PsychologyNow Team

Έχουμε ελευθερία της βούλησης και πόση;

Έχουμε ελευθερία της βούλησης και πόση;

PsychologyNow Team
άνδρας σκέφτεται πόση ελευθερία της βούλησης έχει
Image credit: wirestock / freepik.com

Το παρόν άρθρο καταδεικνύει πως η ελευθερία της βούλησης του ατόμου περιορίζεται από πλείστους όσους παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο χαρακτηρισμός «ελεύθερη» να μην μπορεί να θεωρηθεί δόκιμος.


Θα δεχθούμε ως «ελευθερία της βούλησης» «την ικανότητα του συνειδητού ατόμου να λαμβάνει αποφάσεις ή να πράττει ανεξάρτητα, χωρίς περιορισμούς ή παρεμβάσεις». Στο παρόν άρθρο δείχνουμε πως η ελευθερία της βούλησης του ατόμου περιορίζεται από πλείστους όσους παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο χαρακτηρισμός «ελεύθερη» να μην μπορεί να θεωρηθεί δόκιμος. Ακόμα και ο καταλογισμός ευθύνης στο άτομο για τη συμπεριφορά του καθίσταται προβληματικός.

Παράλληλα, επιχειρηματολογούμε ενάντια στις απόψεις ορισμένων φυσικών και νευροεπιστημόνων ότι η ελευθερία της βούλησης είναι ολοκληρωτικά ψευδαίσθηση. Υποστηρίζουμε τελικά ότι, αν και η πλήρης ελευθερία της βούλησης είναι όντως ψευδαίσθηση, η άποψη ότι είμαστε αυταπατώμενα αυτόματα δεν αποδεικνύεται επιστημονικά. Εικάζουμε πως το σκεπτόμενο άτομο έχει, υπό προϋποθέσεις, κάποιες δυνατότητες επιλογής.

Οι αναμφίβολοι περιορισμοί της ελευθερίας της βούλησης

Δεχόμαστε ως «ελευθερία της βούλησης»: «την ικανότητα του συνειδητού ατόμου να λαμβάνει αποφάσεις ή να πράττει ανεξάρτητα, χωρίς περιορισμούς ή παρεμβάσεις». Όπως θα δείξουμε, οι περιορισμοί και καταναγκασμοί της βούλησης είναι τόσοι πολλοί ώστε δεν μπορεί να σταθεί ο χαρακτηρισμός της βούλησης του ανθρώπου ως «ελεύθερη».

Η βούληση, η λήψη αποφάσεων που λαμβάνει ένα άτομο προφανώς εξαρτάται: α. από τη δομή και λειτουργία του νευρικού συστήματος και του οργανισμού, όπως και τις βιολογικές του ανάγκες, β. από το περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό, τα εκμαθημένα μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς, γ. από το τυχαίο και τη συγκυρία και δ. από τις πληροφορίες που διαθέτει. Για τη δομή και λειτουργία του οργανισμού σημαντικό ρόλο έχουν η κληρονομικότητα και οι περιβαλλοντικές επιρροές ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής. Το άτομο δεν έχει κανένα ρόλο ούτε στην κληρονομικότητα του ούτε στο περιβάλλον που το διαμορφώνει.

Και αργότερα, κατά την ενήλικη ζωή, οι περισσότερες φυσικές, βιολογικές και κοινωνικές παράμετροι είναι επίσης εν πολλοίς έξω από τον έλεγχο του ατόμου, όπως εξ’ άλλου και το τυχαίο και το συγκυριακό, τα οποία έχουν τεράστιο ρόλο στη ζωή όλων. Κι επειδή αυτά έχουν μείζονα συνεισφορά στη λήψη των αποφάσεων που λαμβάνει ένα άτομο, καθίσταται προφανές πως η βούληση του είναι εν πολλοίς καθοριζόμενη από παράγοντες που δεν ορίζει.

Χρησιμοποιώντας ενδεικτικά παραδείγματα αντί για ατελείωτες επεξηγήσεις για πράγματα που θεωρούμε προφανή, θα λέγαμε πως οι αποφάσεις για πλείστα όσα θέματα θα είναι διαφορετικές για:

  • ένα άτομο που κληρονομεί γονίδια «καλά» και μεγαλώνει αναπτύσσοντας υψηλή νοημοσύνη, σε σχέση με ένα άτομο, που για οποιονδήποτε λόγο, παρουσιάζει νοητικά προβλήματα,
  • τον πεινασμένο, το διψασμένο, τον άρρωστο, τον παγιδευμένο στα χαλάσματα, σε σχέση με εκείνον που δεν ενοχλείται από κανένα σήμα κινδύνου και νιώθει καλά
  • τους Ινουίτ των πάγων σε σχέση με τους Βεδουΐνους της ερήμου, είτε σε σχέση με τους ιθαγενείς στου Αμαζονίου είτε σε σχέση με τον κάτοικο της μεγαλούπολης κλπ.
  • τα σιαμαία αδέλφια σε σχέση με συνηθισμένα αδέλφια
  • ένα άτομο που μεγάλωσε σε καταυλισμό Ρομά, σε σχέση με ένα άλλο των σαλονιών
  • τον πληροφορημένο σε σχέση με τον απληροφόρητο (για την πορεία μπρος ή πίσω αν δεν βλέπεις- ξέρεις προς τα πού είναι ο γκρεμός, για την ανάληψη της ευθύνης ενός σκάφους του οποίου ο πιλότος παθαίνει ανακοπή, για τον χειρισμό ενός προβλήματος υγείας, για τις μετοχές στο χρηματιστήριο κλπ., κλπ.)

Δεν μπορούμε επειδή το θέλουμε να πετάξουμε, να μην αναπνέουμε, να μην λαμβάνουμε ενέργεια από τροφές, να μην αφοδεύουμε κλπ. Οι περιορισμοί στο τι μπορούμε να θέλουμε είναι εξαιρετικά πολλοί, αν και δεν τους συνειδητοποιούμε, έχοντας μάθει να ζούμε με αυτούς[1].

Η γυναίκα της ανατολής μπορεί να νιώθει και να διαβεβαιώνει τους άλλους πως είναι προσωπική της επιλογή να φορά μπούργκα ή μαντήλα και να κάνει κλειτοριδεκτομή. Εμείς απ’ έξω, νιώθουμε βέβαιοι πως δεν είναι δική της επιλογή- ασχέτως αν θεωρούμε ως δικές μας επιλογές όλα όσα έχουμε μάθει εμείς να κάνουμε και να πιστεύουμε…

Τι επιλογές έχει ένα άτομο μιας φτωχής αγροτικής οικονομίας τριτοκοσμικής χώρας ή ένας εργάτης μιας βιομηχανικής στον χειρισμό του προσωπικού του χρόνου, στην αυτοδιάθεση των δυνατοτήτων του; Τι επιλογές έχει ο άνθρωπος που οι αρρώστιες και οι θεομηνίες έχουν επιβάλει το τραγικό στη ζωή του;

Για καθέναν από τους παραπάνω παράγοντες θα μπορούσε να γραφεί βιβλίο χωριστό, το να επεκταθούμε στο άρθρο αυτό όμως είναι μάλλον περιττό.

Οι εκ των έσω περιορισμοί έχουν όμως κι άλλες διαστάσεις. Ένας φίλος γυμναστής τον οποίο ρώτησα τι νομίζει σχετικά με την ελευθερία της βούλησης, μου απάντησε: Ότι δεν έχουμε. Εγώ π.χ., προσπαθώ να ξεχάσω ένα φίλο που πέθανε και δεν το καταφέρνω. Οι ψυχαναγκαστικές σκέψεις, οι εμμονές, οι μετατραυματικές διαταραχές, οι αδικαιολόγητοι φόβοι, οι φοβίες, οι τραγικές υπαρξιακές δοξοθυμίες κλπ., υπογραμμίζουν με έναν πιο δραματικό τρόπο τους περιορισμούς της «ελευθερίας» της βούλησης. Και προφανώς τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο σε κάποιους «διαταραγμένους» αλλά όλους τους ανθρώπους, στον ένα ή τον άλλο βαθμό.

