PsychologyNow Team

Η εφηβική κατάθλιψη: μια σύγχρονη μορφή κρίσης και δυσφορίας

Η εφηβική κατάθλιψη: μια σύγχρονη μορφή κρίσης και δυσφορίας

PsychologyNow Team

Η κατάθλιψη σε παιδιά και έφηβους, µέχρι και το πρόσφατο παρελθόν, παρέμενε ένα άγνωστο και ανεξερεύνητο πεδίο, καθώς συνδεόταν περισσότερο µε τις έντονες συναισθηµατικές αντιδράσεις της εφηβικής ηλικίας, ενώ ταυτόχρονα θεωρούνταν µια ψυχική διαταραχή που αφορούσε κυρίως τον ενήλικο πληθυσµό.


 Το 1971, σε ψυχιατρικό συνέδριο στη Στοκχόλµη, παρουσιάστηκαν οι πρώτες επιδηµιολογικές έρευνες αναφορικά µε την κατάθλιψη στα παιδιά και στους έφηβους, οι οποίες σταδιακά, µαζί µε άλλες επισταµένες µελέτες, οδήγησαν στον προσδιορισµό της κλινικής εικόνας του όρου. Οι έρευνες που ακολούθησαν έδειξαν ανησυχητικά ποσοστά εµφάνισης της κατάθλιψης στην εφηβική ηλικία, τα οποία σηµειώνουν διαρκώς αυξητική τάση.

Τι συµβαίνει όµως και οι έφηβοι χάνουν την επιθυµία τους για ζωή; Ποιες συνθήκες και ποιες εµπειρίες λειτουργούν σε βάρος της νεανικής τους ορµής, βυθίζοντάς τους σε µια απύθµενη άβυσσο και στερώντας τους την ευκαιρία να απολαύσουν τη ζωτικότητα των πρώτων αυτών νεανικών τους χρόνων; Εξαιτίας των βιολογικών

 

Τα καταθλιπτικά συμπτώματα στην εφηβεία

Εξαιτίας των μεγάλων γνωστικών, ψυχοσυναισθηματικών και βιολογικών μεταβολών που σημειώνονται κατά την περίοδο της εφηβείας, οι οποίες έχουν άµεση επίδραση στο σώµα, στον ψυχισµό αλλά και στην αλλαγή της διάθεσης και της συµπεριφοράς των νέων, η διάγνωση και η αξιολόγηση της κατάθλιψης θεωρείται πολλές φορές πολύπλοκη διαδικασία. Καθώς πολλά από τα συµπτώµατά της (ευερεθιστότητα, αρνητική διάθεση, κ.α.) εµπίπτουν σε κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της εφηβείας παραµελείται η διάγνωση και ως εκ τούτου η θεραπευτική αντιµετώπισή της, µε σοβαρές όµως συνέπειες για την ψυχική και σωµατική υγεία των εφήβων.

Τα συµπτώµατα που αντανακλούν τον ψυχικό πόνο και τη δυσφορία των εφήβων στην καθηµερινότητά τους µπορεί να πάρουν πολλές µορφές, ενώ αν δεν διαγνωστούν και δεν αντιµετωπιστούν έγκαιρα είναι πιθανό οι έφηβοι να συνεχίσουν να υποφέρουν και στην ενήλικη ζωή τους. Η σχολική φοβία, η µείωση της σχολικής επίδοσης, η νευρικότητα, ο περιορισµός των δραστηριοτήτων τους και η χαµηλή αυτοεκτίµηση θεωρούνται καταθλιπτικά ισοδύναµα (Λαζαράτου & Αναγνωστόπουλος, 2001).

Η κατάθλιψη µπορεί επίσης να εκδηλωθεί µέσα από επαναλαµβανόµενες σωµατοποιήσεις, διατροφικές διαταραχές, χρήση ουσιών, εθισµό στα διαδικτυακά παιχνίδια, αϋπνία, ενώ σε σοβαρά περιστατικά συνοδεύεται από απόπειρες αυτοκτονίες ή ακόµη και αυτοκτονίες. Σε όλες όµως τις περιπτώσεις αυτό που κυριαρχεί είναι το συναισθηµατικό κενό που βιώνει ο έφηβος, συνοδευόµενο από απάθεια και έλλειψη ευχαρίστησης για όλα. Μοιάζει η έµφυτη ανθρώπινη περιέργεια για το άγνωστο και το καινούργιο που απλώνεται µπροστά του να έχει παγώσει, καθιστώντας τον αποστασιοποιηµένο, άβουλο και αµέτοχο στα γεγονότα που συµβαίνουν στη ζωή του. Ο νέος απαξιώνει τον εαυτό του, ενώ νιώθει µόνος, εγκαταλελειµµένος και αβοήθητος.

