PsychologyNow Team

Το νευροεπιστημονικό υπόβαθρο της ψυχοθεραπείας: μηχανισμοί και εγκεφαλικές δομές που επηρεάζονται από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία

Το νευροεπιστημονικό υπόβαθρο της ψυχοθεραπείας: μηχανισμοί και εγκεφαλικές δομές που επηρεάζονται από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία

PsychologyNow Team
ανθρώπινος εγκέφαλος που επηρεάζεται από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία
Image credit: kjpargeter / freepik.com

Όλοι οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η ψυχοθεραπεία επηρεάζει τις εγκεφαλικές λειτουργίες, όπως νευροπλαστικότητα, μάθηση και μνήμη, νευρογένεση, διάθεση και συναίσθημα, οδηγώντας έτσι σε μία βελτίωση της ψυχικής υγείας. Η συζήτηση καταλήγει στην επίδειξη ενός νέου επιστημονικού κλάδου, της Νευροψυχοθεραπείας, η οποία είναι πολλά υποσχόμενη για την απελευθέρωση από τον κλοιό των ψυχιατρικών διαταραχών.

Έρευνα των Σεληνιωτάκη-Νέστορος που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό journal Ψυχολογία, το περιοδικό της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρίας.


Εισαγωγή

Σήμερα υπάρχει μία γενικότερη τάση σύνθεσης των ψυχοθεραπευτικών μοντέλων καθώς και μία τάση διερεύνησης των επιδράσεων της ψυχοθεραπείας στον εγκέφαλο. Το άρθρο αυτό παρουσιάζει την ανασκόπηση ενός μεγάλου αριθμού ερευνητικών πηγών σχετικά με το νευροεπιστημονικό υπόβαθρο της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Η ανασκόπηση ενός τέτοιου ζητήματος, ξεκινά από ευρήματα της Αρχαιότητας έως και των τελευταίων δεκαετιών.

Οι δημοσιευμένες ερευνητικές εργασίες που πραγματεύονται τις επιδράσεις της ψυχοθεραπείας στον εγκέφαλο παρουσιάζουν μελέτες, συνήθως με μεθόδους νευροαπεικόνισης, οι οποίες εξετάζουν τις νευρολογικές εκφάνσεις των πιο διαδεδομένων ψυχοθεραπευτικών μοντέλων καθώς και της φαρμακοθεραπείας.

Όλοι οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η ψυχοθεραπεία επηρεάζει τις εγκεφαλικές λειτουργίες, όπως νευροπλαστικότητα, μάθηση και μνήμη, νευρογένεση, διάθεση και συναίσθημα, οδηγώντας έτσι σε μία βελτίωση της ψυχικής υγείας. Η συζήτηση καταλήγει στην επίδειξη ενός νέου επιστημονικού κλάδου, της Νευροψυχοθεραπείας, η οποία είναι πολλά υποσχόμενη για την απελευθέρωση από τον κλοιό των ψυχιατρικών διαταραχών.

Στη σημερινή εποχή το πεδίο της Ψυχοθεραπείας, καθώς και η επιστήμη της Ψυχολογίας γενικότερα, δέχεται σημαντικές αλλαγές ως απόρροια της σύγχρονης εξέλιξης της έρευνας. Οι διάφορες σχολές ψυχοθεραπείας που παλαιότερα αντιτάσσονταν η μία στην άλλη, τώρα πια αλληλοσυμπληρώνονται.

Αυτή η τάση για σύνθεση των ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων οδηγεί και σε έναν άλλον άξονα, που αποτελεί σημείο σταθμό στην πορεία της επιστήμης: τη διερεύνηση των επιδράσεων της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας επί των εγκεφαλικών λειτουργιών.

Το πρώτο βήμα για τη σύνθεση της Ψυχοθεραπείας και της Νευροεπιστήμης, έγινε από τον ίδιο τον Freud στο ανέκδοτο έργο του «Για μία Επιστημονική Ψυχολογία» (Φρόυντ, 1962), το οποίο αποσκοπούσε στο να θέσει νευρωνικές βάσεις στην ψυχολογία (Rossouw, 2011).

 Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως ο Freud αποτελεί έναν από τους πρώτους επιστήμονες που υποστήριξαν ότι η ψυχοθεραπεία δύναται να μεταβάλλει τη δομή του εγκεφάλου. Με τα μέσα της εποχής αυτό ήταν αρκετά δύσκολο να αποδειχθεί και για τον λόγο αυτό το έργο του πρώτου ψυχαναλυτή στην ιστορία της ψυχοθεραπείας έμεινε ημιτελές και ανέκδοτο (Grosjean, 2005).

Η ανασκόπηση ενός τόσο περίπλοκου θέματος όπως αυτό της νευροεπιστήμης της ψυχοθεραπείας, αποτελεί μία διαδικασία η οποία ξεκινά από τα βάθη της Αρχαιότητας. Ο τομέας από τον οποίο πήγασε η Ψυχολογία ως επιστήμη είναι η ελληνική Φιλοσοφία, η οποία θεωρείται πως «δυτικοποιήθηκε» από το 600 π.Χ. έως το 200 μ.Χ , όπως αναφέρουν και Έλληνες ερευνητές.

Η Ψυχοθεραπεία, σε πρόδρομες μορφές της, έχει τις ρίζες της στη Φιλοσοφία και τον διάλογο, και πιο συγκεκριμένα στα νευρολογικά επιτεύγματα που σκοπό είχαν να ερμηνεύσουν τη συνείδηση, τη γλώσσα, τη σκέψη, τη μάθηση και τη μνήμη, την προσοχή και την εγρήγορση καθώς και άλλες ανώτερες γνωστικές λειτουργίες (Churchland, 2002).

Στη σημερινή εποχή, το πρόβλημα του 19ου και 20ου αιώνα με την έλλειψη εξοπλισμού για την περαιτέρω διερεύνηση του εγκεφάλου δεν υφίσταται πια σε τόσο μεγάλο βαθμό. Τεχνικές καταγραφής της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου, τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου όπως Μαγνητική Τομογραφία (Magnetic Resonance Imaging-MRI) η οποία άρχισε να χρησιμοποιείται μόλις το 1983, η λειτουργική Μαγνητική Τομογραφία (functional Magnetic Resonance Imaging-fMRI), η Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων (Positron Emission Tomography-PET) και η Τομογραφία Εκπομπής Μονήρους Φωτονίου (Single-Photon Emission Computed Tomography-SPECT) είναι οι πιο διαδεδομένες στην έρευνα και χρησιμοποιούνται σε διάφορους τομείς όπως στην μελέτη των επιδράσεων της ψυχοθεραπείας στον εγκέφαλο (Παναγής, 2010).

Σκοπός αυτού του άρθρου ανασκόπησης είναι η παράθεση επιστημονικών δεδομένων για τη διερεύνηση των μηχανισμών που επηρεάζονται από την ψυχοθεραπεία, μέσω εγκεφαλικών περιοχών και κυκλωμάτων που σχετίζονται με αυτούς τους μηχανισμούς. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, έγινε αναζήτηση στις επιστημονικές βάσεις δεδομένων «Pubmed» και «PsycInfo» σε χρονική περίοδο από τον Ιανουάριο του 2003 έως τον Σεπτέμβριο του 2014.

Οι λέξεις-κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν «ψυχιατρικές διαταραχές», «νευροεπιστήμη», «κατάθλιψη», «σχιζοφρένεια», «Γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία», «Ψυχοδυναμική θεραπεία», «PET», «fMRI», «MRI», «ψυχοθεραπεία» κ.ά., είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμούς.

Η αναζήτηση έγινε με στόχο δημοσιευμένες εργασίες γραμμένες στην αγγλική γλώσσα. Επιλέχθηκαν μόνο μελέτες που εξέταζαν τις επιδράσεις ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων και όχι φαρμακευτικών, ως εκ τούτου εξαιρέθηκαν μελέτες που αντιπαραβάλουν τις επιδράσεις της ψυχοθεραπείας και της φαρμακοθεραπείας σε επίπεδο εγκεφάλου.

Επίσης συμπεριλήφθησαν μόνο μελέτες που ερευνούσαν επιστημονικά τεκμηριωμένες και κοινώς αποδεκτές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις και τα παράγωγά τους και οι οποίες εφαρμόζονται από επαγγελματίες ψυχοθεραπευτές. Επιπλέον, συμπεριλήφθησαν μελέτες που αφορούν σε ενήλικο πληθυσμό ενώ δεν συμπεριλήφθησαν μελέτες ατόμων σε παιδική ή τρίτη ηλικία.