Στις περιπτώσεις των νευροψυχολογικών νοσημάτων όπως οι άνοιες, η Πάρκινσον, το σύνδρομο Tourette, η σκλήρυνση κατά πλάκας, μορφές επιληψίας, η σχιζοφρένεια, ο αυτισμός κλπ., η έννοια της ελευθερίας της βούλησης δέχεται μεγαλύτερο πλήγμα. Το άτομο εκτελεί συμπεριφορές στις οποίες ενεργά νιώθει να «μην συμφωνεί».

Δάσκαλος, 40 περίπου χρόνων, στη Βιρτζίνια συνελήφθη και καταδικάστηκε για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκων. Τελευταία, επισκεπτόταν σελίδες πορνογραφικές και έκανε σεξουαλικές προτάσεις τόσο σε ανήλικα κορίτσια όσο και στη θετή του κόρη, ενώ προσπάθησε να βιάσει και τη σπιτονοικοκυρά του. Ο άνθρωπος αυτός αρνιόταν προηγούμενη έλξη για παιδιά και δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ κοινωνικά ή συζυγικά προβλήματα. Ο ασθενής έκανε πολλά για να κρύψει τις δραστηριότητές του επειδή ένιωθε ότι ήταν απαράδεκτες.

Ωστόσο, συνέχισε να ενεργεί με βάση τις σεξουαλικές του παρορμήσεις, δηλώνοντας ότι «η αρχή της ευχαρίστησης υπερίσχυε» των προσπαθειών να περιορίσει την παρόρμησή του. Μετά την καταδίκη του, με αφορμή πονοκέφαλο και προβλήματα ισορροπίας, βρέθηκε τεράστιος όγκος στον μετωπιαίο φλοιό, που συμπίεζε τα πάντα γύρω του. Όταν αφαιρέθηκε ο όγκος, η υπερσεξουαλική συμπεριφορά εξαφανίστηκε. Όταν ο όγκος αναπτύχθηκε ξανά τον επόμενο χρόνο, επέστρεψαν πάλι ανάλογα συμπτώματα. Όταν ο όγκος αφαιρέθηκε ξανά, τα συμπτώματα εξαφανίστηκαν πάλι. Τι μπορούμε άραγε να πούμε για τη «βούληση» αυτού του ανθρώπου; (Burns και Swerdlow, 2003)

«Μια ακραία περίπτωση» θα μπορούσε να πει κάποιος. Όπως ακραίες όμως είναι όλες οι περιπτώσεις των μανάδων «Μηδειών» που σκοτώνουν τα παιδιά τους αλλά και τόσων ανθρώπων με «ψυχιατρικά προβλήματα» που σκοτώνουν τους γονείς τους ή παίρνουν το όπλο και πυροβολούν όποιον βρουν. Μειωμένη ευθύνη για τις πράξεις τους αναγνωρίζει επίσης η Δικαιοσύνη πολλών χωρών, σε περιπτώσεις ανηλίκων, ψυχιατρικά ασθενών, σε άτομα που βρίσκονται υπό την επήρεια ουσιών ή σε αναβρασμό ψυχής. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις θεωρείται ότι το άτομο δεν είχε «ελευθερία βούλησης» και οδηγήθηκε στην ειδεχθή πράξη χωρίς να έχει την πλήρη ευθύνη της. Στην περίπτωση ανηλίκου θεωρείται πως το άτομο δεν έχει ακόμα αναπτύξει τη νοητική ωριμότητα και τη γνωστική επάρκεια και άρα δεν είναι πλήρως υπεύθυνο για τις αποφάσεις και τις πράξεις του.

Ο Rhys Mathews (1979) έχει περιγράψει έναν κατάδικο υπερσεξουαλικό και επιθετικό στον οποίο και η υπερσεξουαλικότητα και η επιθετικότητα υποχωρούσαν σημαντικά όταν του χορηγούνταν αντιανδρογόνα. Η τεστοστερόνη εκκρινόταν σε πολύ υψηλά επίπεδα σε αυτό το άτομο. Με τη δράση της αντιανδρογόνου ουσίας καθίστατο ικανός να συναναστρέφεται συγκρατούμενούς του χωρίς να καυγαδίζει μαζί τους, αλλά και βίωνε σημαντική μείωση της σεξουαλικής του ορμής.

Εδώ όμως τα πράγματα παίρνουν μια άλλη διάσταση. «Δεν είσαι ο εαυτός σου όταν πεινάς» λέει μια πολύ έξυπνη διαφήμιση για ένα σοκολατούχο γλυκό. Σε μια εξαιρετικά διαφωτιστική μελέτη οι Danziger και συνεργάτες (2011) έδειξαν πόσο δέσμιες της βιολογικής μας υπόστασης είναι οι αποφάσεις που λαμβάνουμε. Μελετώντας τα λεπτομερή πρακτικά από τις εγκρίσεις αποφυλακίσεων που εξέταζαν 8 ισραηλινοί δικαστές, βρήκαν ότι από το 35% που εγκρίνονται, λίγο πριν το γεύμα οι εγκρίσεις είναι περίπου 0%, ενώ έπειτα από κάθε γεύμα αυξάνονται στο 65%. Οι κουρασμένοι και πεινασμένοι δικαστές τείνουν να στρέφονται προς την ευκολότερη προεπιλεγμένη θέση- την άρνηση της υπό όρους αποφυλάκισης σχολιάζει ο νομπελίστας Daniel Kahneman (2013). Ας αναλογιστούμε: ποιος θα τολμούσε να πει σε αυτούς τους δικαστές ότι δεν κρίνουν καθόλου «αντικειμενικά» και πως η κρίση τους για τόσο σοβαρές υποθέσεις για τις ζωές άλλων εξαρτώνται τόσο πολύ από το αν πεινάνε ή είναι κουρασμένοι;

Μετά από αυτό δεν μπορεί να μην θυμηθούμε τον Όλιβερ Σακς, που σημείωνε: Κατάλαβα νωρίς, με τρόμο, ότι ο κόσμος μας χτίζεται και γκρεμίζεται πάνω στο νευρικό μας σύστημα. Όλοι οι βιοχημικοί περιορισμοί του νευρικού μας συστήματος υπογραμμίζουν ταυτόχρονα περιορισμούς της ελευθερίας για τη βούλησή μας. Ίσως ποτέ δεν θα είμαστε σε θέση να συνυπολογίζουμε τον ρόλο μιας ίωσης, ενός γεύματος και των φυτοφαρμάκων που περιείχε, των μικροπλαστικών, του καιρού, της ώρα της ημέρας, του εν τω βάθει άλγους, της παρωνυχίδας, στις αποφάσεις μας. Όλα αυτά και αμέτρητα άλλα, συνιστούν ένα πολύπλοκο και χαοτικό ενίοτε σύστημα που λαμβάνει αποφάσεις, φαινομενικά ελεύθερες.

Πριν πάμε όμως να δώσουμε την δική μας τελική ετυμηγορία για το αν υπάρχει και πόση ελευθερία βούλησης του ανθρώπου, ας δούμε αν η Φυσική και η Νευροεπιστήμη έχουν την αρμοδιότητα να αποκλείουν παντελώς κάθε συζήτηση επί του θέματος της ελευθερίας της βούλησης, καθιστώντας άχρηστο τον περαιτέρω προβληματισμό.

