Η θλίψη ως μέσο συναισθηματικής ενδυνάμωσης

Η θλίψη ως μέσο συναισθηματικής ενδυνάμωσης

Τζιτζιμικα Φώνη
γυναίκα βλέπει τη θλίψη ως μέσο συναισθηματικής ενδυνάμωσης
Image credit: freepik/ freepik.com

Όσο δεν πασχίζουμε τρομοκρατημένοι να το αγνοήσουμε αλλά επιτρέπουμε να ακούσουμε, να εκφράσουμε και να αποδεχτούμε αυτό που νιώθουμε, θέτουμε τα πιο γερά θεμέλια για την χαρά και την ψυχική ηρεμία που θα ακολουθήσει.


Η θλίψη αποτελεί συνήθως απόδειξη αδυναμίας, μια επιβεβαίωση ότι ένα δυσάρεστο συμβάν έχει ακυρώσει την ικανότητά μας να διαχειριστούμε τις επώδυνες συνέπειες που επιφέρει στην ψυχική μας διάθεση. Είναι μια θέση που επιθυμούμε να αποφύγουμε κλείνοντας όσο το δυνατόν πιο βιαστικά ό,τι μας έχει δυσαρεστήσει ώστε να νιώσουμε ξανά δυνατοί και κυρίαρχοι της ζωής μας.

Την ίδια στιγμή αποτελεί βασική προϋπόθεση για τις μελλοντικές κατακτήσεις του ενήλικα που ως παιδί χρειάζεται να απομακρυνθεί από την προστασία του γονιού, να βρεθεί στο σχολείο χωρίς την παρουσία του, να σχετιστεί με νέα πρόσωπα, στα οποία θα μεταφέρει το συναισθηματικό δέσιμο που έχει δημιουργήσει εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος.

Η διαδικασία αυτή, που αποτελεί προϋπόθεση της ανεξαρτητοποίησης στην πορεία προς την ενηλικίωση δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς την προσωρινή απώλεια και την επακόλουθη θλίψη που συνεπάγεται η απομάκρυνση από τα αγαπημένα πρόσωπα και τη στήριξη που προσφέρουν.

Ωστόσο, συχνά η λύπη των παιδιών κλονίζει τους γονείς καθώς αναμοχλεύει δικά τους συναισθήματα θλίψης και απώλειας σε σχέση με το πως έχουν βιώσει και διαχειριστεί αντίστοιχα δικά τους. Μπορούμε να ακούσουμε αυτό που αισθάνεται ο άλλος όταν είμαστε επαρκώς συντονισμένοι με τα δικά μας συναισθήματα.

Όταν αυτό που νιώθουμε έχει μπλοκαριστεί ως μη αντέξιμο, όταν δεν είχαμε την ευκαιρία να το εκφράσουμε και να το επεξεργαστούμε, βιώνεται ως απειλητικό ακόμη κι όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι μέσω ενός άλλου. Ο γονιός που αρνείται το συναίσθημα του παιδιού επιδιώκει να αποδιώξει αντίστοιχα τη δική του λύπη, μιας και η μη έκφρασή της δημιουργεί την ψευδαίσθηση της αποφυγής. Αν δεν νιώσουμε το συναίσθημα που προκαλείται από ένα συμβάν, είναι σαν να ακυρώνουμε ότι συνέβη.

Αγνοώντας τη στενοχώρια που το παιδί αισθάνεται, παλεύοντας με κάθε τρόπο να την αγνοήσει, ο γονιός δοκιμάζει να ακυρώσει εξίσου και την ευθύνη ότι την προκάλεσε, επιβεβαιώνοντας την ικανότητά του να προστατέψει το παιδί από ένα δυσάρεστο συναίσθημα, που επιθυμεί εξίσου να αποφύγει για τον εαυτό του.


Διαβάστε σχετικά: Η θλίψη ως θεραπεία


Ωστόσο, όταν οι γονείς τρομάζουν αρνούμενοι τη θλίψη σαν κάτι δυσβάσταχτο που αν εκφραστεί θα λεκιάσει την καθημερινότητα και τις σχέσεις, τότε είναι τα παιδιά που καλούνται μέσα από μια «σιωπηρή συμφωνία» να την κουβαλήσουν εξίσου και για εκείνους. Χωρίς τα λόγια που αποδυναμώνουν και «περιέχουν» ένα δυσάρεστο συναίσθημα το παιδί μένει μετέωρο. Καλείται να «καταπιεί» τη θλίψη που βιώνει και που δεν έχει υπάρχει χώρος να εκφραστεί.

