Μαριάννα Δραγασάκη

Ποιος αποφασίζει τελικά στην οικογένεια και με ποια κριτήρια;

Ποιος αποφασίζει τελικά στην οικογένεια και με ποια κριτήρια;

Μαριάννα Δραγασάκη
αγοράκι που κοιτάει μια οικογένεια σε μια προβλήτα

Παλαιότερα στην Ελλάδα, αρκετά παιδιά βίωσαν σκληρές καταστάσεις λόγω πολέμων και δύσκολων συνθηκών διαβίωσης. Είδαν εικόνες και έζησαν εμπειρίες που κανένα παιδί δε χρειάζεται να βιώσει. Μετά από αυτή την πολύ σκληρή περίοδο περάσαμε στο άλλο άκρο: να μην στεναχωρήσουμε το παιδί. Τι τελικά χρειάζεται να αποκαλύπτουμε στα παιδιά και τι να κρατάμε κρυφό;


Πρόσφατα είχα μια συζήτηση με μια συνάδελφο για το τι είναι καλύτερο για ένα παιδί σχετικά με το αν μπορεί να παραβρεθεί σε μια κηδεία. Με αφορμή αυτό το γεγονός, άρχισα να αναρωτιέμαι τι αποκαλύπτουμε τελικά στα παιδιά και τι κρατάμε κρυφό, αν τα ενημερώνουμε και αν λαμβάνουμε υπόψη μας την γνώμη τους.

Παλαιότερα στην Ελλάδα, αρκετά παιδιά βίωσαν σκληρές καταστάσεις λόγω πολέμων και δύσκολων συνθηκών διαβίωσης. Είδαν εικόνες και έζησαν εμπειρίες που κανένα παιδί δε χρειάζεται να βιώσει. Παρευρίσκονταν σε γεγονότα γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα να είναι κάπου αλλού, κι ας μην μπορούσαν ή ήξεραν πώς να τα διαχειριστούν. Μετά από αυτή την πολύ σκληρή περίοδο περάσαμε στο άλλο άκρο και δικαιολογημένα, όπου υπήρχε η νοοτροπία, να μην στεναχωρήσουμε το παιδί.

Υπήρχε το ψέμα και η ανακρίβεια σε όλο το μεγαλείο της. Αν δεν τρώγαμε το φαΐ μας, κάποιος άλλος θα το έτρωγε, κάποιος θα το έπαιρνε, κάποιος θα έκανε κακό στους γονείς μας που δεν μας τάιζαν όσο έπρεπε. Αν κάποιος πέθαινε, μας έλεγαν πως έφυγε, πήγε ταξίδι, κάποτε θα έρθει και τελικά δεν ερχόταν ποτέ. Όταν οι γονείς τσακωνόντουσαν και ρωτάγαμε γιατί τσακωνόντουσαν, η απάντηση ήταν «δεν τσακωνόμαστε, μιλάμε». Για να μην αναφερθώ στο ότι τα παιδιά τα φέρνει ο πελαργός, στο πως εξηγούμε το διαζύγιο, την υιοθεσία και πόσα ακόμη παραδείγματα.

Αιτίες για τα ψέματα ή τις ανακρίβειες συνήθως είναι η δυσκολία των ενηλίκων να εξηγήσουν στα παιδιά ή να σχετιστούν με το συγκεκριμένο ζήτημα. Δυστυχώς αυτή η δυσκολία, δημιουργεί μεγάλη σύγχυση στον ψυχικό κόσμο των παιδιών, μιας και αντιλαμβάνονται και μπορούν να κατανοήσουν πολλά περισσότερα από όσα νομίζουμε. Φυσικά ανάλογα με το νοητικό επίπεδο και την ηλικία, χρειάζεται να προσαρμόσουμε όσα πρόκειται να τους πούμε. Για παράδειγμα ο τρόπος που θα εξηγήσουμε σε ένα παιδάκι τεσσάρων ετών, ότι οι γονείς του χωρίζουν ή πως ο παππούς του πέθανε, είναι τελείως διαφορετικός από αυτόν που θα χρησιμοποιήσουμε σε ένα παιδί δέκα ετών. Σε κάθε ηλικία το ψέμα είναι ψέμα και δημιουργεί προβλήματα, τα οποία συνήθως διαιωνίζονται.

