PsychologyNow Team

Ενισχύεται η σχέση μεταξύ καπνίσματος κάνναβης στην εφηβεία και ψύχωσης

Ενισχύεται η σχέση μεταξύ καπνίσματος κάνναβης στην εφηβεία και ψύχωσης

PsychologyNow Team

Μία έρευνα που παρουσιάστηκε στο Παγκόσμιο Συνέδριο Ψυχιατρικής στο Βερολίνο πριν λίγες ημέρες, εμφανίζει ότι η χρήση κάνναβης στην εφηβεία, επιταχύνει την εμφάνιση της σχιζοφρένειας σε ευάλωτα άτομα.


Η αποδοχή της χρήσης κάνναβης από την κοινωνία μας για τη θεραπεία της ναυτίας, του πόνου και άλλων παθήσεων, προχωρά ταχύτατα με την προσπάθεια νομιμοποίησης του φυτού για ψυχαγωγική χρήση. Οι φαινομενικά ακίνδυνες παρενέργειες της κάνναβης, βοήθησαν να χαραχτεί μια πορεία προς τη νόμιμη βιομηχανική της καλλιέργεια, με την αίγλη του μάρκετινγκ που συνήθως συνοδεύει συνήθως τα καταναλωτικά προϊόντα.

Όμως η πιστοποίηση της αξιοπιστίας της για την υγεία μας, είναι περιορισμένη. Η δυνητικά επιβλαβής επίδραση της μαριχουάνας στους αναπτυσσόμενους εγκεφάλους των εφήβων, παραμένει βασική εστίαση διαφόρων ερευνών, ιδιαίτερα λόγω της πιθανότητας ότι οι έφηβοι χρήστες μπορεί να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ψύχωσης.

 

Νέα ευρήματα μπορεί να αναζωπυρώσουν αυτές τις ανησυχίες.

Στο Παγκόσμιο Συνέδριο της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρίας στο Βερολίνο στις 9 Οκτωβρίου, η Χάνελορε Έρενραϊχ από το Ινστιτούτο Πειραματικής Ιατρικής Μαξ Πλανκ, παρουσίασε τα αποτελέσματα μία μελέτης 1.200 ατόμων με σχιζοφρένεια. Η έρευνα ανέλυσε ένα ευρύ φάσμα γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου για την ανάπτυξη αυτής της εξασθενητικής ψυχικής ασθένειας.

Τα αποτελέσματα που βρίσκονται σε διαδικασία δημοσίευσης, δείχνουν ότι τα άτομα που είχαν καταναλώσει κάνναβη πριν την ηλικία των 18 ετών, ανέπτυξαν σχιζοφρένεια περίπου 10 χρόνια νωρίτερα από ό,τι άλλα άτομα. Τα δεδομένα υποδηλώνουν, ότι όσο μεγαλύτερη είναι η συχνότητα χρήσης, τόσο νωρίτερα εκδηλώνεται η σχιζοφρένεια. Στη μελέτη αυτή, ούτε η κατανάλωση αλκοόλ, ούτε η κληρονομικότητα δεν προέβλεπαν γρηγορότερα την εκδήλωσή της, αλλά η κάνναβη το έκανε. Η χρήση κάνναβης κατά τη διάρκεια της εφηβείας, αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση της σχιζοφρένειας, λέει η Έρενραϊχ.

Άλλες μελέτες, αν και όχι όλες, υποστηρίζουν την κεντρική ιδέα των ευρημάτων της Έρενραϊχ. Δεν υπάρχει αμφιβολία, καταλήγει ο Ρόμπιν Μάρεϊ, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο King's College του Λονδίνου, ότι η χρήση κάνναβης σε νεαρή ηλικία,  αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης σχιζοφρένειας στην ενήλικη ζωή.

Μιλώντας στο συνέδριο του Βερολίνου, ο Μάρεϊ, ένας από τους πρώτους επιστήμονες που ασχολήθηκε με τη σύνδεση της κάνναβης και τη διαταραχή, ανέφερε 10 μελέτες που διαπίστωσαν ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τους νεαρούς χρήστες κάνναβης να αναπτύξουν ψύχωση. Ανέφερε επίσης, τρεις άλλες μελέτες που εντόπισαν μια σαφή σύνδεση, αλλά είχαν ένα πολύ μικρό μέγεθος δείγματος για να καταλήξουν σε στατιστική σπουδαιότητα.