Η διάκριση της κλινικής κατάθλιψης από την κρίση της εφηβείας εντοπίζεται στον βαθµό δυσλειτουργίας του έφηβου, στην ένταση των καταθλιπτικών αντιδράσεων, στη συχνότητα, στη διάρκεια και στην επαναληπτικότητά τους. Κυρίαρχη διαφορά µε τον ενήλικο πληθυσµό, σύµφωνα µε το διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών της Αµερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM IV), αποτελεί η µόνιµη ευερεθιστότητα του έφηβου αντί του καταθλιπτικού συναισθήµατος που συναντάται συνήθως στους ενήλικες. 

 

Αιτιολογία της εφηβικής κατάθλιψης

Η κατάθλιψη στην εφηβεία αποτελεί µια πολύπλοκη διαταραχή, καθώς εµπεριέχει την αλληλεπίδραση πολλών και διαφορετικών παραγόντων (γενετικών, βιολογικών, ψυχοκοινωνικών, οικογενειακών, περιβαλλοντικών, κ.ο.κ.). Σύµφωνα µε αυτή την οπτική, οι διάφορες αιτιολογίες της κατάθλιψης δεν είναι αντικρουόµενες, αντιθέτως αλληλοσυµπληρώνονται.

Οι νέοι που πάσχουν από κατάθλιψη αναπτύσσουν σταδιακά µια διαστρεβλωµένη αντίληψη της πραγµατικότητας (όπως την πεποίθηση ότι κάτι κακό θα συµβεί ή ότι δεν θα τα καταφέρουν), η οποία µοιάζει να προέρχεται από προηγούµενες αντιξοότητες της ζωής τους.

Ο έφηβος κατακλύζεται από συναισθήµατα θλίψης, θυµού, φόβου και ανασφάλειας για το µέλλον, καθώς βρίσκεται στο µεταίχµιο δύο σηµαντικών σταθµών της ζωής του: αποχαιρετά την παιδική ηλικία, ενώ περνάει σε µια νέα φάση, όπου πραγµατώνεται η εξατοµίκευσή του.

Κατά τη διάρκεια της εφηβείας συντελούνται σηµαντικές συναισθηµατικές απώλειες σε ενδοψυχικό και οικογενειακό επίπεδο, µε αποτέλεσµα το στάδιο αυτό να µοιάζει µε µια περίοδο διεργασίας πένθους. Ο έφηβος κατακλύζεται από συναισθήµατα θλίψης, θυµού, φόβου και ανασφάλειας για το µέλλον, καθώς βρίσκεται στο µεταίχµιο δύο σηµαντικών σταθµών της ζωής του: αποχαιρετά την παιδική ηλικία, ενώ περνάει σε µια νέα φάση, όπου πραγµατώνεται η εξατοµίκευσή του. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια αποµυθοποιεί τους γονείς του και αναζητά σηµαντικές σχέσεις και ενασχολήσεις εκτός οικογένειας προκειµένου να διευρύνει και να εδραιώσει την ατοµική του ταυτότητα. Πρόκειται για µια εξαιρετικά επώδυνη διεργασία που συνοδεύεται από την αίσθηση απώλειας εαυτού και βιώνεται ως κενό, ως ‘’αίσθηµα αβοήθητου’’, προκαλώντας αόριστους φόβους (Κουρκούτας, 2008).

Η δυσκολία στη λεκτικοποίηση των αντιφατικών συναισθηµάτων και της σύγχυσης που βιώνει στη φάση αυτή έρχονται να ενισχύσουν τη δυσφορία που νιώθει. Σύµφωνα µε τον Freud, η µεταστροφή του έφηβου από την οικογένεια προς τους συνοµηλίκους αποτελεί ένα από τα πιο οδυνηρά ψυχικά επιτεύγµατα της ηβικής περιόδου. Η πάλη µεταξύ της κατάκτησης της αυτονοµίας και της ασφάλειας που παρέχουν οι γονείς είναι από τις χαρακτηριστικές και ιδιαίτερα επώδυνες εσωτερικές διαµάχες των εφήβων (Miccuci, 2009).