Αναφορικά με τις διαταραχές τις οποίες μελετούσαν οι εργασίες, εξαιρέθηκαν μελέτες που αφορούσαν νευρολογικές ή αναπτυξιακές διαταραχές καθώς και κατάχρηση ουσιών. Τέλος, δεν υπήρξε κάποιος περιορισμός ως προς το μέγεθος του δείγματος κάθε μελέτης, καθώς συμπεριλήφθησαν και απόψεις που δεν ήταν αποτέλεσμα εκτενών ερευνών.


Διαβάστε σχετικά: Ο ρόλος του νευροψυχολόγου


Νευροπλαστικότητα, μάθηση και μνήμη: Ο ρολος του ιππόκαμπου

Η νευρική πλαστικότητα αποτελεί μία διαδικασία κατά την οποία το νευρικό σύστημα μεταβάλλεται. Σε πρώιμη ηλικία αυτή η μεταβολή είναι δεδομένη· στο επίπεδο του ενήλικου εγκεφάλου όμως είναι μία διαδικασία που προϋποθέτει τα ανάλογα ερεθίσματα. Μέσω της νευροπλαστικότητας ο ενήλικος εγκέφαλος έχει τη δυνατότητα να μαθαίνει καινούριες δεξιότητες, επομένως η νευρική πλαστικότητα έχει άμεση σχέση με τη μάθηση και τη μνήμη.

Πριν ξεκινήσει η διερεύνηση αυτής της λειτουργίας στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ανατέθηκαν πολλές έρευνες γύρω από την πλαστικότητα σε ασπόνδυλα (μοντέλα για την άδηλη μνήμη) και θηλαστικά (στα τρωκτικά μελέτη για την έκδηλη μνήμη). Ένα παράδειγμα ασπόνδυλων που χρησιμοποιήθηκαν για την έρευνα της νευροπλαστικότητας ήταν τα θαλάσσια σαλιγκάρια Aplysia Californica, που χρησιμοποιήθηκαν για τα πειράματα του Eric Kandel και των συνεργατών του, λόγω της απλής δομής του Νευρικού Συστήματος αυτού του είδους (Bailey & Kandel, 2008).

Ο λόγος που μελετήθηκαν πιο απλοϊκά νευρικά συστήματα από το ανθρώπινο ήταν φυσικά πρακτικός: ο ανθρώπινος εγκέφαλος διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό νευρώνων και συνάψεων και η όποια πρόοδος στην περαιτέρω αποκρυπτογράφησή του χρειαζόταν πρώτα να τεθεί σε λιγότερο περίπλοκα συστήματα (Rosenzweig, Leiman & Breedlove, 1996).

Η πλαστικότητα των Aplysia έγκειται σε λιγότερες αλλά πολύ χαρακτηριστικές μορφές συμπεριφοράς, όπως η εξοικείωση (habituation) και η ευαισθητοποίηση (sensitization). Όσον αφορά στο πρώτο, ένα απλό άγγιγμα στο σίφωνα του θαλάσσιου σαλιγκαριού είναι αρκετό για να κάνει το βράγχιο του να συσπειρώνεται. Όταν αυτό το ερέθισμα (άγγιγμα σίφωνα) επαναλαμβάνεται τότε επέρχεται η εξοικείωση σε αυτό, δηλαδή η όλο και μικρότερη έως καθόλου συσπείρωση του βραγχίου.

Η ευαισθητοποίηση εξετάζεται μετά την εξοικείωση, καθώς αφού το βράγχιο δεν αντιδρά πια στο άγγιγμα του σίφωνα, γίνεται μία προσθήκη στο ερέθισμα αφού πια αυτό χορηγείται σε συνδυασμό με μία ηλεκτρική διέγερση στην ουρά του σαλιγκαριού. Αυτή η συνοδεία ερεθισμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα την αρχική αντίδραση: τη συσπείρωση του βραγχίου μετά από το άγγιγμα του σίφωνα.

