμαι ένα και μόνο πράγμα: Την πιθανότητα ύπαρξης ενός άλλου, διαφορετικού εαυτού μου, πιο μονόπλευρου και μονοδιάστατου.


Διαβάστε σχετικά: Πως να βρείτε το νόημα στην ζωή σας


Και λέω φοβάμαι γιατί πλέον εκ του αποτελέσματος ξέρω ότι δε θα το ‘θελα. Δε θα ήθελα να μην είχα φύγει, δε θα ήθελα να μην είχα γνωρίσει όσα είδα κι έμαθα και κατάλαβα. Αυτά τα 8 χρόνια μακριά απ’ την Ελλάδα άλλαξα με τρόπο που δεν ήλπιζα και δεν ονειρευόμουν γιατί η ζωή συχνά ξεπερνά τη φαντασία. Ειλικρινά, τον πιο πολύπλευρο και χαλαρό και ευπροσάρμοστο και “ολλανδικό” εαυτό μου δε θα τον άλλαζα, όσο κι αν πονάνε όσα έχω αφήσει πίσω.

Ναι, υπήρξαν – κι ακόμα υπάρχουν – πολλές δύσκολες στιγμές και μέρες που νιώθω πως είμαι σε αδιέξοδο σε διαφόρους τομείς της ζωής μου, αλλά πάντα κάθε κατάσταση σιγά-σιγά ξεκαθαρίζει και βελτιώνεται. Αρκεί να είμαστε ανοιχτοί και να δείχνουμε λίγο εμπιστοσύνη στη ζωή και σ’ όσα μας φέρνει. Κι από κοντά κι εμείς να ισιώνουμε το τιμόνι όταν χρειάζεται!

Εντέλει, πάντα εκεί καταλήγω: Είμαστε θαλασσοπόροι, ταξιδευτές. Οι άνθρωποι πάντα ήθελαν να φεύγουν απ’ τη στεριά για να ανακαλύπτουν νέα μέρη. Ναι, η θάλασσα συχνά δεν αστειεύεται αλλά και τι θα γινόμασταν χωρίς αυτήν και τα κύματα της να μας οδηγούν σε άγνωστες χώρες; Παρά τις δυσκολίες και τις αδιαμφισβήτητες προκλήσεις, τους κινδύνους και τη συνεχή ταλαιπωρία, κανένας άνθρωπος δε μετανιώνει που φεύγει για να γνωρίσει κάτι καινούριο.

Δε μπορώ να πιστέψω κάτι διαφορετικό. Και δε λέω πως είναι εύκολο. Ποτέ δεν είναι. Χρειάζεται ίσως το θάρρος όλου του κόσμου για να το κάνεις αλλά αν εμπιστεύεσαι την ανάγκη σου να ζήσεις, να εξερευνήσεις, να μάθεις και να καταλάβεις, τότε αποδέχεσαι τη ζωή σου όπως έρχεται και τελικά καταφέρνεις να βρίσκεις λίγη (ή περισσότερη) χαρά παντού. Γιατί τελικά ακόμη και η ιδέα του “σπιτιού” είναι απλά μια ιδέα. Και οι ιδέες έχουν το καλό ότι αλλάζουν!

*Όλα τα παραπάνω είναι αφιερωμένα σε όσους και όσες αναγνώρισαν, περισσότερο ή λιγότερο, τον εαυτό τους και τη ζωή τους, σε όσα διάβασαν. Στους ταξιδευτές της ζωής.

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...