Δρ. Γιώργος Γιαννούσης

Grow Up, μια πρωτοποριακή μέθοδος ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης παιδιών & εφήβων

Grow Up, μια πρωτοποριακή μέθοδος ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης παιδιών & εφήβων

Δρ. Γιώργος Γιαννούσης
παιδιά που σηκώνουν ψηλά τα χέρια

Ένα παράδειγμα εφαρμογής της μεθόδου σε ένα κορίτσι με εκλεκτική αλαλία.


Στο Κέντρο Στήριξης για το Παιδί & την Οικογένεια - ΝΗΜΑ, υπό την επιστημονική ευθύνη του γράφοντος, έχουμε αναπτύξει μια πρωτοποριακή μέθοδο ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης παιδιών & εφήβων (Grow Up), όπου δημιουργούμε ολιγομελείς ομάδες παιδιών με στόχο την κοινωνική και συναισθηματική τους ανάπτυξη. Το πρόγραμμα απευθύνεται σε ξεχωριστές ομάδες παιδιών που θέλουν να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους, αλλά και παιδιά με: δυσκολίες στη σχολική επίδοση, επιθετικότητα, προβλήματα συμπεριφοράς, άγχος αποχωρισμού, απώλειας & διαζυγίου φοβίες, κ.α. Όπως επίσης ειδικές ομάδες για παιδιά με αυτισμό, asperger, σύνδρομο Down, νοητική υστέρηση.

Η μέθοδος περιλαμβάνει αξιολόγηση, ατομική παρέμβαση και ένταξη σε ομάδα, καθώς και συμβουλευτική γονέων. Σκοπός του προγράμματος είναι τα παιδιά να μάθουν να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους, να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, να λειτουργούν ανεξάρτητα και να είναι δημιουργικά. Εν συντομία, στις ομάδες Grow Up, ένα παιδί μπορεί να καλλιεργήσει τις κοινωνικές δεξιότητες και τη συναισθηματική του νοημοσύνη και να μάθει να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, ώστε να αποκτήσει μια καλή σχέση τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους άλλους και να ζει πιο ευτυχισμένο. Οι ψυχοεκπαιδευτικές ομάδες του Grow Up επιδιώκουν να επηρεάσουν θετικά την ανάπτυξη των παιδιών, με κύριο εργαλείο το παιχνίδι, τη δημιουργική έκφραση αλλά και τη χρήση πιο οργανωμένων δραστηριοτήτων, όπως είναι η χρήση μιας ιστορίας, ομαδικά παιχνίδια, παιχνίδια ρόλων κ.α. Οι ομάδες συνήθως διαρκούν 40-42 εβδομάδες και τα παιδιά που συμμετέχουν παραμένουν σταθερά.

Η συγκεκριμένη μέθοδος βασίζεται σε επιστημολογικά, ερευνητικά και εμπειρικά δεδομένα και χρησιμοποιεί ως βασικό θεωρητικό εργαλείο τη συστημική-αφηγηματική προσέγγιση, η οποία συγκλίνει σε ένα βιωματικό-αφηγηματικό τρόπο εργασίας με τα παιδιά και τις οικογένειες τους. Βιωματικός επειδή ό,τι έχει μαθευτεί κάποτε βιωματικά, δηλαδή με τη συμμετοχή του σώματος, του νου και του συναισθήματος, μόνο βιωματικά μπορεί να αλλάξει, μέσα δηλαδή, επί του προκειμένου, από τη συμμετοχή του παιδιού στις ψυχοεκπαιδευτικές ομάδες προσωπικής ανάπτυξης. Αφηγηματικά γιατί όταν το βίωμα μπορεί να γίνει λόγος/αφήγηση, εντάσσεται σε μια ιστορία με συνέχεια, μεταμορφώνει το βίωμα σε γνώση και διαμορφώνει σταθερότερα την προσωπικότητα του παιδιού και του εφήβου.

Η συστημική-αφηγηματική προσέγγιση μας δίνει τα θεωρητικά εκείνα εργαλεία να παρέμβουμε αποτελεσματικά σε πολλές «προβληματικές» συμπεριφορές των παιδιών. Το εννοιολογικό της πλαίσιο ορίζει την προβληματική συμπεριφορά ενός παιδιού ή/και εφήβου στο πλαίσιο ενός συστήματος αναφοράς (οικογένεια, σχολείο, παρέες, κ.λπ.), ως αποτέλεσμα των αλληλεπιδράσεων και αλληλεξαρτήσεων που χαρακτηρίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις και αντιστοίχως προκειμένου να επιλύσει το πρόβλημα παρεμβαίνει πρωτίστως στις σχέσεις που διέπουν το κάθε πλαίσιο και τις μεταξύ τους συνδέσεις. Η παραπάνω θέαση του προβλήματος δίνει τη δυνατότητα σε γονείς και παιδιά να επεξεργαστούν τις δυνατότητες που έχουν προκειμένου να επιλύσουν το πρόβλημα και να ορίσουν ένα διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους.

