PsychologyNow Team

Δεν υπάρχουν «δάκρυα χαράς»

Δεν υπάρχουν «δάκρυα χαράς»

PsychologyNow Team
γυναίκα κλαίει με «δάκρυα χαράς»
Image credit: Jamie Brown / unsplash.com

Το συγκινησιακό κλάμα είναι από λύπη και δοξοθυμία μικρότητας.


Κατά κόρον λέγεται ή γράφεται: «έκλαψε από χαρά», όταν ένας άνθρωπος κλαίει κατά την βράβευση δική του ή αγαπημένου του, σε πράξεις αγάπης, καλοσύνης, αφοσίωσης, αλτρουισμού και ηρωισμού, σε γάμους, γεννήσεις, βαφτίσια,, όταν ακούει μια εξαίσια μουσική ή βρίσκεται μπροστά κάτι πολύ όμορφο, όταν σμίγει με αγαπημένους μετά από καιρό χωρισμού, με το άκουσμα του εθνικού ύμνου και την ανύψωση της σημαίας, και ένα πλήθος άλλες θετικές περιστάσεις. Όταν μας συμβαίνει κάτι τέτοιο, εύλογα αναρωτιόμαστε: «τώρα γιατί κλαίω;»

Το να νιώθουμε πόνο, λύπη, παράπονο, δυσφορία και να κλαίμε, δεν είναι παράδοξο. Δεν μας παραξενεύει, γιατί αυτό μας συνέβαινε πάντα, από παιδιά. Το θεωρούμε μέρος της φύσης, της κατασκευής μας, των κληρονομούμενων χαρακτηριστικών μας. Το κλάμα είναι «σήμα» προς τους μεγάλους: «δεν είμαι καλά, φρόντισέ με».

Αντίθετα, το να κλαίμε όταν μας επαινούν και μας βραβεύουν, όταν είμαστε μπρος σε μια πράξη καλοσύνης, ηρωισμού, αλτρουισμού, είναι παράδοξο. Γιατί οι θετικές καταστάσεις συνοδεύονται από μειδίαμα ικανοποίησης και γέλιο στα βρέφη και στα παιδιά, και ποτέ κλάμα. Την χαρά συνοδεύει το γέλιο και το χαμόγελο και στους ενήλικες.

Κανείς, ποτέ, ειδικός ερευνητής ή μη, δεν ισχυρίστηκε πως κάποια στιγμή στην ζωή του ανθρώπου λαμβάνει χώρα κάποια αλλαγή στην φυσιολογία του, η οποία να έχει σαν αποτέλεσμα μια τόσο ριζική μεταστροφή που κάνει το άτομο που γελούσε στην χαρά να αρχίζει και να κλαίει κατ’ αυτήν.

Στην πραγματικότητα δεν γίνεται καμία μεταστροφή. Οι άνθρωποι που κλαίνε σε καταστάσεις χαράς δεν κλαίνε λόγω της συγκίνησης της χαράς. Το άτομο κλαίει κατά την θετική κατάσταση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το κλάμα προκλήθηκε από την συγκίνηση της χαράς. Το ξεκαρδιστικό γέλιο που μπορεί να ενεργοποιήσει τους δακρυϊκούς αδένες είναι μια «παρεμπιπτόντως», «από σπόντα», συνέπεια της φυσιολογίας και δεν είναι η χαρά ως συγκίνηση εκείνη που κινητοποιεί το κλάμα.

Οι άνθρωποι κλαίνε συγκινησιακά από λύπη ή δοξοθυμία μικρότητας που αναδύεται εντός τους ασυνείδητα.

Ας δούμε από ένα παράδειγμα, στο σύντομο αυτό σημείωμα, την περίπτωση του πατέρα που κλαίει κάποια στιγμή στον γάμο της κόρης του. «Κλαίει από χαρά», «συγκινήθηκε ο άνθρωπος», είναι οι πιο συνηθισμένες απαντήσεις που δίνουν οι άλλοι όταν τους ρωτάμε γιατί νομίζουν ότι κλαίει ο πατέρας. Αν ερωτηθεί ο ίδιος, πιθανότατα θα πει κι εκείνος ότι χαίρεται.

Όμως, αν μπορέσει να ενδοσκοπηθεί με επιτυχία, ίσως θα μπορέσει να διακρίνει τη σχέση του κλάματός του με τη λύπη για την κορούλα που του φεύγει, που δεν θα είναι πια «δική του» να τον λατρεύει και να τον θαυμάζει, με τι κόπους την ανέθρεψε, πότε ακόμα ήταν τόση δα, τώρα θα μπει κι εκείνη στα μεγάλα βάσανα- ποιος ξέρει τι την περιμένει, για τον χρόνο που περνάει, για το γήρας που επελαύνει, για το ότι η γενιά του περνάει σε δεύτερο πλάνο μπρος στη νέα γενιά (αυτό μου το επεσήμανε γυναίκα μητέρα), για την παρακμή και τον θάνατο που ελλοχεύουν… Η ασυνείδητη μετάβαση σε συγκίνηση λύπης κάνει τον πατέρα να κλαίει. Στις στιγμές της χαράς του, κι εκείνος γελάει και χορεύει, όπως οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι στον γάμο της κόρης του.