Όσο περισσότερη κάνναβη καταναλώνει κανείς και όσο μεγαλύτερη είναι η δραστικότητά της, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος, ισχυρίζεται, προειδοποιώντας ότι αυτό καθιστά τις ολοένα ισχυρότερες νέες ποικιλίες μαριχουάνας, ιδιαίτερα ανησυχητικές.

Σε μια συνέντευξη που έδωσε ο Μάρεϊ είπε, ότι η έρευνα που πραγματοποίησε, στην οποία συμμετείχαν χρήστες από το Λονδίνο, έδειξε ότι η κάνναβη υψηλής δραστικότητας, με περίπου 16% περιεκτικότητα σε τετραϋδροκανναβινόλη(THC), συσχετίστηκε με το 24% των κρουσμάτων ενός πρώτου επεισοδίου ψύχωσης. (Οι νέοι νόμοι που επιτρέπουν τη χρήση κάνναβης ως ένα ψυχαγωγικό μέσο, δεν καθιστούν νόμιμη τη χρήση κάνναβης από τους έφηβους, αλλά αυτό δεν έχει εμποδίσει την πρόσβασή τους σε αυτή).

Οι ερμηνείες αυτών των νέων ευρημάτων είναι σχεδόν αδύνατον να λάβουν καθολική αποδοχή. Ερωτήματα σχετικά με τη σύνδεση της κάνναβης και της ψύχωσης υπάρχουν εδώ και χρόνια. Τα διαθέσιμα δεδομένα για το θέμα αυτό, δεν είναι καθόλου οριστικά, ιδιαίτερα αναφορικά με οποιαδήποτε πιθανή σχέση αιτίας-αποτελέσματος, σημειώνει ο Πωλ Αρμεντάνο, αναπληρωτής διευθυντής της NORML, μιας αμερικανικής οργάνωσης που υποστηρίζει τη νομιμοποίηση της χρήσης μαριχουάνας για ενήλικες. Για παράδειγμα, η αυξημένη χρήση κάνναβης από το κοινό, δεν ακολουθείται από ανάλογη αύξηση των διαγνώσεων σχιζοφρένειας ή ψύχωσης.

Το 2015, το Διεθνές Κέντρο Επιστήμηςγια την Πολιτική Γραμμή για τα Ναρκωτικά με έδρα το Τορόντο, εξέδωσε μια έκθεση  με τίτλο «Η κατάσταση των αποδεικτικών στοιχείων: Χρήση και κανονικοποίηση της κάνναβης» που αναλύει λεπτομερώς αυτή την ασυμφωνία.

Αναφέρεται σε μια βρετανική μελέτη που εκτιμά ότι η σημαντική αύξηση της χρήσης της κάνναβης, θα έπρεπε να είχε προκαλέσει, μεταξύ των ετών 1990 και 2010, 29% αύξηση των κρουσμάτων σχιζοφρένειας στους άνδρες και 12% στις γυναίκες. Αλλά σύμφωνα με άλλα στοιχεία, κατά τη διάρκεια της περιόδου που θεωρείτο ότι η χρήση είχε αυξηθεί περισσότερο (από το 1996 έως το 2005), ο αριθμός των νέων κρουσμάτων σχιζοφρένειας παρέμεινε σταθερός ή μειώθηκε. Αυτά τα ευρήματα υποδεικνύουν σθεναρά ότι η χρήση κάνναβης δεν προκαλεί σχιζοφρένεια, σημειώνει η έκθεση του κέντρου.

Ένας άλλος ομιλητής στο συνέδριο του Βερολίνου, ο Μπητ Λουτζ, νευροχειρουργός στο Πανεπιστήμιο του Mainz, περιγράφει τους μηχανισμούς με τους οποίους το ναρκωτικό αυτό, μπορεί να προκαλέσει επιβλαβείς επιδράσεις στον εγκέφαλο ενός νέου.

Η κύρια ψυχοδραστική ένωση στη μαριχουάνα, που είναι η τετραϋδροκανναβινόλη (THC), διαταράσσει την κανονική ροή των σημάτων μεταξύ των εγκεφαλικών κυττάρων, μια διαδικασία που κανονικά ρυθμίζεται από χημικές ουσίες που ονομάζονται ενδοκανναβινοειδή.

