PsychologyNow Team

Ο σπουδαίος ρόλος της αυθεντικής θεραπευτικής σχέσης

Ο σπουδαίος ρόλος της αυθεντικής θεραπευτικής σχέσης

PsychologyNow Team
θεραπευόμενη αναγνωρίζει τον σπουδαίο ρόλο της αυθεντικής θεραπευτικής σχέσης
Image credit: Drazen Zigic / freepik.com

Χωρίς την εδραίωση της θεραπευτικής σχέσης, οποιαδήποτε τεχνική επιδεξιότητα ή θεωρητική προσέγγιση, τείνει να έχει μικρή σημασία όσον αφορά στην επίτευξη αλλαγής στην ψυχοθεραπεία.


Πώς λειτουργεί η ψυχοθεραπεία; Ποια είναι τα δραστικά συστατικά της, οι κεντρικοί μηχανισμοί μέσω των οποίων οι θεραπευόμενοι βελτιώνονται; Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε ακριβώς την απάντηση. Γνωρίζουμε ωστόσο, ότι η θεραπεία όντως είναι αποτελεσματική και ότι κάποιες θεραπείες είναι περισσότερο αποτελεσματικές για συγκεκριμένες ασθένειες.

Παρ’ όλα αυτά οι έρευνες τείνουν να δείχνουν ότι, σε γενικές γραμμές, οι θεραπείες που χρησιμοποιούνται ευρέως παρουσιάζουν εξαιρετικά παρόμοια αποτελέσματα, ένα φαινόμενο γνωστό ως «η ετυμηγορία του πουλιού Ντόντο».

Με βάση αυτό το φαινόμενο, οι ερευνητές εστιάζουν ιδιαίτερα στον προσδιορισμό των επονομαζόμενων «κοινών παραγόντων» στη θεραπεία, δηλαδή εκείνες τις ακαθόριστες πτυχές που συναντώνται στη θεραπεία και που μπορεί να διαμορφώνουν τα αποτελέσματα μέσω τεχνικών και θεωρητικών προσεγγίσεων.

Με την πάροδο του χρόνου, οι έρευνες έχουν βρει αρκετούς τέτοιους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των προσδοκιών του θεραπευόμενου (φαινόμενο placebo), της ενσυναίσθησης και της θετικής αντιμετώπισης του θεραπευτή, καθώς και της συναίνεσης μεταξύ θεραπευτή-θεραπευόμενου αναφορικά με τους στόχους της θεραπείας.

Ενώ η συζήτηση αναφορικά με τους κοινούς παράγοντες συνεχίζεται και ενώ οι ποικίλες και ευρέως χρησιμοποιούμενες προσεγγίσεις παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους, έχει προκύψει μια γενική συμφωνία ότι ο βασικός δυνητικός κοινός παράγοντας είναι η σχέση μεταξύ θεραπευτή-θεραπευόμενου, μια «θεραπευτική συμμαχία» η οποία βασίζεται στην εμπιστοσύνη.


Γίνε καλύτερος Θεραπευτής/τρια με το ΑCADEMY Επιμορφωτικό Σεμινάριο: «Ο Ίρβιν Γιάλομ και η Τέχνη της Ψυχοθεραπείας»


Χωρίς την εδραίωση σχέσης, οποιαδήποτε τεχνική επιδεξιότητα ή θεωρητική συνεκτικότητα τείνουν να έχουν μικρή σημασία όσον αφορά την επίτευξη αλλαγής. Ένας ισχυρός δεσμός, από την άλλη πλευρά, προβλέπει την επιτυχία με αξιόπιστο τρόπο, συχνά ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη τεχνική, εκπαίδευση, θεωρητική κατεύθυνση ή εμπειρία του θεραπευτή.

Βέβαια, οι απόψεις αναφορικά με τη φύση της σχέσης και το ρόλο της στη θεραπεία δεν έχουν παγιωθεί. Είναι δύσκολο να επαληθευτούν οι αιτιακές επιρροές σε αυτό το πεδίο, οπότε η σχέση μπορεί μερικές φορές να είναι το αποτέλεσμα παρά η αιτία μίας γρήγορης αλλαγής στη θεραπεία. Οι περισσότερες μελέτες σε αυτόν τον τομέα είναι μελέτες συσχέτισης, γεγονός που σημαίνει ότι η σχέση μπορεί κάποιες φορές απλά να συμπίπτει χρονικά με την επιτυχία, παρά να την προκαλεί. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν αρκετά ευρήματα τα οποία δείχνουν ότι η θεραπευτική σχέση μπορεί όντως να είναι αιτιακός παράγοντας της αλλαγής.

Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι η σχέση μπορεί να αποτελείται από δύο κεντρικά στοιχεία. Μία πτυχή της σχέσης μοιάζει με χαρακτηριστικό προσωπικότητας, είναι δηλαδή αποτέλεσμα της «γενικής ικανότητας του θεραπευόμενου να διαμορφώνει ικανοποιητικές σχέσεις με τους άλλους, των εσωτερικών αναπαραστάσεων του εαυτού του και των άλλων καθώς και των προσδοκιών του από τις διαπροσωπικές σχέσεις».

Με άλλα λόγια, οι θεραπευόμενοι οι οποίοι είναι γενικά καλοί στις σχέσεις, μπορούν να δημιουργήσουν μια καλή θεραπευτική σχέση και να ωφεληθούν περισσότερο από τη θεραπεία.

Αυτό το χαρακτηριστικό της σχέσης αξιολογείται συνήθως με τη σύγκριση των αποτελεσμάτων μεταξύ θεραπευόμενων με τους οποίους υπάρχει δυνατή ή αδύναμη θεραπευτική σχέση αντίστοιχα. Παρ’ όλα αυτά, οι πρόσφατες μεθοδολογικές εξελίξεις έχουν επιτρέψει τη μέτρηση της διαφοροποίησης της σχέσης με τον ίδιο θεραπευόμενο, κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

Αυτές οι μελέτες αποκαλύπτουν ένα χαρακτηριστικό της σχέσης που σχετίζεται με την κατάσταση και το οποίο αναφέρεται σε αλλαγές στη συμμαχία κατά τη διάρκεια της θεραπείας, όπως ενίσχυση της συμμαχίας σε συγκεκριμένο χρόνο, οι οποίες μπορούν να προβλέψουν αλλαγές στο αποτέλεσμα.

Με άλλα λόγια, η βελτίωση της σχέσης κατά τη διάρκεια της θεραπείας μπορεί να αποτελεί «ένα ενεργό συστατικό το οποίο είναι αρκετό από μόνο του να επιφέρει θεραπευτική αλλαγή».

Συνεπώς, υπάρχει συμφωνία ότι η θεραπευτική σχέση μπορεί να δημιουργήσει άμεσα αποτελέσματα για τον θεραπευόμενο. Αλλά με ποιον τρόπο; Τι ακριβώς συμβαίνει στη θεραπευτική σχέση που πράγματι διευκολύνει την αλλαγή; Σε βασικό επίπεδο, η απάντηση βρίσκεται στην κοινωνική φύση του είδους μας, καθώς είμαστε κοινωνικά όντα και επιβιώνουμε και ευημερούμε μόνο στο πλαίσιο του καλού σχετίζεσθαι με τους άλλους. Οπότε, μια σχέση εμπιστοσύνης με έναν σύμμαχο με ενσυναίσθηση, έναν θεραπευτή σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί:

  1. Να βοηθήσει να ανακουφιστούμε από τη μοναξιά.
  2. Να προσφέρει ενθάρρυνση στην υιοθέτηση υγειών κοινωνικών συνηθειών.
  3. Να παρέχει μία σανίδα βοηθείας για την έγκαιρη και ακριβή ανατροφοδότηση σχετικά με τη λήψη αποφάσεων.

Η αθροιστική επίδραση αυτών των παροχών είναι η καλύτερη κοινωνική σύνδεση η οποία εξ ορισμού υποδηλώνει καλύτερη ψυχική υγεία.

Επίσης, η θεραπευτική σχέση έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία τη διαφοροποιούν από άλλες ωφέλιμες κοινωνικές σχέσεις. Σε αντίθεση με άλλες κοινωνικές σχέσεις, αυτή η σχέση εστιάζει απόλυτα στις ανάγκες του θεραπευόμενου, είναι προστατευμένη από ξεκάθαρα νομικά και ηθικά όρια και είναι σχεδιασμένη ειδικά για ασφαλείς προσωπικές αποκαλύψεις και ειλικρινή συναισθηματική έκφραση.

Μια τέτοια σχέση μπορεί να είναι ιδιαίτερα βοηθητική για τη διευκόλυνση της ανακούφισης από το στρες, τη βελτίωση της καθαρότητας της αντίληψης, καθώς και την υιοθέτηση βελτιωμένων κοινωνικών δεξιοτήτων, οδηγώντας στη βελτίωση της ψυχικής υγείας.