Αυτό συμβαίνει γιατί το ερέθισμα στην ουρά του μαλάκιου, ενεργοποιεί την αντίδραση συστολής του βραγχίου και την διατηρεί για μία ώρα τουλάχιστον μετά από την εφαρμογή του αγγίγματος του σίφωνα. Με τον συνδυασμό των δύο αυτών ερεθισμάτων στον σίφωνα και την ουρά δύνανται να μετατρέψουν τη συμπεριφορά για μεγάλο χρονικό διάστημα (ημέρες ή και εβδομάδες). Αυτό είναι ένα πρώτο δείγμα μακρόχρονης μνήμης στα ασπόνδυλα, έστω και σε πολύ απλούστερη μορφή από ότι στον άνθρωπο (Rosenzweig, Leiman & Breedlove, 1996).

Στα θηλαστικά έχουν γίνει ανάλογες επιτυχείς πειραματικές προσπάθειες. Σε αυτό το είδος βέβαια ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διακεκριμένες διεργασίες της βραχύχρονης και της μακρόχρονης μνήμης και η σύνδεσή τους με την πλαστικότητα. Αλλαγές στην πλαστικότητα που συμβαίνουν βραχυπρόθεσμα, δηλαδή διαρκούν μερικά δευτερόλεπτα έως λεπτά είναι η συναπτική διευκόλυνση (synaptic facilitation), η μετατετανική ενδυνάμωση (post-tetanic potentiation, PTP) και η συναπτική καταστολή (synaptic depression) (Purves et al., 2010).

Με τη μακρόχρονη πλαστικότητα δικαιολογείται η ικανότητα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών να θυμούνται εμπειρίες για μεγάλο χρονικό διάστημα, έως και πολλά χρόνια. Ο μεγαλύτερος αριθμός ερευνών για τη συναπτική πλαστικότητα έχει λάβει χώρα με στόχο τον ιππόκαμπο, ένα «μέλος» του μεταιχμιακού συστήματος, που παίζει σημαντικό ρόλο στη μνήμη.

Σε αυτή τη δομή αποθηκεύονται συγκεκριμένα είδη μνήμης, γι’ αυτό και όταν στον ανθρώπινο εγκέφαλο δίνεται μία εντολή αποθήκευσης κάποιας πληροφορίας που υπόκειται σε αυτά τα είδη, τότε ενεργοποιείται και ο ιππόκαμπος. Σε περίπτωση βλάβης του ιπποκάμπου, τέτοιου είδους μνήμες αδυνατούν να αποθηκευθούν. Αυτές οι συνθήκες όμως ισχύουν μόνο για τον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Τα ερεθίσματα που ενεργοποιούν τον ιππόκαμπο των τρωκτικών για παράδειγμα, έχουν να κάνουν με την συγκεκριμένη θέση στην οποία βρίσκεται το ζώο εκείνη τη στιγμή. Διεγείρονται μάλιστα ειδικά για τις πληροφορίες αυτές κύτταρα «θέσεως» τα οποία πυροδοτούν τα δυναμικά ενέργειας. Ουσιαστικά αυτά τα δεδομένα προδίδουν την ύπαρξη της χωροταξικής μνήμης στον εγκέφαλο των τρωκτικών, ενός είδους μνήμης που στον άνθρωπο ναι μεν είναι σημαντική, δεν ξεπερνά δε άλλα είδη ανθρώπινης μνήμης σε πολυπλοκότητα (Purves et al., 2010).

Ο ιππόκαμπος αποτελεί μία εγκεφαλική δομή, που επικοινωνεί και με τον προμετωπιαίο φλοιό. Η σύνδεση αυτών των δύο περιοχών μεσολαβούνται από μεσοφλοιϊκή ντοπαμινεργική δραστηριότητα. Η ντοπαμίνη και τα σχετικά με αυτήν κυκλώματα έχει αποδειχθεί πως παίζουν σημαντικότατο ρόλο σε πολλές ψυχιατρικές νόσους όπως για παράδειγμα η σχιζοφρένεια (Hietala & Syvӓlahti, 1996).