Στις περιπτώσεις εκείνες που ο έφηβος δυσκολεύεται να διαφοροποιηθεί από τους γονείς του είναι πιθανό να ερµηνεύσει ως αποτυχία την αδυναµία του να τους αποχωριστεί ή να ανταποκριθεί στις φιλοδοξίες τους, ενώ την ίδια ώρα νιώθει εγκλωβισµένος σε µια κατάσταση που τον κάνει δυστυχισµένο και πολλές φορές τον ακινητοποιεί σε παθητικότητα και απραξία. Συγκρινόµενος δε, µε τα προχωρήµατα των οµότιµών του βάζει τον εαυτό του σε υποδεέστερη θέση, όπου µπορεί να αισθάνεται µειονεξία και ντροπή, καθώς εκείνοι αυτονοµούνται σταδιακά, ενώ ο ίδιος παραµένει ολοκληρωτικά εξαρτηµένος από τους γονείς του.

Η κατάθλιψη στην εφηβεία συνδέεται επίσης µε τις πρώιµες τραυµατικές εµπειρίες ζωής του νέου, όπως η στέρηση των γονέων, η έλλειψη επαρκούς γονεϊκής φροντίδας, οι απόµακρες οικογενειακές σχέσεις, κ.ο.κ. Τέτοιου είδους δυσλειτουργίες και εµπλοκές, προερχόµενες από το παρελθόν, δυσχεραίνουν την πορεία του προς την επίτευξη της επιθυµητής συναισθηµατικής ωριµότητας, απαραίτητης συνθήκης προκειµένου να διαφοροποιηθεί από την πατρική του οικογένεια και να αυτονοµηθεί. Επιπλέον στρεσσογόνα και σοβαρά ψυχοπιεστικά γεγονότα, όπως ο θάνατος ενός γονιού, ένα διαζύγιο, µια νόσος, ένα δυστύχηµα, η σωµατική και σεξουαλική κακοποίηση, κ.ο.κ. είναι ικανά να πυροδοτήσουν την εµφάνιση της κατάθλιψης.

Οι σοβαρές συναισθηµατικές δυσκολίες που βιώνει ένας γονιός είναι πιθανό να εκθέσουν τον έφηβο στην ανάπτυξη κατάθλιψης στο µέλλον. Η έλλειψη υποστήριξης, η ανύπαρκτη πολλές φορές επικοινωνία ανάµεσα στα µέλη της οικογένειας, η δυσκολία στην έκφραση των συναισθηµάτων τους και οι συγκρουσιακές σχέσεις, συµβάλλουν στην εµφάνιση αλλά και µεταβίβαση της κατάθλιψης στην επόµενη γενιά (Kaufman, 1991).

Επιδηµιολογικές µελέτες κατέδειξαν επίσης τη γενετική προδιάθεση και την κληρονοµικότητα, µεταξύ των παραγόντων εκείνων που ευνοούν την εµφάνιση της κατάθλιψης στους έφηβους, εφόσον συνδυαστούν και µε άλλες µεταβλητές. Πιο συγκεκριµένα, αναφορικά µε την κληρονοµικότητα, παρατηρείται ότι σε οικογένειες όπου ο ένας ή και δύο γονείς υποφέρουν από κατάθλιψη, η πιθανότητα να εµφανίσει και το παιδί καταθλιπτική διαταραχή είναι υψηλή.

Μέσα στις συνθήκες που ευνοούν την εµφάνιση της κατάθλιψης συγκαταλέγονται και οι ραγδαίες κοινωνικοοικονοµικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών οι οποίες φέρνουν στο προσκήνιο νέα δεδοµένα, καθώς και µια πληθώρα αντιφατικών πληροφοριών, δηµιουργώντας µεγάλη σύγχυση σε ενδοπροσωπικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Οι ανατρεπτικές αλλαγές των ρόλων των δύο φύλων, οι νέες µορφές οικογένειας (π.χ. µονογονεϊκές, διαπολιτισµικές, δεύτερου/τρίτου γάµου), η επικράτηση των υλιστικών αξιών, ο καταναλωτισµός, ο ανταγωνισµός, η εργασιοµανία κ.ο.κ. φέρνουν τους έφηβους και τις οικογένειές τους αντιµέτωπους µε µια καινούργια και σκληρή πραγµατικότητα, η οποία αποτελεί πηγή άγχους και ανασφάλειας, εάν παραµείνει ανεπεξέργαστη.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι νέοι µεγαλώνουν στη µοναξιά, πορεύονται χωρίς φροντίδα και καθοδήγηση, έρµαια ενός αδυσώπητου κόσµου που δεν δίνει δεύτερες ευκαιρίες. Οι γονείς, προβληµατισµένοι και ανήσυχοι για τα παιδιά τους, νιώθουν αποδυναµωµένοι και απροετοίµαστοι να διαχειριστούν τις κρίσεις που εµφανίζονται αλλά και ανεπαρκείς και να καλύψουν τις βαθιές συναισθηµατικές τους ανάγκες.