Διαβάστε σχετικά: Eίναι κακό να κλαίμε; Μύθοι και αλήθειες για το κλάμα


Σε πολλές θετικές καταστάσεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι κλαίνε είναι πολύ πιθανόν πως μεταβαίνουν στον χώρο του τραγικού. Το κλάμα μπορεί να προκαλεί η λύπη, η αδυναμία, το «φτάσιμο στα όρια της ύπαρξης», η μικρότητα που βιώνει το άτομο, κι όχι η χαρά. Μια θετική κατάσταση ή ερεθίσματα που θα χαρακτηρίζονταν θετικά, είναι δυνατόν να φέρουν στην επιφάνεια τον πόνο για τους κόπους και τις θυσίες, για τους αγαπημένους που λείπουν και όσους θα χαθούν, για την αγάπη, το χάδι, την καλοσύνη, την ευγένεια, τον αλτρουισμό που σπανίζει, την ματαίωση των ονείρων και την διάψευση των προσδοκιών, την υπαρξιακή απορία για την ζωή που παρακμάζει και τελειώνει και δεν είναι όπως μας είπαν τα παραμύθια και ποθούσε η ψυχή μας να είναι.

Ενίοτε, οι άνθρωποι μπροστά σε κάτι που θεωρούν μεγάλο, σπουδαίο, σημαντικό, μπορεί να βιώσουν δοξοθυμία προσωπικής μικρότητας. Η μικρότητα αυτή μπορεί να οδηγεί σε μια παλινδρόμηση στη νηπιακή- παιδική κατάσταση και κλάμα, το οποίο αν γίνει αποδεκτό (αν δηλαδή δεν προκαλέσει φόβο ή ντροπή) μπορεί να δρα λυτρωτικά. Αν το άτομο που νιώθει ότι του έρχονται δάκρυα (κατ’ αρχάς από τραγικότητα, λύπη, παράπονο κλπ), αφεθεί, αποδεχθεί το αίσθημα μικρότητας και αδυναμίας και κλάψει, όπως τότε που ζητούσε την βοήθεια των αγαπημένων που το φρόντιζαν, η παραίτηση αυτή από τον ρόλο του ενηλίκου που υποχρεούται να έχει έλεγχο της συμπεριφοράς του, μπορεί να δρα ανακουφιστικά.

Κάπως όπως η εξομολόγηση και η πίστη ότι οι αμαρτίες συγχωρούνται, όταν το άτομο κλαίει στην αγκαλιά αυτού που εξομολογείται. Το άτομο μπορεί να νιώθει εν μέρει την τραγικότητα η οποία εκκινεί το κλάμα σε κάποιες θετικές καταστάσεις αλλά μπορεί να νιώθει και λύτρωση από την απαλλαγή του άχθους να φροντίζει για τον μύθο του Εγώ, του δυνατού εαυτού που επιδιώκει να παρουσιάζει, και να νιώθει έτσι μια μορφή ανακούφισης, εξαγνισμού.

Αυτή η παραίτηση και το άφημα στο κάτι μεγάλο μπορεί να βιώνεται θετικά. Το μεγάλο μπορεί να είναι ο Θεός, αλλά και η ποδοσφαιρική ομάδα, και η ιδέα, και ο εξομολογητής και ο συμπαραστάτης άνθρωπος. Κι αυτή η θετική συνιστώσα μπορεί να είναι ο λόγος που οι άνθρωποι συνεχίζουν να αποδέχονται ότι κλαίνε από χαρά.

Θα μπορούσε χαρά και λύπη να βιώνονται σχεδόν ταυτόχρονα ή διαδοχικά, όπως υπονοεί ο όρος «χαρμολύπη». Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει με εναλλαγές των συγκινήσεων της χαράς και λύπης, που μπορεί να συμβαίνουν πολύ γρήγορα ή ως μικτές συγκινήσεις. Άλλοι ερευνητές, όπως και ορισμένοι φιλόσοφοι, θεωρούν ότι το κλάμα έρχεται σε καταστάσεις όπου νιώθουμε να παραιτούμαστε και να χάνουμε τον έλεγχο, έτσι ώστε το κλάμα να μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη δοξοθυμίας αβοήθητου και αδυναμίας.

Υποστηρίζουν πως οι νικητές αγώνων ή αυτοί που ακούν τον εθνικό ύμνο μπορεί να νιώθουν αδυναμία έκφρασης και συμπεριφορικού χειρισμού των συγκινήσεών τους, όντας στο βάθρο μπρος στον κόσμο, ενώ σκέφτονται την σκληρή προσπάθεια και τις δύσκολες στιγμές που πέρασαν, αγαπημένους που δεν είναι εκεί να τους καμαρώσουν, ενώ η εξάντληση και η φόρτιση έχουν ένα τεράστιο ρόλο στην ευσυγκινησία που πιθανώς νιώθουν.


Συγγραφέας: Στέλιος Κερασίδης - Φυσικός και Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Παν/μιου της Κρήτης.

Πηγή: Για την ευσυγκινησία αφιερώνεται ειδική εκτενής αναφορά σε μεγάλο κεφάλαιο, ενώ όλα τα παραπάνω παρουσιάζονται με στοιχεία και βιβλιογραφία στο βιβλίο «Το παράδοξο κλάμα», Στέλιος Κερασίδης, Εκδόσεις Παρισιάνου.

*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*

2. banner diafhmishs mypsychologist koino

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...