Η λειτουργία αυτών των φλοϊκών συνάψεων επηρεάζεται και από περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως το στρες ή και ενδογενείς όπως το οξειδωτικό στρες (Jay et al., 2004), που επίσης έχει αποδειχθεί πως παίζει έναν από τους καθοριστικότερους ρόλους σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις όπως η κατάθλιψη (Gotlib, Joormann, Minor & Hallmayer, 2008), η σχιζοφρένεια (Spring, 1981· Potvin et al., 2008· Bitanihirwe & Woo, 2011), η διπολική διαταραχή (Andreazza et al., 2008· Wang, Shao, Sun & Young, 2009) και άλλες. Υπάρχουν ενδείξεις κατά τις οποίες η κοιλιακή καλυπτρική περιοχή ενεργοποιείται κατά την έκθεση σε στρεσογόνους παράγοντες, πειραματικά (Niehaus, Murali & Kauer, 2010).

Η διέγερση της περιοχής αυτής προκαλεί μία αυξημένη ροή ντοπαμίνης στον προμετωπιαίο φλοιό, η οποία αυξάνει τη χρονική διάρκεια της επικοινωνίας ανάμεσα στις συνάψεις που συνδέουν τον ιππόκαμπο και τον προμετωπιαίο φλοιό. Αντίθετα, έχει δοκιμαστεί και η εξάντληση των επιπέδων ντοπαμίνης στον φλοιό με αποτέλεσμα μία εξαιρετικά μεγάλη μείωση της επικοινωνίας στις εν λόγω συνάψεις.

Η μελέτη της νευρικής πλαστικότητας σε αυτές τις περιοχές είναι σημαντική για τη διερεύνηση της επικοινωνίας μεταξύ του ιπποκάμπου και του προμετωπιαίου φλοιού, αφού αυτές οι συνδέσεις συμμετέχουν ενεργά σε γνωστικές δεξιότητες (Jay et al., 2004), πολλές από τις οποίες είναι χρήσιμες και στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας. Η ψυχοθεραπεία σε διαταραχές που επηρεάζουν τον ιππόκαμπο και τον προμετωπιαίο φλοιό, έχει δείξει θετικά αποτελέσματα όπως η μείωση της υπερδραστηριότητας του δεξιού ραχιαίου πλάγιου προμετωπιαίου φλοιού και του ιπποκάμπου στις φοβίες, εξισορρόπηση της υποαιμάτωσης του πρόσθιου προμετωπιαίου φλοιού και του υπερμεταβολισμού του πλάγιου προμετωπιαίου φλοιού στην κατάθλιψη κ.ά (Linden, 2006).

Η ενήλικη νευρογένεση, η διαδικασία κατά την οποία δημιουργούνται νέοι νευρώνες κατά την ενήλικη περίοδο, έχει εντοπιστεί στην περιοχή του ιπποκάμπου. Έχουν εντοπιστεί δύο πολύ συγκεκριμένες περιοχές όπου λαμβάνει χώρα η νευρογένεση στον ενήλικο εγκέφαλο: στη στιβάδα των κοκκωδών κυττάρων του οσφρητικού βολβού και στην οδοντωτή έλικα του ιπποκάμπου. Δεν έχει εντοπιστεί παραγωγή νέων νευρώνων σε άλλες περιοχές.

Μάλιστα η ήδη αποδεδειγμένη νευρογένεση στις παραπάνω δομές είναι αρκετά περιορισμένη αλλά διαθέτει το πλεονέκτημα να προσαρμόζει τους νέους νευρώνες στα παρακείμενα κυκλώματα. Η διαδικασία της νευρογένεσης έχει ως εξής: στην περιοχή της υποκοιλιακής ζώνης του ενήλικα, κοντά στον ιππόκαμπο, διατηρούνται τα νευρικά βλαστικά κύτταρα (neural stem cells), μία ομάδα κυττάρων που «αυτό-ανανεώνονται» και διαιρούνται συμμετρικά ή ασύμμετρα και παράγουν νέα βλαστικά κύτταρα, νευρώνες, αστροκύτταρα και ολιγοδενδρογλοιακά κύτταρα.

Τα βλαστικά κύτταρα βέβαια μπορούν να απομονωθούν κι από τον πρόσθιο εγκέφαλο, την παρεγκεφαλίδα, τον μέσο εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, όμως σε αυτές τις τοποθεσίες δεν διαιρούνται. Η αύξηση, έστω και περιορισμένη, των νευρικών κυττάρων και άρα και των συνάψεων στον ενήλικο εγκέφαλο, είναι μία πολύ χρήσιμη και σημαντική προοπτική για μία περαιτέρω γνωστική ανάπτυξη (μάθηση και μνήμη) στην οποία στοχεύει η ψυχοθεραπεία (Purves et al., 2010).