Επιπλέον καλείται να καθησυχάσει τους γονείς που έχουν ανάγκη να το βλέπουν διαρκώς χαρούμενο. Συνεπώς η έλλειψη επεξεργασίας μετατρέπεται σε ένα κουβάλημα διαρκείας που κατακλύζει τον ψυχισμό του όχι μόνο στο τώρα αλλά και αργότερα, στη θέση του ενήλικα. Το συναίσθημα από παροδικό και δικαιολογημένο γίνεται μόνιμο και απροσδιόριστο, σηματοδοτώντας το πέρασμα από την θλίψη στην κατάθλιψη. Όταν λείπει η προοπτική που μετατρέπει τη θλίψη σε μεταβατικό στάδιο μέχρι να επανέλθει η χαρά, τότε το αρνητικό συναίσθημα μοιάζει με πηγάδι που αν κανείς πέσει μέσα πολύ δύσκολα θα ανασυρθεί.

Η αμηχανία και η άρνηση του γονιού να ακούσει και να αποδεχτεί τη θλίψη του παιδιού, η προσπάθεια να αγνοήσει το αρνητικό συναίσθημα, να το προσπεράσει σαν να μην προέκυψε, θέτει τις βάσεις για το μελλοντικό τρόμο που το παιδί ως ενήλικας πλέον κινδυνεύει να αντιμετωπίσει απέναντι στη θλίψη. Όσο δεν επιτρέπει στον εαυτό του να την βιώσει, βρίσκεται σε μια αγωνιώδη προσπάθεια αναζήτησης άμεσων υποκατάστατων κάθε μικρής ή μεγαλύτερης απώλειας, μέσα από αντιπερισπασμούς αλλεπάλληλων σχέσεων και γρήγορων περασμάτων, αποεπενδύσεων και επανεπενδύσεων προκειμένου να μη συνειδητοποιήσει, να μην πονέσει γι’ αυτό που χάνεται.

Αντιμέτωποι με το φόβο της θλίψης που συνιστά μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αποφύγουμε ένα δύσκολο, δυσάρεστο συναίσθημα, διατηρώντας αυταπάτες, χάνουμε την ευκαιρία να μάθουμε από τις δυσκολίες, από τις αντιδράσεις και τις σκέψεις που αυτές πυροδοτούν. Αποφεύγοντας να αναγνωρίσουμε αυτό που νιώθουμε, στερούμαστε τη δυνατότητα να σκεφτούμε πάνω στην απώλεια, να ζυγίσουμε τις επιθυμίες και τις ανάγκες, τα λάθη και τις παραλείψεις, να δυναμώσουμε μέσω της σκέψης, της επίγνωσης του τί χρειαζόμαστε, του τι μας δυσκολεύει, του τί είναι σημαντικό.

Η χαρά έχει νόημα ως συναισθηματική κατάσταση που εναλλάσσεται με την λύπη, το θυμό και όλη την ποικιλία των συναισθημάτων. Όσο επιτρέπουμε στον εαυτό μας να βιώσει εξίσου το αρνητικό, αναγνωρίζοντας και αποδεχόμενοι αυτό που έχει συμβεί, την επίδρασή του επάνω μας, συμφιλιωμένοι με αυτό που αισθανόμαστε στην ολότητά του, δίνουμε τον απαραίτητο χρόνο στον εαυτό μας να το ξεπεράσουμε, να το αφήσουμε πίσω.

Όσο δεν πασχίζουμε τρομοκρατημένοι να το αγνοήσουμε αλλά επιτρέπουμε να ακούσουμε, να εκφράσουμε και να αποδεχτούμε αυτό που νιώθουμε, θέτουμε τα πιο γερά θεμέλια για την χαρά και την ψυχική ηρεμία που θα ακολουθήσει.


*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*

2. banner diafhmishs mypsychologist koino

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...