Αποκλείει η Φυσική την «ελευθερία της βούλησης»;

Με έναν γενικό αφορισμό, θα μπορούσαμε να πούμε απλά όχι. Η Φυσική μπορεί να μας πει αρκετά για τις αλληλεπιδράσεις των μορίων[2], ατόμων και ιόντων του εγκεφάλου. Αλλά, εν όσω κανείς δεν γνωρίζει πώς η συνείδηση προκύπτει από το εγκεφαλικό υλικό (αν θεωρηθεί πως όντως ο εγκέφαλος δημιουργεί την συνείδηση), δεν μπορούμε να ξέρουμε τι διαμεσολαβείται. Τι είναι αυτό που μπορεί να διαδραματίζεται στα νευρικά κύτταρα, στις συνάψεις ή στα δίκτυα, έτσι που να προκύπτει μια ιδιότητα, όπως η συνείδηση, που δεν είχαν αυτά τα υλικά, δεν το ξέρει κανείς. Αυτό και μόνο το γεγονός αρκεί για να απορριφθεί κάθε τελεσίδικη απόφανση περί των ιδιοτήτων της συνείδησης, άρα και ο αποκλεισμός όποιας ελευθερίας βούλησης, με βάση τη Φυσική.

Γιατί απλά, όπως προκύπτει αυτή η παράξενη ιδιότητα της συνείδησης (και αυτοσυνείδησης), η οποία είναι μια ιδιότητα που δεν συναντάται πουθενά αλλού στα φυσικά φαινόμενα, έτσι μπορεί και να προκύπτει και η ιδιότητα της βούλησης, που επίσης δεν συναντάται πουθενά αλλού στον φυσικό κόσμο και φαίνεται αντίθετη με τους «άκαμπτους νόμους» της φυσικής.

Ας θυμηθούμε πως από «αιτιοκρατικούς» νόμους (όπως οι κρούσεις σφαιρών) προκύπτει το τυχαίο στην κλήρωση του λόττο, ενώ, παρά την αρχή της αβεβαιότητας στον μικρόκοσμο, συναντάμε μεγάλο πλήθος μακροκοσμικών κανονικοτήτων και "βέβαιων" νόμων. Και μόνο αυτά τα προφανή είναι ικανά για να μας υποδείξουν ότι θα μπορούσε να συμβαίνει «κάτι» στο επίπεδο της Φυσικής των σωματίων του εγκεφάλου και πιθανότερα στο επίπεδο των νευρωνικών δικτύων, και να προκύπτει αυτό το τόσο διαφορετικό, η συνείδηση και η βούλησή της. Νομίζω, λοιπόν, πως όσοι συζητάνε την ελευθερία της βούλησης στο επίπεδο της Φυσικής, απλά, δεν νομιμοποιούνται να το κάνουν. Θα εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο στα σχετικά επιχειρήματα.

Ας κάνουμε μια παρένθεση. Τα όποια επιχειρήματα για τη συνείδηση και τη βούληση, προφανώς, μπορεί να ενδιαφέρουν μόνο όσους αποδέχονται ότι οι ψυχονοητικές λειτουργίες του ατόμου είναι προϊόντα της λειτουργίας του εγκεφάλου. Για όσους πιστεύουν πως η ψυχή του ανθρώπου είναι κάτι ξεχωριστό από το υλικό του εγκεφάλου, η σχετική επιχειρηματολογία δεν έχει καμιά αξία. Oι ενδείξεις ότι υπάρχει σχέση των ψυχονοητικών λειτουργιών με τον εγκέφαλο είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί.

Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο ή οποιαδήποτε βλάβη στο υλικό του εγκεφάλου έχει επιπτώσεις στις ψυχονοητικές λειτουργίες, που μπορεί να φτάσουν ακόμα και στο επίπεδο της πλήρους ακύρωσής τους. Οι επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι ψυχοτρόπες ουσίες, είτε ο απ’ ευθείας ερεθισμός του εγκεφάλου στις ψυχονοητικές λειτουργίες, αφήνουν επίσης ελάχιστα περιθώρια αμφισβήτησης της άποψης πως οι φυσικοχημικές διεργασίες στον εγκέφαλο είναι άρρηκτα δεμένες με τις ψυχονοητικές. Ωστόσο, οι αρνητές της υπόθεσης ότι ο εγκέφαλος παράγει τα ψυχονοητικά φαινόμενα αντιτείνουν πως και μια βλάβη στα κυκλώματα του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης προκαλούν πρόβλημα στο πρόγραμμα που παίζεται.

Όμως, όπως δεν είναι προϊόν του δέκτη του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης το πρόγραμμα που προβάλλεται, τα οποία είναι μόνο δέκτες σήματος που παράγεται κάπου αλλού, έτσι και η συνείδηση μπορεί να λαμβάνεται στον εγκέφαλο από μια περιοχή «κοσμικής συνείδησης» και να μην είναι προϊόν της λειτουργίας του. Είναι ενδιαφέρον πως την άποψη αυτή υποστήριζε ακόμα και ο Benjamin Libet, ο οποίος ήταν ο νευροεπιστήμονας που έκανε τα πρώτα πειράματα τα οποία θεωρήθηκαν πως έδειχναν ότι δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση, και θα αναφέρουμε παρακάτω.

Κάποιοι λοιπόν από τους επιστήμονες που δέχονται ότι οι ψυχονοητικές λειτουργίες παράγονται από τον εγκέφαλο θέτουν το ερώτημα: αν το υλικό του εγκεφάλου υπακούει στους άκαμπτους αιτιοκρατικούς νόμους της φυσικής πώς μπορεί από αυτό να προκύψει "ελευθερία της βούλησης; Σύμφωνα και με αυτήν την άποψη, η ελευθερία βούλησης είναι μια απλή ψευδαίσθηση. Οι κινήσεις των ιόντων στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου λαμβάνουν χώρα λόγω ηλεκτρικών αλληπιδράσεων, οι οποίες είναι σαφείς και άκαμπτες διεργασίες. Άρα, όπως λένε και οι Hawking- Mlodinow (2010), Είναι δύσκολο να φανταστούμε με ποιο τρόπο μπορεί να λειτουργεί η ελεύθερη βούληση αν η συμπεριφορά μας καθορίζεται από τους φυσικούς νόμους.

Οι Hawking- Mlodinow έχουν δίκιο πως είναι δύσκολο να φανταστούμε με ποιον τρόπο μπορεί να λειτουργεί η ελεύθερη βούληση. Από αυτό όμως το σημείο έως τη διαπίστωση "φαίνεται λοιπόν ότι δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από βιολογικές μηχανές, και η ελεύθερη βούληση δεν αποτελεί παρά μια ψευδαίσθηση" η απόσταση είναι μεγάλη. Από τη διαπίστωση πως είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς μπορεί να λειτουργεί κάτι δεν εξάγεται η βεβαιότητα για το πώς τελικά λειτουργεί.

Παρακάτω, οι ίδιοι συγγραφείς, με έναν πολύ χειρότερο συλλογισμό, δηλώνουν πως εφόσον δεν μπορούμε να επιλύσουμε τις εξισώσεις που καθορίζουν τη συμπεριφορά μας, βασιζόμαστε στην ενεργό θεωρία ότι οι άνθρωποι διαθέτουν ελεύθερη βούληση. Μια τέτοια πρόταση ορθώς συνεπάγεται την επόμενη, την οποία οι ίδιοι διατυπώνουν μετά από 173 σελίδες: Κάθε πολύπλοκο πλάσμα διαθέτει ελεύθερη βούληση- όχι ως θεμελιώδες γνώρισμά του, αλλά ως ενεργό θεωρία, ως παραδοχή της ανικανότητάς μας να κάνουμε τους υπολογισμούς που θα μας επέτρεπαν να προβλέψουμε τις ενέργειές του.

Σύμφωνα λοιπόν με τους Hawking- Mlodinow, εφόσον δεν μπορούμε να λύσουμε τις εξισώσεις και να προβλέψουμε τις ενέργειες μιας μύγας, ή ακόμα και το αν θα έρθει κορώνα ή γράμματα ένα νόμισμα, θα πρέπει να αποδώσουμε ελεύθερη βούληση σε μια μύγα ή σε ένα νόμισμα. Νομίζω ότι δεν είναι αυτός ο καλύτερος τρόπος για να θέτουμε το θέμα…

Επαναλαμβάνουμε: Μέχρι σήμερα, κανείς δεν γνωρίζει με ποιο τρόπο προκύπτουν οι ψυχονοητικές διεργασίες από τον εγκέφαλο (αν όντως). Ιδιαίτερα για τη συνείδηση[3] δεν έχει γίνει καν εφικτός κανένας ανατομικός εντοπισμός της ή εγκεφαλική λειτουργία που θα μπορούσε να αποτελεί το υπόβαθρό της.