Μπορούμε να δούμε την εφαρμογή αυτής της μεθόδου σε μια χαρακτηριστική περίπτωση ενός κοριτσιού, της Ιωάννας, που αντιμετώπιζε το πρόβλημα της επιλεκτικής αλαλίας. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:

Όταν ένας γονιός απευθύνεται σε έναν ειδικό για ένα πρόβλημα του παιδιού του σημαίνει πως το πρόβλημα αυτό έχει κυριαρχήσει σε σημαντικό βαθμό στις σχέσεις. Ο γονιός είναι συνεχώς εστιασμένος σε αυτό και ελαχίστως είναι προσανατολισμένος στη λύση του. Βρίσκεται δηλαδή σε ένα αδιέξοδο, ακινητοποιημένος, αλλά με έντονα συναισθήματα θυμού, φόβου και αγωνίας.

Η Μαρία στην πρώτη τηλεφωνική της επικοινωνία μαζί μου, μου ανέφερε πως έχει ένα πρόβλημα με την κόρη της, την Ιωάννα, και πως θα ήθελε να έρθει από κοντά για να το συζητήσουμε. Η Ιωάννα ενώ δεν έχει κανένα πρόβλημα με την ομιλία της, επιλέγει εκτός σπιτιού να μη μιλά καθόλου. Η Μαρία και ο άντρας της έχουν θορυβηθεί, ανησυχούν πολύ και είναι διατεθειμένοι να κάνουν ότι χρειαστεί για να βοηθήσουν το παιδί τους. Η στάση τους, αλλά και του σχολείου, είναι θετική και ενθαρρυντική, πλην όμως κατανοούν το πρόβλημα της Ιωάννας ως δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς της. Οι μεν δάσκαλοι υποστηρίζουν πως κάτι έχει κλειδώσει τον ψυχισμό του παιδιού και οι γονείς ανησυχούν πως ένα χαρακτηριστικό της Ιωάννας που είναι από τη φύση της ντροπαλή, επιβαρύνεται από τον στιγματισμό της ως άφωνη.

Έτσι, γονείς και δάσκαλοι, προσπαθούν να ενθαρρύνουν την Ιωάννα και να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή της, εστιάζοντας όμως στο σύμπτωμα της αλαλίας και αναζητώντας τις αιτίες του στην ντροπαλή προσωπικότητα της.

Σε αντίθεση με αυτό, έπειτα από κάποιες συνεδρίες πρότεινα στη μητέρα να επιχειρήσουμε να δούμε το πρόβλημα όχι ως ένα υποκειμενικό στοιχείο της προσωπικότητας της Ιωάννας, αλλά ως μια κατασκευή της, άρα σαν ένα δημιούργημα που φέρει αντικειμενικά χαρακτηριστικά και ίσως κουβαλάει ένα μήνυμα. Για να γίνει αυτό κατανοητό τόσο από την ίδια όσο κι από το παιδί, τής ανέθεσα να ζητήσει από την Ιωάννα να δώσει ένα όνομα σε αυτό που πιστεύει πως την εμποδίζει να μιλήσει στο σχολείο. Η Ιωάννα δεν άργησε να διαλέξει το όνομα «φόβος».

Με όχημα λοιπόν την θέαση της επιλεκτικής αλαλίας, αφενός ως ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό και αφετέρου ως ένα μέσο με το οποίο η Ιωάννα διηγείται μια ιστορία, το επόμενο στάδιο της θεραπείας ήταν να προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε την ιστορία αυτή. Αν θέλουμε όμως να μάθουμε την αλήθεια του συμπτώματος, τότε θα πρέπει καταρχήν να αποδομήσουμε την κυρίαρχη ιστορία του. Η Μαρία πίστευε πως η αλαλία ξεκίνησε εξαιτίας μιας δυσλειτουργικής δασκάλας που δεν κατάφερε να ενσωματώσει στην τάξη την Ιωάννα.