Αυτές οι ενώσεις εμφανίζονται φυσικά στο σώμα και ενεργοποιούν έναν τύπο κυτταρικής σύνδεσης (που ονομάζεται κανναβινοειδής τύπου 1 ή υποδοχέας CB1) που ενεργούν σαν ένας διακόπτης κυκλώματος, λέει ο Λουτζ, διατηρώντας το επίπεδο σηματοδότησης των δραστηριοτήτων του εγκεφάλου ή αλλιώς της «διέγερσης» εντός μιας φυσιολογικής κλίμακας. Η χαμηλή σηματοδότηση των ενδοκανναβινοειδών οδηγεί σε υπερβολική διέγερση του νευρικού συστήματος και αυτό μπορεί να προάγει τις αγχώδεις διαταραχές, την παρορμητικότητα και την επιληψία. Η υπερβολική δραστηριότητα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα και μπορεί να προάγει την κατάθλιψη, για παράδειγμα. Η διατάραξη των ροών των πληροφοριών που ρυθμίζονται από το ενδοκανναβινοειδές σύστημα, έχει επίσης συνδεθεί με την ψύχωση.

Η τετραϋδροκανναβινόλη (THC) δρα διαφορετικά από τα ενδοκανναβινοειδή. Δεν διασπάται γρήγορα μέσα στο σώμα με τον τρόπο που το κάνουν τα φυσικά ενδοκανναβινοειδή, λέει ο Λουτζ, σημειώνοντας ότι αυτή η παρατεταμένη ενεργοποίηση προκαλεί σοβαρές διαταραχές στον εγκέφαλο. Χαμηλές δόσεις τετραϋδροκανναβινόλης (THC) μπορεί να μειώσουν το άγχος, αλλά οι υψηλές δόσεις μπορεί να το αυξήσουν και η χρόνια υπερδιέγερση των υποδοχέων CB1 από την τετραϋδροκανναβινόλη, κλείνει το φυσικό σύστημα ενδοκανναβινοειδούς σηματοδότησης του σώματος, εξαλείφοντας τους υποδοχείς CB1 από τους νευρώνες, προσθέτει ο Λουτζ.

Επιπλέον, νέα έρευνα αποκαλύπτει ότι τα μιτοχόνδρια, τα οργανίδια που υπάρχουν μέσα στα κύτταρα που παράγουν ενέργεια για τον κυτταρικό μεταβολισμό, έχουν επίσης υποδοχείς CB1. Η τετραϋδροκανναβινόλη αναστέλλει τη μιτοχονδριακή δραστηριότητα, μειώνοντας την απαραίτητη προμήθεια ενέργειας των κυττάρων, λέει, αναφέροντας μία μελέτη του 2016 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature.

Ίσως το πιο καθοριστικό είναι, ότι πιστεύει ότι η διαταραχή της ενδοκανναβινοειδούς σηματοδότησης από την τετραϋδροκανναβινόλη στον εγκέφαλο των πρώιμων εφήβων, μπορεί να εμποδίσει τις βασικές νευροαναπτυξιακές διεργασίες που εμπλέκουν τους υποδοχείς CB1, βλάπτοντας έτσι μόνιμα την επικοινωνία του εγκεφάλου.

Πρόσφατη έρευνα σχετικά με τη χρήση της μαριχουάνας, αρχίζει να εξετάζει το είδος των θεμάτων που θα μπορούσαν συνήθως να προκύψουν, μέσω εκτενών κλινικών δοκιμών κατά την ανάπτυξη ενός φαρμάκου. Αυτή η διαδικασία συμβαίνει, λόγω ότι το ρεύμα για τη νομιμοποίηση αυξάνει ταχύτητα.

Η μαριχουάνα κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος και δεν αποτελεί πλέον τόσο ένα κρυμμένο μυστικό σε ένα συρτάρι. Στις ΗΠΑ, η χρήση μαριχουάνας μεταξύ των μαθητών λυκείου είναι πιο κοινή από ό,τι το κάπνισμα τσιγάρων. Οι ερευνητές στη διάσκεψη του Βερολίνου συζήτησαν την ανάγκη να προειδοποιήσουν το κοινό σχετικά με τα ανησυχητικά νέα ευρήματα.

Ως γιατροί, έχουμε καθήκον να πούμε ξεκάθαρα τι συμβαίνει και τι όχι, λέει ο Πήτερ Φαλκάι, ψυχίατρος στο Κέντρο Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου Ludwig Maximilian του Μονάχου. Τα δεδομένα που εξετάζουμε, μας δείχνουν ξεκάθαρα έναν αυξανόμενο κίνδυνο εμφάνισης ψύχωσης.


Πηγή: scientificamerican.com
Συγγραφέας: R. Douglas Fields

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...