Με το να μην μιλάμε ειλικρινά σε ένα παιδί για όσα συμβαίνουν στο σπίτι του ή στον ευρύτερο κοινωνικό του περίγυρο, του απαγορεύουμε να σχετιστεί και να αισθανθεί όσα συμβαίνουν. Να βιώσει συναισθήματα και να μάθει να τα διαχειρίζεται. Επίσης, το να βλέπει τους γύρω του λυπημένους ή θυμωμένους αλλά να μην μπορεί να καταλάβει το γιατί, σίγουρα του δημιουργεί απορία, μπέρδεμα και θυμό. Για να μπορέσει όμως το παιδί να βιώσει ελεύθερα τα συναισθήματά του, σημαίνει πως οι ενήλικοι από τους οποίους περιτριγυρίζεται μπορούν και εκείνοι να βιώσουν τα δικά τους και να αντέξουν τα συναισθήματα του παιδιού τους. Να επιτρέπουν στο παιδί τους να κλαίει, να απογοητεύεται, να αποτυγχάνει, όπως και να χαίρεται, να γελά, να είναι περήφανο.

Αρκετές φορές μπορεί να νομίζουμε πως «προστατεύουμε» το παιδί μη αφήνοντάς το να πονέσει, ενώ στην ουσία δεν του επιτρέπουμε να βιώσει τον πόνο. Ίσως είναι και η δική μας δυσκολία, να σταθούμε δίπλα σε κάποιον που πονά. Άλλες φορές ο φόβος μας μη συμβεί κάτι «κακό» στο παιδί μας, μας κάνει υπερπροστατευτικούς. Πόσο πιο απελευθερωτικό θα ήταν να μπορούσαμε να μάθουμε στο παιδί μας να προστατεύει τον εαυτό του, να βιώνει τα συναισθήματά του, να μαθαίνει από τις αποτυχίες και τα λάθη του. Πόσο έτοιμοι όμως είμαστε να το κάνουμε αυτό; Πώς σχετιζόμαστε εμείς με όλα αυτά και ποια τελικά είναι η δική μας θέση απέναντι σε αυτά τα ζητήματα; Είμαστε άραγε έτοιμοι να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα;

Νομίζω αρχικά χρειάζεται να δούμε που τελειώνουμε εμείς και που αρχίζει το παιδί μας. Πως είμαστε δύο διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικές προσωπικότητες. Το ότι εγώ αισθάνομαι ανασφάλεια, διότι χώρισα, δε σημαίνει πως δε θα αφήνω το παιδί μου να γυρνά μόνο από το σχολείο, μήπως και του συμβεί κάτι άσχημο. Το ότι δεν μου επιτράπηκε να πάω στην κηδεία του πατέρα μου μικρή, δε σημαίνει πως θα πάρω το μόλις τριών χρονών παιδί μου σε μια κηδεία για να βιώσει όσα δεν μπόρεσα να βιώσω εγώ και πόσα ακόμη παραδείγματα. Χρειάζεται να διαχωρίσω τη θέση μου, να μπορέσω να ακούσω το παιδί μου, τι θέλει, τι μπορεί να αντέξει, τι ζητά, ποιες είναι οι ανάγκες του. Μια ειλικρινής σχέση δημιουργεί ασφάλεια και έδαφος για να συζητηθούν πολλά. Μια σχέση εμπιστοσύνης, χωρίς κριτική, αλλά με σαφή όρια, βοηθούν στο να θέσει ο καθένας τις ανάγκες του.

Φυσικά, δεν είναι πάντα όλα τόσο ευδιάκριτα και απλά. Τα συναισθήματα, τα βιώματα, οι αναμνήσεις, αλλά και οι ρόλοι που μπαίνουμε καθημερινά ως ενήλικες μας μπερδεύουν αρκετές φορές. Ούτε είμαστε κάθε στιγμή έτοιμοι να βρεθούμε μπροστά στην αλήθεια. Ακόμη και αυτό όμως είναι αποδεκτό, είναι η πραγματικότητά μας και οφείλουμε να τη σεβαστούμε. Η πραγματικότητά μας είναι ότι δε γνωρίζουμε τα πάντα, είναι ότι δεν ξέρουμε πώς να συνδεθούμε με όλα αυτά, είναι ότι καθημερινά δοκιμαζόμαστε και μαθαίνουμε. Αρκεί να είμαστε ανοιχτοί, ανοιχτοί να συνδεθούμε με ειλικρίνεια και αγάπη.

Ετικέτες: οικογένεια, παιδί
Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...