 

Η περίπτωση του Αλέξανδρου

Ο Αλέξανδρος, ένας έφηβος 16 χρόνων, µε επισκέφτηκε µε τους γονείς του, ύστερα από την εµφάνιση κάποιων σοβαρών συµπτωµάτων κρίσεων άγχους, πανικού και κοινωνικής απόσυρσης του γιού, που τους θορύβησαν . Το αίτηµα των γονιών επικεντρωνόταν στην άµεση εξεύρεση λύσης για την άρνηση του γιου τους να πάει στο σχολείο, καθώς και στο γεγονός ότι περνούσε το µεγαλύτερο µέρος της ηµέρας του αποµονωµένος στο δωµάτιό του, χωρίς καµία πλέον κοινωνική επαφή. Οι γονείς σαστισµένοι και σε µεγάλη σύγχυση αδυνατούσαν να κατανοήσουν το «κλείσιµό» του.

Η έλλειψη στοργής και συναισθηµατικής εγγύτητας που κληρονόµησαν από τις οικογένειες καταγωγής αναβίωσαν και στη δική τους οικογένεια, δηµιουργώντας ένα ασφυκτικό συναισθηµατικό κλίµα µέσα στο σπίτι, του οποίου άµεσος αποδέκτης υπήρξε ο Αλέξανδρος.

Σύµφωνα µε τα λεγόµενά τους, ο Αλέξανδρος είχε τα πάντα και ποτέ δεν του έλειψε τίποτα, σε αντίθεση µε εκείνους που στερήθηκαν πολλά και µεγάλωσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η επικριτική και υποτιµητική τους διάθεση αποτυπωνόταν σε φράσεις του τύπου: «Είναι τόσο αχάριστος και αγνώµων… ∆ουλεύουµε όλη µέρα για να µην του λείψει τίποτα, και ορίστε ο τρόπος που µας το ανταποδίδει», τονίζοντας με έμφαση ότι έχει χρέος να τα καταφέρει, όπως και εκείνοι στη ζωή τους. Οι γονείς, έχοντας εστιάσει αποκλειστικά στην κοινωνική καταξίωση του γιου τους, είχαν θέσει υψηλούς στόχους για εκείνον, όπως να επιτύχει στην Ιατρική, χωρίς ποτέ να τον ρωτήσουν τι επιθυµούσε ο ίδιος να κάνει στη ζωή του, ενώ στο σπίτι επικρατούσαν αυστηροί κανόνες και όρια, προκειµένου να φέρει σε πέρας τον συγκεκριµένο στόχο.

Το κυρίαρχο συναίσθηµα των γονιών έµοιαζε να είναι περισσότερο ο θυµός και η µαταίωση παρά η κατανόηση και η ενσυναίσθηση για την κατάσταση του γιού τους. ∆ιερευνώντας περισσότερο τις οικογενειακές σχέσεις ήρθαν στο προσκήνιο οι έντονες συγκρούσεις µεταξύ των γονιών του παράλληλα µε τη συχνή τους απουσία από το σπίτι λόγω αυξηµένων επαγγελµατικών υποχρεώσεων. Και οι δύο γονείς µεγάλωσαν σε αυστηρά οικογενειακά πλαίσια όπου δεν υπήρχαν περιθώρια για λάθη. Οι δικοί τους γονείς µόχθησαν πολύ για να τους σπουδάσουν, προκειµένου να τους αποκαταστήσουν επαγγελµατικά και οικονοµικά, παραµελώντας όµως και εκείνοι τη συναισθηµατική τους φροντίδα και ωρίµανση.