Τι γίνεται όμως όταν αποδομείς μια πραγματικότητα και την ιστορία που έχεις φτιάξει για να την ερμηνεύεις; Συνήθως σε κυριεύει το άγχος και αυξάνει η αβεβαιότητα, όπως συνέβη και με τη Μαρία που όσο αντιλαμβανόταν πως η ιστορία πίσω από την αλαλία δεν είναι η συστολή της Ιωάννας ή μια κακή δασκάλα, τόσο αγχωνόταν για το τι μπορεί να «πει» η αλαλία. Ήταν σαν να αντιλαμβανόταν πως μέσα από το σύμπτωμα του παιδιού άνοιγε μια δική της παλιά ιστορία φόβου, ντροπής και έλλειψης αποδοχής.

Η Μαρία μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου κοινός τόπος στην ιστορία της οικογένειάς της ήταν πως δεν έζησαν αυτό που ήθελαν. Η γενιά των παππούδων της έζησε με το όραμα της άρσης της κοινωνικής αδικίας, στο οποίο απέτυχε, με την ήττα του εμφυλίου και εξορίστηκε στην Ανατολική Ευρώπη. Η επόμενη γενιά έζησε με το όραμα της επιστροφής στην πατρίδα, όπου επέστρεψε μεν, δεν τα κατάφερε δε στην προσαρμογή. Η ίδια η Μαρία θυμάται πως για τους γονείς της ήταν «επιστροφή στην πατρίδα», για εκείνη όμως ήταν ξεριζωμός από το οικείο της περιβάλλον. Η μια ξενιτιά μέσα στην άλλη δίχως την αίσθηση ενός βιωμένου «ανήκειν». Τρεις γενιές που βίωσαν την ξενικότητα, αλλά έμαθαν να την αντέχουν, χωρίς να μιλούν ποτέ για αυτή.

Η Ιωάννα ως συνεχιστής της παράδοσης βιώνει την ίδια ξενικότητα στο σχολείο που βίωσε ο παππούς με την εξορία και η μαμά με την επιστροφή στην πατρίδα. Ως εκπρόσωπος της 4ης γενιάς αναπαραγάγει, μέσω του συμπτώματος της αλαλίας, το μοτίβο της αποτυχίας και του μη ανήκειν. Φοβάται την αποτυχία, ντρέπεται να συμμετάσχει ισότιμα, χωρίς να γνωρίζει φυσικά πως έτσι γίνεται κρίκος μιας γενεαλογικής αλυσίδας. Αυτή την αλυσίδα πρώτα η Μαρία, ως ενήλικη, χρειάζεται να σπάσει και να δέσει διαφορετικά, μέσα από την αναπλαισίωση του τραύματος και την διαχείριση του φόβου και μπαίνοντας σε μια διαδικασία όπου θα «μιλήσει» για όσα την κάνουν να νιώθει ξένη, στο γάμο της, στην οικογένεια της, στην εργασία της.

Η παράλληλη θεραπευτική δουλειά της Μαρίας που σπάει τη δική της σιωπή και προσπαθεί να βγει από το μοτίβο «προκειμένου να ανήκω, έχω μάθει να μην εκφράζω τις ανάγκες μου» με αυτή της Ιωάννας (στις ψυχοεκπαιδευτικές ομάδες του Grow Up ) που σταδιακά δίνει άλλες διαστάσεις στο φόβο, καταφέρνοντας να τον νικήσει, την έχουν οδηγήσει σήμερα αρκετό καιρό μετά την πρώτη συνάντηση σε απαλλαγή από το σύμπτωμα της επιλεκτικής αλαλίας, μα κυρίως στην ουσιαστική της συμμετοχή και ένταξη στην ομάδα των συνομηλίκων.

Χαρτογραφώντας τις συμπεριφορές των παιδιών θα ανακαλύψουμε πως μέσα από κάποιες που τις θεωρούμε προβληματικές υπάρχουν κρυμμένα μηνύματα που στέλνουν τα παιδιά μην έχοντας άλλους τρόπους να τα εκφράσουν. Όσο κι αν μας ταλαιπωρούν και θέλουμε να απαλλαγούμε από αυτές, χρειάζεται πρώτα να τις «ακούσουμε». Οι «προβληματικές» συμπεριφορές λειτουργούν ως ένα σύμπτωμα που κουβαλά μια αλήθεια, η οποία δεν μπορεί να ειπωθεί με άλλους τρόπους. Όταν αυτή η αλήθεια γίνει μέρος της ζωής μας και δεν είναι τόσο τρομακτική τότε και μόνο τότε ένα παιδί δεν έχει ανάγκη το σύμπτωμα και επομένως παύει να το χρησιμοποιεί.

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...