Ο Roger Penrose (1997) υποστηρίζει ότι ένα σημαντικό, απολύτως απαραίτητο, στοιχείο λείπει από το σημερινό επιστημονικό οικοδόμημα, που καθιστά αδύνατη τη σχετική κατανόηση. Κάτι τέτοιο φαίνεται πως είναι πολύ πιθανό. Οι άνθρωποι σπεύδουμε να διαμορφώνουμε «τελικές» και «ολοκληρωμένες» θεωρίες ακόμα και για πράγματα που δεν ξέρουμε: από το άπειρο και τη φωτιά του Αναξίμανδρου και τον αέρα του Αναξιμένη, έως το «Μεγάλο Σχέδιο» των Hawking- Mlodinow, αυτό το λάθος γίνεται διαρκώς και κατ’ εξακολούθησιν. Είτε όμως λείπει κάτι είτε έχουμε όλα τα κομμάτια του παζλ, αλλά δεν μπορούμε να τα ταιράξουμε, είναι βέβαιο ότι δεν ξέρουμε πώς προκύπτει η συνείδηση. Όταν όμως δεν ξέρεις τελεσίδικα τι πράγμα είναι κάτι, δεν είναι πιο σοφό να μην αποφαίνεσαι για τις ιδιότητές του;

Οι ψυχονοητικές λειτουργίες είναι τόσο διαφορετικές από το υλικό που τις παράγει που μας βεβαιώνουν ότι έχουν αναδειχθεί ιδιότητες που δεν χαρακτηρίζουν το υλικό που τις παράγει (πάντα εφόσον γίνει αποδεκτό ότι ο εγκέφαλος παράγει τη συνείδηση). Η σκέψη και η φαντασία είναι σίγουρα εξαιρετικά διαφορετικό πράγμα από τα κύτταρα του εγκεφάλου και τις ανταλλαγές ιόντων μεταξύ τους. Γιατί αποκλείεται μια από τις ιδιότητες που έχουν αναδειχθεί να είναι και η δυνατότητα βούλησης στο συνειδητό άτομο; Πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό;

Αν και στα σχετικά θέματα είναι βέβαιο ότι δεν είμαστε καν σε θέση να φανταστούμε πώς θα μπορούσε να γίνεται, ας τολμήσουμε να ψελλίσουμε κάτι. Η αρχή της αβεβαιότητας, η κβαντική διαπλοκή, διεργασίες μη γραμμικές χαρακτηριστικές των πολύπλοκων συστημάτων, ιδιότητες που αγνοούμε στο μικροσκοπικό επίπεδο του εγκεφαλικού υλικού και η δυνατότητα της παραγόμενης σκέψης να αλληλεπιδρά με το υλικό του εγκεφάλου που την παράγει, είναι πράγματα που μπορούμε να πούμε ότι θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην εμφάνιση της νέας ιδιότητας του εγκεφάλου: να παράγει σκέψη που μπορεί να επιλέγει και να μην είναι πλήρως προκαθορισμένη.

Όσον αφορά στη δυνατότητα της παραγόμενης σκέψης να αντεπιδρά με το υλικό που την παρήγαγε, ας τολμήσουμε πάλι να πούμε δυο πράγματα. Ορισμένοι «υλιστές» επιστήμονες χαρακτηρίζουν την συνείδηση «αδρανές επιφαινόμενο»[4]. Δηλαδή, ότι η συνείδηση δεν έχει κανένα ρόλο οπουδήποτε στην συμπεριφορά του ατόμου. Το άτομο συμπεριφέρεται ως αυτόματο. και οι νευρωνικές διεργασίες που καθορίζουν τα πάντα «ενημερώνουν», τρόπον τινά, σε δεύτερο επίπεδο το συνειδητό άτομο, το οποίο νομίζει ότι συνειδητά αποφαίνεται για τη συμπεριφορά του.

Ωστόσο, στη φυσική δεν γνωρίζουμε τίποτε που να προκύπτει από κάτι άλλο και να μην μπορεί να επιδράσει με αυτό που το παρήγαγε. Βλέποντάς το μάλιστα πιο απλά, είναι αναμφίβολο πως υποδεικνύοντας σε έναν άνθρωπο να σκεφτεί κάτι μπορούμε να δούμε στον εγκέφαλό του άμεση διαφοροποίηση και κινήσεις ιόντων που προκλήθηκαν από τη σκέψη αυτή. Οι άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί με την πλαστικότητα του εγκεφάλου μάς βεβαιώνουν πως διαρκώς η σκέψη και η πράξη του ατόμου αλλάζει τον εγκέφαλο (Doidge, 2022).

Γιατί να αγνοήσουμε την εκδοχή ότι η σκέψη μπορεί να προκαλεί αλλαγές στο εγκεφαλικό υλικό; Στην αντίθετη περίπτωση πρέπει να δεχθούμε πως μόνο τα μόρια από τον ήχο του αέρα στα τύμπανα του αυτιού του ατόμου και μετά με μετατοπίσεις πάλι σωματιδίων μόνο προκαλείται η διαφοροποίηση στον εγκέφαλο, ο οποίος ορίζει τη συμπεριφορά «μπαίνοντας στον κόπο» στην περίπτωση του ανθρώπου μόνο, απ’ όλα τα έμβια, να ενημερώσει και τη συνείδηση, για να την ξεγελάσει πως αποφάσισε. Ας θυμηθούμε πως η σχολή της Κοπεγχάγης στην κβαντομηχανική πρότεινε πως ένα σύστημα «αποφασίζει» αν βρίσκεται στην κατάσταση Α ή Β, μετά από την παρέμβαση της συνείδησης του παρατηρητή. Ποιος μπορεί λοιπόν να αποκλείσει ότι η συνείδηση που παράγεται από το υλικό του εγκεφάλου είναι σε θέση να αντεπιδρά με το υλικό που τη δημιούργησε, με τρόπο τέτοιο που να καθιστά το αποτέλεσμα ικανό να υπερβαίνει την «αιτιοκρατία» του υλικού (αν υποτεθεί πως υφίσταται τέτοια);

Ας μην μας διαφύγει: αν τα ψυχονοητικά φαινόμενα προκύπτουν από τον εγκέφαλο, αυτό δεν γίνεται μόνο με τρόπο που δεν ξέρουμε αλλά και με τρόπο ο οποίος είναι μοναδικός σε σχέση με όλα τα γνωστά φαινόμενα στον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Η μοναδικότητα είναι αναμφίβολη για πολλούς λόγους αλλά κυρίως γιατί τα ψυχονοητικά φαινόμενα είναι τα μόνα γνωστά στον κόσμο στα οποία δεν μπορεί να έχει πρόσβαση "εξωτερικός" παρατηρητής. Έχουμε τεχνολογία για να παρατηρούμε τις εγκεφαλικές λειτουργίες ενός ατόμου, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε την ίδια πρόσβαση στις σκέψεις και σε ό,τι αυτό βιώνει. Δεν υπάρχει κανένα άλλο παρεμφερές φαινόμενο στη φύση που να είναι απολύτως απρόσιτο στην παρατήρηση, όποια τεχνολογία κι αν χρησιμοποιηθεί. Το να δεχθούμε λοιπόν την ιδιαιτερότητα των ψυχονοητικών φαινομένων είναι απολύτως επιβεβλημένο.