Ήδη από τον 18ο αιώνα, ο Jean-Jacque Rousseau (1712-1778), είχε εκφράσει την άποψη ότι η εξάσκηση των νοητικών λειτουργιών αποτελεί έναν τρόπο ανάπτυξης του εγκεφάλου. Η άποψη αυτή συμφωνεί με την περαιτέρω διερεύνηση του νευροεπιστημονικού υποβάθρου της ψυχοθεραπείας ώστε να δημιουργηθούν συγκεκριμένοι τρόποι-τεχνικές για την ανάπτυξη των δυνατοτήτων του εγκεφάλου (Rossi & Rossi, 2008).

Δεν θα έπρεπε να παραλειφθεί και ο παράγοντας της ηλικίας καθώς είναι πλέον επιστημονικά αποδεκτό πως η ενήλικη νευρογένεση μειώνεται με το πέρασμα των χρόνων και την πορεία προς την τρίτη ηλικία και μάλιστα απότομα. Σε αυτή την ταχεία εκφύλιση το περιβάλλον μπορεί να αποτελέσει εξισσοροπιστικό παράγοντα.

Πειράματα με ποντίκια που εκτίθεντο σε ένα εμπλουτισμένο με δραστηριότητες περιβάλλον σε ηλικιακό διάστημα 10 έως 20 μηνών, επέδειξαν πενταπλάσια νευρογένεση στον ώριμο ιππόκαμπο τους σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.

Στον άνθρωπο, η ενασχόληση με πνευματικές και σωματικές δραστηριότητες έχει μειώσει τις εκφυλιστικές επιπτώσεις και τα νευρολογικά ελλείμματα νευρολογικών διαταραχών. Αυτά τα γνωστικά ελλείμματα όμως δεν είναι υπάρχουν μόνο σε νευρολογικές διαταραχές αλλά και σε ψυχιατρικές. Για παράδειγμα στη Μείζονα Καταθλιπτική Διαταραχή όπου ο ιππόκαμπος παρουσιάζει έντονη δυσλειτουργία, προκαλώντας γνωστικές δυσλειτουργίες, η ρύθμιση της νευρογένεσης έχει καταστεί αδύνατη.

Τα γλυκοκορτικοειδή είναι οι βασικοί ρυθμιστές της κυτταρικής καταστροφής στον ιππόκαμπο και παρουσιάζουν αρνητική συσχέτιση με την ενήλικη νευρογένεση. Το χρόνιο στρες, ένας περιβαλλοντικός παράγοντας που αυξάνει τα επίπεδα της κορτικοστερόνης, επηρεάζει αρνητικά τη νευρογένεση (Kempermann, Gast & Gage, 2002). Μάλιστα το στρες αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο της συσχέτισης της νευρογένεσης με την κατάθλιψη.

Οι ακριβείς μηχανισμοί βέβαια δεν είναι πλήρως γνωστοί όμως έχει γίνει κατανοητό πως το στρες μειώνει τη νευρογένεση στον ιππόκαμπο. Αφού το στρες αποτελεί κι αίτιο της κατάθλιψης, τότε η σύνδεση στρες-νευρογένεσης-κατάθλιψης είναι εγγύς. Επίσης σε πειράματα με ζωικά μοντέλα, παράγοντες που βελτίωσαν τα καταθλιπτικά συμπτώματα, όπως εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, ηλεκτροσπασμωθεραπεία, άσκηση, εμπλουτισμός περιβάλλοντος, ενίσχυσαν και τη νευρογένεση.

Αντιθέτως, η πειραματική παρεμπόδιση της νευρογένεσης μείωσε την απόκριση των ζώων στη θεραπεία με αντικαταθλιπτικούς πράκτορες (Becker & Wojtowicz, 2007). Συμπερασματικά, η ενασχόληση με δραστηριότητες που μειώνουν το στρες όπως η ψυχοθεραπεία, προάγει τη νευροπλαστικότητα μέσω της νευρογένεσης (Kempermann, Gast & Gage, 2002).

Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα στο Περιοδικό "Ψυχολογία" : Το νευροεπιστημονικό υπόβαθρο της ψυχοθεραπείας: μηχανισμοί και εγκεφαλικές δομές που επηρεάζονται από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...