Η έλλειψη στοργής και συναισθηµατικής εγγύτητας που κληρονόµησαν από τις οικογένειες καταγωγής αναβίωσαν και στη δική τους οικογένεια, δηµιουργώντας ένα ασφυκτικό συναισθηµατικό κλίµα µέσα στο σπίτι, του οποίου άµεσος αποδέκτης υπήρξε ο Αλέξανδρος. Ο έφηβος δυσφορούσε, λέγοντας ότι δυσκολευόταν να αναπνεύσει, σε µια απελπισµένη προσπάθειά του να εισακουστεί, εξαιτίας της υπερβολικής πίεσης που δεχόταν, αλλά µάταια. Κατακλυζόταν από άγχος και νευρικότητα αλλά και από αρνητικές σκέψεις, όπως ότι δεν θα τα καταφέρει στη ζωή του.

Γέµιζε ενοχές για τα προβλήµατα που είχαν οι γονείς του στη µεταξύ τους σχέση, αισθανόµενος από τη µια ότι κουβαλάει µερίδιο ευθύνης για όλο αυτό που συµβαίνει, αλλά και νιώθοντας ανήµπορος από την άλλη να το αλλάξει. Κλείστηκε στο δωµάτιό του «για να παγώσει τον χρόνο» και να προστατευθεί από το ενδεχόµενο της αποτυχίας, γεγονός που θα αποτελούσε ένα επιπλέον πλήγµα για την οικογένειά του. Επέλεξε επίσης να αποσυρθεί από τις παρέες του, στέλνοντας ένα σήµα κινδύνου στους γονείς του ώστε να τον ακούσουν, να τον φροντίσουν, να του δώσουν ίσως τον απαιτούµενο χώρο να αναπνεύσει και να του επιτρέψουν να ανακαλύψει τι επιθυµεί να κάνει στη ζωή του.

Μέσα από τις οικογενειακές συνεδρίες που ακολούθησαν προσδιορίστηκε το επιβαρυµένο συναισθηµατικό κλίµα της οικογένειας, το οποίο συνδέθηκε µε την καταθλιπτική διάθεση του Αλέξανδρου. Οι γονείς φάνηκαν να θορυβούνται στη συνειδητοποίηση της κατάστασης του γιου τους και αποφάσισαν να τον στηρίξουν. Κλήθηκαν να εστιάσουν στη βελτίωση της µεταξύ τους σχέσης για να τον απαλλάξουν από το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε και δεν του αναλογούσε, ενώ δεσµεύτηκαν να συνεχίσουν στη θεραπευτική διαδικασία, προσπαθώντας να δοκιµάσουν νέους και πιο λειτουργικούς τρόπους επικοινωνίας, κατανόησης των αναγκών του γιου τους και επανεξέτασης των κανόνων και ορίων σε καινούργια βάση.

 

Εν κατακλείδι

Η έγκαιρη διάγνωση της εφηβικής κατάθλιψης είναι σηµαντική προκειµένου να αντιµετωπιστεί η εξέλιξή της. Η πρόληψη συνεπώς µοιάζει να αποτελεί την καλύτερη αντιµετώπιση. Η γνώση και η ενηµερότητα γονέων και εκπαιδευτικών, καθώς και η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας µπορούν να συµβάλλουν στην αναχαίτιση της νέας αυτής σύγχρονης δυσφορίας που πλήττει τους έφηβους.

Παράλληλα ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου οι έφηβοι εισακούονται, παίρνουν φροντίδα και νοιάξιµο, ενώ αισθάνονται ελεύθεροι να εκφράζουν ανοιχτά τις σκέψεις, τα συναισθήµατα αλλά και τα όνειρά τους, χωρίς τον φόβο της επίκρισης, µοιάζει να αποτελεί σηµαντικό παράγοντα ενίσχυσής τους στη δύσκολη και σημαντική αυτή περίοδο της ζωής τους. Επιπλέον η θετική ανταπόκριση στις ανάγκες τους, καθώς και η προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των πολύπλοκων σκέψεων και συναισθηµάτων τους µπορούν να συντελέσουν στην αποφυγή εµφάνισης των δυσφορικών και καταθλιπτικών συναισθηµάτων τους.


Συγγραφέας: Μπαρμπαλιού Ελισάβετ, Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, Κέντρο Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας

Βιβλιογραφικές αναφορές
• Kaufman, J. (1991). Depressive disorders in maltreated children. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry,30, 257–265.
• Κουρκούτας, Η. (2008). Η Ψυχολογία του έφηβου. Θεωρητικά ζητήµατα και κλινικές περιπτώσεις. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα.
• Micucci, J. A. (2009): The adolescent in family therapy. NY: The Guilford Press.
• Λαζαράτου, Ε., Αναγνωστόπουλος, Δ.Κ. (2001). Εφηβεία και κατάθλιψη. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 18, 466-474.

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...