Αυτό όμως σημαίνει πως κι η εμφάνιση βούλησης είναι δυνατό να ανακύπτει στα ψυχονοητικά φαινόμενα με τρόπο που δεν συναντάται σε κανένα άλλο φαινόμενο στη φύση και δεν μπορεί να εξαχθεί από τις ιδιότητες του εγκεφαλικών υλικών και δραστηριοτήτων. Αν δεν νομιμοποιείται η εξαγωγή συμπερασμάτων για το πώς είναι ο Παρθενώνας ή το Tashmahal από το πώς είναι οι πέτρες στα νταμάρια, ακόμα περισσότερο δεν νομιμοποιείται να εξαγάγουμε κανένα υποστηρικτικό ή καταρριπτικό συμπέρασμα για τη βούληση με βάση τις ιδιότητες των υλικών (τις οποίες μάλιστα εν πολλοίς αγνοούμε) από τα οποία αποτελείται ο εγκέφαλος.

Θα πρέπει να επισημάνουμε ακόμα κάτι που συνήθως διαφεύγει στις σχετικές συζητήσεις. Η "ελευθερία της βούλησης" δεν είναι δύσκολο να προκύψει μόνο στην περίπτωση που το εγκεφαλικό υλικό κινείται από άκαμπτους φυσικούς νόμους, αλλά κι αν ακόμα δεχθούμε πως το τυχαίο είναι κυρίαρχο για το υλικό της εγκεφαλικής ουσίας. Η "ελευθερία της βούλησης" φαίνεται όντως δύσκολο να αναδύεται από υλικά που κινούνται είτε άκαμπτα είτε τυχαία. Αν υπάρχει δυνατότητα της βούλησης του ανθρώπου να επιλέγει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες εναλλακτικές εκδοχές, προϋποθέτει πως η τελική έκβαση δεν είναι ούτε εκ των προτέρων καθορισμένη ούτε απόλυτα αποτέλεσμα τύχης.


Διαβάστε σχετικά: Η ελευθερία της επιλογής


Αποκλείει η νευροεπιστήμη την «ελευθερία της βούλησης;»

Η αμφισβήτηση αρκετών νευροεπιστημόνων για το αν υφίσταται οποιαδήποτε ελευθερία της βούλησης δεν είναι αστήρικτη (δες π.χ. Wegner, 2002 και Roser & Gazzaniga 2005). Οι άνθρωποι σε πάρα πολλές περιπτώσεις λειτουργούμε σαν αυτόματα. Το ότι πιστεύουμε πως μπροστά σε ένα δίλημμα αποφασίζουμε εμείς, ως συνειδητά άτομα, με πλήρη ελευθερία, δεν σημαίνει πως αυτό αληθεύει. Σε πολλές περιπτώσεις, και πειραματικά, το άτομο μπορεί να νομίζει ότι έχει λάβει απόφαση, παρότι έχει παραπλανηθεί ώστε να το πιστέψει. Θεωρητικά, δεν μπορεί να αποκλειστεί πως οι άνθρωποι λειτουργούμε αυτόματα και έχουμε την ψευδαίσθηση της ελευθερίας της βούλησης. Όμως, η υπόθεση ότι είμαστε αυτόματα δεν έχει όντως αποδειχθεί, όπως διατείνονται μερικοί νευροεπιστήμονες.

Ιστορικά, ήταν τα πειράματα του Benjamin Libet (1983) τα οποία έδειξαν για πρώτη φορά ότι κάποια εγκεφαλικά ηλεκτρικά δυναμικά προηγούνται της απόφασης των υποκειμένων σχετικά με την εκτέλεση ενός καθήκοντος (πότε θα πατήσουν ένα διακόπτη), σε ένα νευροφυσιολογικό πείραμα. Τα ευρήματα αυτά[5] θεωρήθηκε ότι δείχνουν πως η συμπεριφορά κατευθύνεται από εγκεφαλικές- νευρωνικές διεργασίες, οι οποίες προηγούνται της επίγνωσης και καθορίζουν τη βούληση. Ο Michael Gazzaniga (1992) θεωρεί πως η απόφαση λαμβάνεται από τον εγκέφαλό μας ο οποίος δεν είναι μια ενιαία οντότητα, αλλά αποτελείται από διαφορετικά λειτουργικά συστήματα που διενεργούν τους υπολογισμούς τους χωριστά. Αυτά τα δίκτυα μπορούν να φέρουν εις πέρας δραστηριότητες κατά πολύ από μόνα τους. Οπότε, αποφαίνεται ο Daniel Wegner (2002), εμείς, ως συνειδητά όντα, ενημερωνόμαστε, τρόπον τινά, εκ των υστέρων, πράγμα που σημαίνει ότι η αίσθηση που έχουμε για τον αποφασιστικό ρόλο της συνειδητής βούλησης είναι απλά ψευδαίσθηση. Ο εγκέφαλος έχει «αποφασίσει» πριν το άτομο νομίσει ότι αποφάσισε.

Πρέπει να παραδεχθούμε πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε όντως να συμβαίνει. Θεωρητικά, τα ζώα είναι φανερό ότι δρουν ως αυτόματα στον έναν ή τον άλλον βαθμό, κι όχι ως όντα με συνείδηση που αποφασίζουν μεταξύ των επιλογών που παρουσιάζονται. Και φυσικά τα καταφέρνουν στη ζωή. Η εκδοχή να είμαστε πλήρως αυτόματα δεν παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα. Το να είμαστε αυτόματα και να έχουμε ταυτόχρονα συνείδηση είναι όμως μάλλον ασύμβατο. Όσοι διατείνονται ότι η συνείδηση δεν έχει κανένα ρόλο στη συμπεριφορά του ατόμου (ή μη μόνο να ενημερώνεται και να αυταπατάται) θα πρέπει να δώσουν μια πειστική απάντηση γιατί εξελίχθηκε στον άνθρωπο.

Αντίθετα, η εξέλιξη της συνείδησης συνηγορεί υπέρ του ότι δεν είναι τελείως άχρηστη ως προς τη συμπεριφορά. Αποτελεί απόδειξη μάλλον πως η όλη υπόθεση δεν είναι τελείως σικέ, πως το όλο σύστημα λήψης αποφάσεων δεν είναι τελείως «χακερεμένο». Αν κι ο άνθρωπος ήταν αυτόματο ως προς τις αποφάσεις του, όπως τα υπόλοιπα ζώα, τι τον κατέστησε ικανό να κυριαρχήσει επί αυτών; Το ότι ο άνθρωπος μπορούσε να αποφασίζει συνειδητά με πιο εκλεπτυσμένο τρόπο απ’ ό,τι μπορούν τα υπόλοιπα ζώα είναι το μόνο πλεονέκτημα στο οποίο μπορεί να αποδοθεί η κυριαρχία του επί των ζώων, εφόσον φανερά μειονεκτεί σε δύναμη, ταχύτητα, αντοχή κλπ. από αυτά. Με άλλα λόγια, μια αδρανής και χωρίς αρμοδιότητες συνείδηση δεν θα είχε λόγο να εξελιχθεί και ούτε θα προσέφερε τα τεράστια πλεονεκτήματα που βλέπουμε στον άνθρωπο σε σχέση με τα άλλα ζώα.

Οι αντιρρήσεις στο πείραμα του Libet και των μεταγενέστερων, παρόμοιας λογικής, δεν έχει νόημα να παρουσιαστούν διεξοδικά. Η όλη συζήτηση θα ήταν πολύ τεχνική και θα μας εξέτρεπε από τον βασικό προβληματισμό, αντί να τον βοηθήσει. Υπάρχουν πολύ ισχυρά επιχειρήματα επιστημόνων που διατείνονται πως τα πειράματα που έχουν γίνει δεν νομιμοποιούνται να χρησιμοποιούνται ως αποδείξεις υπέρ της ανυπαρξίας κάθε ελευθερίας της βούλησης του ανθρώπου. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να βρει τα ειδικά άρθρα που παραθέτουμε στις βιβλιογραφικές αναφορές (Papanicolaou, A. C. 2017, Breitmeyer, B. G. 2017, Kihlstrom, J. F. 2017,. Kirsch, I., & Hyland, M. E. 2017, ).

Οι βασικές ωστόσο επιφυλάξεις μπορούν να αναφερθούν. Σύμφωνα με τον Ανδρέα Παπανικολάου (2017) αυτές είναι:

1. Τα πειράματα που έχουν γίνει ζητούν από το υποκείμενο να εκτελέσει μια απλή κίνηση κι όχι να λάβει κάποια απόφαση που θα απαιτούσε ενεργοποίηση ενός μηχανισμού που θα κινητοποιούνταν από διεργασίες βούλησης και

2. Η ενεργοποίηση του εγκεφάλου που καταγράφεται πριν το άτομο συνειδητοποιήσει ότι έλαβε απόφαση, μπορεί να αφορά σε οποιαδήποτε από τις λειτουργίες που ζητήθηκαν από το άτομο να επιτελεί ταυτόχρονα, όπως να προσέχει τον χρόνο απόφασης σε ένα χρονόμετρο και να εκτιμά πότε αποφάσισε να πατήσει τον διακόπτη. Πράγματι, όταν ο εξεταζόμενος καλείται, όπως πριν, να αποφασίσει, αλλά χωρίς να εκτιμά πότε αποφάσισε, το δυναμικό ετοιμότητας το οποίο έχει θεωρηθεί πως καταγράφει την απόφαση που προηγούνταν της συνειδητοποίησης του ατόμου, εξαλείφεται πλήρως (Miller, et.al. 2011).

Με απλά λόγια, τα νευροεπιστημονικά πειράματα που θεωρήθηκε πως έδειξαν ότι η απόφαση του ατόμου λαμβάνεται από τον εγκέφαλό του πριν το άτομο συνειδητοποιήσει την απόφαση δεν είναι αναμφισβήτητης εγκυρότητας. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται σοφό να μην αποφανθούμε τελεσίδικα πως δεν υφίσταται καμία βούληση του συνειδητού ατόμου, με βάση αυτού του είδους τα πειράματα.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι ο Libet, ο νευροεπιστήμονας που πυροδότησε με τα ευρήματά του αυτή τη συζήτηση, λέει για τη συνείδηση πως μπορεί να προέρχεται από ένα "μη φυσικό Συνειδητό Πνευματικό Πεδίο". Ως μη φυσικό θεωρεί κάτι που δεν μπορεί να παρατηρηθεί και να μετρηθεί. Πολλοί άλλοι επιστήμονες δεν έχουν πρόβλημα στο να θεωρήσουν πως η συνείδηση κι η ψυχή διαμεσολαβείται από κάποια ανώτερη δύναμη. Προφανώς, η άποψη του Libet δείχνει πόσο δύσκολο είναι να έχει κανείς κατηγορηματικές απόψεις επί αυτών των θεμάτων.

Προφανώς, στα σχετικά ζητήματα υπάρχει μεγάλη ασυμφωνία μεταξύ των νευροεπιστημόνων. Αυτό που μπορούμε να πούμε εμείς εδώ είναι πως τα νευροεπιστημονικά πειράματα που θεωρείται ότι αποδεικνύουν πως είμαστε αυτόματα, με ψευδαίσθηση ελευθερίας βούλησης, είναι ανεπαρκή και δεν μπορούν να θεωρούνται αποφασιστικά και τελεσίδικα. Αυτό στην ουσία σημαίνει πως ούτε και η Νευροεπιστήμη δεν κατέρριψε την «ελευθερία της βούλησης», όπως δεν το έκανε η Φυσική.

Η προσωπική μου άποψη για την «ελευθερία» της βούλησης

Το παρόν άρθρο θα ήταν μάλλον ορθότερο να τελείωνε εδώ. Ωστόσο, νιώθω πως δεν θα ήταν μεγάλη κατάχρηση να αναφερθώ στην δική μου άποψη σε σχέση με το αν υπάρχει κάποια ή καθόλου ελευθερία στην ανθρώπινη βούληση. Έχοντας επιχειρηματολογήσει πως τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα δεν μας επιτρέπουν να έχουμε καθαρή θέση επί του θέματος, είμαι υποχρεωμένος να δεχθώ πως και η δική μου άποψη δεν είναι τίποτε περισσότερο από «προσωπική προτίμηση». Όμως, όποιος μπήκε στον κόπο να διαβάσει το άρθρο ως εδώ μάλλον θα ήθελε να δει και τι «πιστεύει» ο γράφων επί του θέματος.

Νομίζω πως οι άνθρωποι, ως ο συνειδητός εαυτός μας, έχουμε τη δυνατότητα να εκδηλώνουμε, μερικώς και υπό προϋποθέσεις, βούληση που δεν είναι απολύτως καθορισμένη από το εγκεφαλικό υλικό ή τις ασυνείδητες διεργασίες. Αναμφίβολα είμαστε εν πολλοίς βιοκοινωνικά αυτόματα (Κερασίδης, 2011), αλλά όχι απόλυτα. Οι ασυνείδητες διεργασίες είναι ως οι βασικές λεωφόροι και οδοί στο κέντρο της πόλης. Ωστόσο, υπάρχουν πάντα στενά και δρομάκια, στοές, γέφυρες, οι ταράτσες σπιτιών ή οι υπόνομοι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να πας από ένα μέρος σε ένα άλλο, ενώ ακόμα και η διάνοιξη νέων δρόμων δεν αποκλείεται όπως υποδεικνύει η πλαστικότητα του εγκεφάλου (στην οποία αναφερθήκαμε και πριν). Οι συνειδητές διεργασίες δεν είναι αδρανές επιφαινόμενο. Αυτό που κυριαρχεί στη συνείδηση του ατόμου έχει σημασία (Κερασίδης, 2009) για τη συμπεριφορά του. Οι συνειδητές διεργασίες δεν είναι οι λεωφόροι αλλά είναι η διαδρομή που ακολουθείται στην εκάστοτε στιγμή, συμπεριλαμβανομένου και του αν είσαι δεξιά ή αριστερά στο πεζοδρόμιο. Κι αυτή η «ελευθερία» είναι πολύ σημαντική συχνά.

Ας υποθέσουμε ότι ζητάμε από έναν φίλο μας να κάνει κάποιον συνδυασμό κινήσεων τελείως πρωτότυπων και πρακτικά άχρηστων. Και εκείνος κάνει τρεις στροφές του κεφαλιού δεξιά και τέσσερις και μισή αριστερά και μετά κάνει και μια τούμπα. Η ερμηνεία σύμφωνα με όσους απορρίπτουν κάθε δυνατότητα ελεύθερης απόφασης θα πρέπει να είναι:

1. Αν το εγκεφαλικό υλικό αποφασίζει με βάση τις φυσικές ιδιότητες: τα ηχητικά κύματα στο αυτί του φίλου μας έγιναν ηλεκτρικά σήματα και ταξίδεψαν εντός του εγκεφάλου του και η «καλωδίωση» του εγκεφάλου κατέληξε στη δημιουργία άλλων ηλεκτρικών ώσεων μέσω των οποίων κινήθηκε, είτε

2. Αν μόνο οι ασυνείδητες διεργασίες αποφασίζουν: το άτομο συμπεριφέρεται ως απολύτως αυτόματο, ενώ, και στις δύο περιπτώσεις, η συνείδηση πληροφορείται για το τι κινήσεις επιλέχτηκαν, εκ των υστέρων. Ας προσεχτεί πως όσοι κάνουν δεκτή την πρώτη εκδοχή είναι μάλλον υποχρεωμένοι να δεχθούν ότι και η αρχική πράξη του να τεθεί το ερώτημα και να γίνει λέξεις και ηχητικά κύματα ήταν προαποφασισμένη.

Στην ουσία πρόκειται για αποδοχή του Δαίμονα του Laplace[6]: αν κάποιος ήξερε ακριβώς τις αρχικές κινήσεις των στοιχειωδών σωμάτων, θα μπορούσε να προβλέψει το μέλλον με απόλυτη ακρίβεια. Όπως και το όποιο παρελθόν. Και, ναι, το ότι φέρνετε τώρα τον δείκτη του χεριού σας στην άκρη του μικρού δακτύλου του ποδιού, για να δείτε αν μπορείτε να κάνετε κάτι απρόβλεπτο, ήταν προδιαγεγραμμένο από τη δημιουργία του Σύμπαντος. Δεν είναι αρκετά άκομψο όλο αυτό; Δεν είναι πιο κομψό και λιγότερο τραβηγμένο να θεωρήσουμε ότι απευθυνόμαστε στο συνειδητό άτομο, και αυτό μπορεί και αποφασίζει τον συνδυασμό των κινήσεων που θα κάνει με την φαντασία του; Συνδυασμό τον οποίο, ακριβώς τον ίδιο, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα αποφασίσει κανένα άλλο άτομο στον κόσμο, με ανάλογο μορφωτικό επίπεδο και ηλικία, πράγμα μάλλον περίεργο για παρεμφερή αυτόματα;

Η όλη αυτή συζήτηση εκτός από φιλοσοφικό έχει και κάποιο πρακτικό όφελος;

Ας το πούμε πάλι με παραδείγματα. Όλοι μας, όντως, τείνουμε να σχηματίσουμε άποψη για κάποιον άλλον άνθρωπο, πολύ γρήγορα και από εξωτερικά χαρακτηριστικά, όπως η μορφή, τι φοράει, η φωνή του κλπ. Παρότι θα ισχυριστούμε πως κρίναμε με «σοβαρά» κριτήρια. Οι γνωρίζοντες όμως ότι αυτό τους συμβαίνει μπορεί να υφίστανται μεν ό,τι όλοι οι άλλοι, αλλά διά της συνείδησης φαίνεται πως μπορούν να μην είναι κατηγορηματικοί στην κρίση τους και να μην αποφασίζουν κάτι που θα έχει σοβαρές συνέπειες, πριν να έχουν στη διάθεσή τους περισσότερα στοιχεία. Μπορούμε να είμαστε υποψιασμένοι. Όταν παίρνουμε αποφάσεις, ιδιαίτερα όταν κρίνουμε άλλους, όταν ερωτευόμαστε ή όταν μισούμε, να αναλογιζόμαστε τους περιορισμούς της δυνατότητας κρίσης και «ελευθερίας» των αποφάσεών μας και να είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε ότι λαθέψαμε, αν τα πράγματα δείχνουν έτσι.

Συνειδητά μπορούμε να διαβάσουμε τα βιβλία για τις παγίδες στις οποίες ασυνείδητα οδηγείται το μυαλό μας, όπως αυτά των Ninio «Η επιστήμη των ψευδαισθήσεων», Kahneman «Σκέψη αργή και γρήγορη», Mlodinow «Κάτω από το κατώφλι» και «Τα βήματα του μεθυσμένου», Gilbert «Αναζητώντας την ευτυχία», Haidt «Η υπόθεση της ευτυχίας» και πολλά άλλα, και συνειδητά μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι μαθαίνοντας να τις αποφεύγουμε.

Υπάρχει άραγε κάποιος που αμφιβάλλει για την αξία τέτοιου είδους εργασιών; Συνειδητά διαβάζουμε το βιβλίο του Doidge «Ο εγκέφαλος αυτοθεραπεύεται» και μπορεί να δουλέψουμε για την αναμόρφωση των ανεπιθύμητων διεργασιών ή τη δημιουργία νέων. «Ο νους μεταβάλλει τη δομή του εγκεφάλου» γράφει ο συγγραφέας. Η ψυχοθεραπεία, γνωσιακή ή ψυχαναλυτική, επιτελείται δια του λόγου και απευθύνεται στο συνειδητό άτομο. Και είναι απόλυτα εξακριβωμένο ότι μπορεί να δουλέψει ως προς την τροποποίηση της συμπεριφοράς και του τι νιώθει το άτομο, αλλάζοντας και τις ασυνείδητες διεργασίες.

Όλα τα παραπάνω δεν θα λέγαμε πως ταιριάζουν και τόσο σε ένα αυτόματο. Σε ένα όν δηλαδή που λειτουργεί προδιαγεγραμμένα στη βάση των έλξεων- απώσεων των ιόντων του εγκεφάλου ή κάπως όπως τα μυρμήγκια και οι μέλισσες (έχοντας περισσότερο από αυτά μόνο την ψευδαίσθηση ότι αποφασίζει). Η αράχνη κάνει δουλειές που μοιάζουν μ' αυτές που κάνει ο υφαντής και η μέλισσα με το χτίσιμο... της κερήθρας της ντροπιάζει κάμποσους ανθρώπους-αρχιτέκτονες. Η μέλισσα και η αράχνη, όμως, κινούνται από το ένστικτο και μόνο. Αυτό που ξεχωρίζει από τα πριν τον χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι ο αρχιτέκτονας έχει κιόλας φτιάξει μια κερήθρα στο κεφάλι του, πριν ακόμα τη φτιάξει με κερί. (έχει γράψει ο Μαρξ)

Θα ήθελα να επισημάνω ακόμα πως η άποψη την οποία περιγράφω εδώ δεν επιβάλλεται από «κοινωνική πίεση». Επειδή δηλαδή η κοινωνία και το δικαστικό σύστημα χρειάζονται να υπάρχει κάποια ελευθερία βούλησης ώστε το άτομο να μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για τις πράξεις του.

Προσωπικά, δεν θα υιοθετούσα μια εξαιρετικά σημαντική άποψη για την ανθρώπινη φύση, απλά γιατί υποδεικνύεται κοινωνικά. Η κοινωνία, το δικαστικό σύστημα, θα μπορούσε να βρει τρόπους να προστατευτεί από εγκληματικές πρακτικές και να περιορίσει κάποιον, ακόμα κι αν δεν θεωρεί ότι έχει προσωπική ευθύνη των πράξεών του. Όπως π.χ. στην περίπτωση ενός επικίνδυνου σχιζοφρενούς ή ανθρώπου με όγκο στον εγκέφαλο όπως είδαμε. Το θέμα της ευθύνης του ατόμου με νομικούς όρους είναι τεράστιο και θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μιας άλλης ξεχωριστής εργασίας.

Γιατί θυμίζω πως, αν όλοι συμφωνούμε πως δεν μπορείς να θεωρήσεις υπεύθυνο κλοπής το γυφτάκι που το στέλνουν οι γονείς του να κλέψει, είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί το μέγεθος της ατομικής ευθύνης ενός νεαρού ενήλικα που συστηματικά εμπλέκεται σε βίαιες ενέργειες στο γήπεδο ή «ως αντίσταση στο σύστημα». Διότι εδώ υπάρχει μια φυσιολογική συνιστώσα, όπως δείχνει η διαφορά της εγκληματικότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών ή ακόμα και μεταξύ των ανδρών διαφορετικών ηλικιών. Και αυτή σαφώς δεν είναι μόνο κοινωνικής προέλευσης αλλά και φυσιολογικής.

Πόση είναι η ατομική ευθύνη στο εκάστοτε συγκεκριμένο παραβατικό άτομο είναι εξαιρετικά πολυπαραγοντικό πρόβλημα και τουλάχιστον σήμερα, δεν έχουμε τρόπο να τη μετρήσουμε. Κι οι μετρήσεις τεστοστερόνης δεν θα δείχνουν πάντα την άμεση συσχέτιση με την επιθετικότητα και σεξουαλικότητα, όπως έδειξαν στην περίπτωση του κρατουμένου που προαναφέραμε, όπως γνωρίζουμε και από άλλες επιστημονικές εργασίες.

Επιγραμματικά θα μπορούσα να πω: Η πλήρης «ελευθερία της βούλησης» είναι ψευδαίσθηση, αυταπάτη και κοινωνικός μύθος. Αν μένει κάτι, αυτό είναι κάποια δυνατότητα λήψης αποφάσεων από ένα άτομο πνευματικά υγιές, αρκούντως πληροφορημένο, σε περιβάλλον που δεν καταναγκάζει ούτε επιβάλλει επείγουσες δράσεις. Πόσο συχνά πληρούνται αυτές οι συνθήκες δεν είναι θέμα της παρούσης εργασίας. Η δε αξιολόγηση του πόσο αρκετή είναι η ελευθερία βούλησης, την οποία έχουμε οι άνθρωποι, θεωρώ πως η γνωστή διάκριση του μισοάδειου/ μισογεμάτου ποτηριού βρίσκει και εδώ πλήρη εφαρμογή.


Συγγραφέας: Στέλιος Κερασίδης - Φυσικός και Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Παν/μιου της Κρήτης.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  • Breitmeyer, B. G. (2017). “What’s all the recent free- will ado about?” Psychology of Consciousness Theory, Research, and Practice, 4, 330–333. http://dx .doi.org/10.1037/cns0000132
  • Doidge Norman (2022). Ο εγκέφαλος αυτοθεραπεύεται. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg
  • Gazzaniga Michael (1996). Ο νους της φύσης. Αθήνα: Εκδόσεις Σύναλμα.
  • Gilbert Daniel (2007). Αναζητώντας την Ευτυχία. Αθήνα: Εκδόσεις Κάτοπτρο.
  • Gray, J.A. (1990). “Brain Systems that Mediate Both Emotion and Cognition”, στο: Psychobiological Aspects of Relationships Between Emotion and Cognition, επιμ. J.A. Gray. East Sussex, U.K.: Lawrence Erlbaum Associates Ltd.
  • Haggard Patrick. “Conscious intention and motor cognition”. Trends Cogn Sci 2005; 9(6):290- 295.
  • Haidt Jonathan (2019). Η υπόθεση της ευτυχίας. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
  • Hawking Stephen, Mlodinow Leonard (2010). Το μεγάλο Σχέδιο. Αθήνα: Εκδόσεις Κάτοπτρο.
  • Jeffrey M Burns1, Russell H Swerdlow (2003). “Right orbitofrontal tumor with pedophilia symptom and constructional apraxia sign” Arch Neurol 2003, Mar; 60(3):437-40. doi: 10.1001/archneur.60.3.437
  • Kahneman, Daniel (2013). Σκέψη Αργή και Γρήγορη. Αθήνα: Εκδόσεις Κάτοπτρο.
  • Kihlstrom, J. F. (2017). “Time to lay the Libet experiment to rest: Commentary on Papanicolaou” (2017). Psychology of Consciousness Theory, Re- search, and Practice, 4, 324–329. http://dx.doi .org/10.1037/cns0000124
  • Kirsch, I., & Hyland, M. E. (2017). Methodological determinism and the free will hypothesis. Psychology of Consciousness Theory, Research, and Practice, 4, 321–323. http://dx.doi.org/10.1037/ cns0000135
  • Libet Benjamin, Gleason CA, Wright EW, Pearl DK. “Time of conscious intention to act in relation to onset of cerebral activity (readiness- potential). The unconscious initiation of a freely voluntary act”. Brain, 1983;106:623-642.
  • Miller, J., Shepherdson, P., & Trevena, J. (2011). “Effects of clock monitoring on electroencephalographic activity: Is unconscious movement initiation an artifact of the clock?” Psychological Science, 22, 103–109.
  • Mlodinow Leonard (2020). Κάτω από το κατώφλι. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
  • Mlodinow Leonard (2020). Τα βήματα του μεθυσμένου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
  • Ninio Jacques (2000). Η Επιστήμη των Ψευδαισθήσεων. Αθήνα: Εκδόσεις Κάτοπτρο.
  • Papanicolaou, A. C. (2017). “The myth of the neuro- science of will”. Psychology of Consciousness Theory, Research, and Practice, 4, 310–320. http://dx .doi.org/10.1037/cns0000116
  • Penrose Roger (1997). Σκιές του νου, Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβόστης.
  • Roser, M.E, Gazzaniga, M.S (2005). “Automatic Βrains: Interpretive Μinds”. Current Directions in Psychological Science, 13, σσ. 56-59 (ανατύπωση στο: Current Directions in Cognitive Science Reader. 4.2004; Pearson Prentice Hall).
  • Shai Danziger, Jonathan Levav και Liora Avnaim-Pesso. “Extraneous Factors in Judicial Dedcisions”, PNAS 108 (2011): 6889-92.
  • Searle, John R. (1993). “The Problem of Consciousness”. Consciousness and Cognition2 (4):310-319
  • Soon CS, Brass M, Heinze HJ, Haynes JD (2008). “Unconscious determinants of free decisions in the human brain”. Nature Neuroscience 11(5):543-5.
  • Wegner, M.D. (2002). The Illusion of Conscious Will, The MIT Press/Bradford Books: Cambridge, Massachusetts - London, England.
  • Κερασίδης, Στέλιος (2012), Να δει κανείς ή να μη δει; Αθήνα: Εκδόσεις Λωτός.

(Και δωρεάν στο διαδίκτυο: https://free-ebooks.gr/%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF/qvRA/%CE%BD%CE%B1-%CE%B4%CE%B5%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CF%82-%CE%AE-%CE%BD%CE%B1-%CE%BC%CE%B7-%CE%B4%CE%B5%CE%B9)

  • Πρακτικά Συμποσίου Ξυλοκάστρου «Εγκέφαλος και Συνείδηση». Σύγχρονα Θέματα, 87:31-91, 2004

[1] Μιλώντας για τη βαρύτητα, κάποιες φορές είπα στους μαθητές ότι είμαστε δεσμευμένοι στην επιφάνεια της Γης. Τότε μόνο αντιλαμβάνονται με δυσαρέσκεια πως δεν μπορούν να «ξεκολλήσουν» από τη Γη, και πως ακόμα και λίγο να πηδήξουν ψηλά, η βαρύτητα τους γυρίζει γρήγορα πίσω… Επίσης, έχουμε μάθει να ζούμε υπό πίεση μιας ατμόσφαιρας, και αλλοίμονό μας αν η πίεση αυτή μειωθεί ή αυξηθεί σημαντικά.

[2] Ίσως όχι και τόσα πολλά όσα προηγουμένως νομίζαμε. Οι αβεβαιότητες πλέον στην φυσική αγγίζουν εκτός από τα συμπαντικά, την σκοτεινή ύλη κλπ., και το τι συμβαίνει στον πυρήνα του ατόμου το οποίο εθεωρείτο γνωστό. Νέα δεδομένα αμφισβητούν διαρκώς τις παλαιότερες βεβαιότητες.

[3] Δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για τη συνείδηση. Για μια διεξοδική συζήτηση δες Αφιέρωμα: Εγκέφαλος και Συνείδηση στα Σύγχρονα Θέματα, είτε του John R.Searle, The Problem of Consciousness.

[4] “Thoughts and feelings are but indices which show in the matter of the brain, and are as inefficient in influencing those changes as the shadow of a cloud is powerless to direct the movements of that of which it is the shadow” George John Romanes (Gray)

[5] Δες επίσης Soon et.al. (2008) και Haggard Patrick (2005)

[6] Γάλλος μαθηματικός Pierre- Simon Laplace (1749-1827) έχει πει πως αν ένα υποθετικό πνεύμα γνώριζε πλήρως την κινητική κατάσταση όλων των σωματίων ενός συστήματος θα μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια το μέλλον (και να ξεδιπλώσει το παρελθόν), εφαρμόζοντας τους νόμους της φυσικής. Η ενδελεχής κριτική στην άποψη αυτή θα απαιτούσε ένα άλλο άρθρο από το παρόν. Προφανώς, το ανέφικτο του Δαίμονα είναι για πάρα πολλούς λόγους κραυγαλέο, και μια τέτοια άποψη σήμερα φαντάζει περισσότερο σαν επιστημονικό ανέκδοτο, παρά σαν επιστημονική υπόθεση.

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...