Γίνε καλύτερος Θεραπευτής/τρια με το ΑCADEMY Επιμορφωτικό Σεμινάριο: «Αξιολόγηση και Παρέμβαση με Αυτοκτονικούς Θεραπευόμενους»


Πέρα από αυτές τις βασικές διαδικασίες, η θεραπευτική σχέση δείχνει επίσης να διευκολύνει την αλλαγή μέσω της «διορθωτικής συναισθηματικής εμπειρίας». Ο όρος αυτός επινοήθηκε το 1946 από τους ψυχαναλυτές Φραντζ Αλεξάντερ και Τόμας Φρεντς, οι οποίοι τον όρισαν ως μια μεταμορφωτική διαδικασία μέσω της οποίας οι επώδυνες συναισθηματικές συγκρούσεις μπορούν να επιλυθούν μέσω της επαναβίωσης παλιών, μη διευθετημένων εμπειριών, αλλά με ένα καινούριο τέλος.

Σύμφωνα με τους Αλεξάντερ και Φρεντς, το καθήκον της ψυχοθεραπείας ήταν «η επανέκθεση του θεραπευόμενου, κάτω από πιο ευνοϊκές συνθήκες, σε συναισθηματικές καταστάσεις τις οποίες δε μπορούσε να χειριστεί στο παρελθόν. Ο θεραπευόμενος χρειάζεται να υποστεί μια διορθωτική συναισθηματική εμπειρία για την αποκατάσταση της τραυματικής επιρροής των προηγούμενων εμπειριών του.

Με άλλα λόγια, μέσα στον ασφαλή χώρο της θεραπευτικής συνθήκης και στην παρουσία ενός συμπονετικού, ενθαρρυντικού και ταυτιζόμενου συναισθηματικά θεραπευτή, οι παλιές και δυσλειτουργικές συναισθηματικές αντιδράσεις μπορούν να ξεπεραστούν ή να μετατραπούν σε εποικοδομητικές αντιδράσεις.

Καθώς τα δύσκολα συναισθήματα έρχονται στην επιφάνεια, διεγείρονται, βιώνονται εκ νέου και εκφράζονται αυθεντικά, μπορούν πλέον να επεξεργαστούν ώστε να καταλήξουν σε πιο διαχειρίσιμες εμπειρίες.

Υπό αυτή την έννοια η «συναισθηματική επεξεργασία» περιλαμβάνει αρκετά συστατικά.

Πρώτον, συζητώντας δύσκολα γεγονότα και βιώνοντας δύσκολα συναισθήματα που σχετίζονται με αυτά τα γεγονότα, με τον καιρό ισοδυναμεί εκ των πραγμάτων σε έκθεση, η οποία οδηγεί σε μείωση της διέγερσης του φόβου, λόγω της εξοικείωσης και της εξάλειψης, καθώς και σε αυξημένη συναισθηματική ικανότητα, λόγω της εξάσκησης.

Δεύτερον, η επαναβίωση μιας συναισθηματικής εμπειρίας μέσα στην ασφάλεια του θεραπευτικού χώρου, επιτρέπει την αναθεώρηση παλιών ιστοριών και σκηνικών υπό το φως νέων πληροφοριών και της επανατοποθέτησης τους μέσα σε μια ευρύτερη και ακριβέστερη προοπτική, εν μέρει μέσω της εξασθένησης των αρνητικών πλευρών της εμπειρίας, όπως ο τρόμος, ο φόβος, η μετάνοια, η σύγχυση και της ενδυνάμωσης των θετικών πλευρών της όπως η αντοχή, το κουράγιο, η συγχώρεση, η περιέργεια, γεγονός που βοηθάει στην αποτελεσματική αντιμετώπισή της.

Η επιτυχημένη συναισθηματική επεξεργασία μέσω της διορθωτικής συναισθηματικής εμπειρίας, με τη σειρά της θα αυξήσει την ικανότητα του θεραπευόμενου για συναισθηματική ρύθμιση, η οποία ορίζεται ως η ικανότητα να «ανταποκρινόμαστε στις συνεχείς απαιτήσεις της εμπειρίας μέσω ενός εύρους συναισθημάτων, με έναν τρόπο που να είναι κοινωνικά ανεκτός και επαρκώς ευέλικτος ώστε να επιτρέπει αυθόρμητες αντιδράσεις, καθώς και την ικανότητα καθυστέρησης αυθόρμητων αντιδράσεων, εάν χρειαστεί». Μια καλά αναπτυγμένη ικανότητα για συναισθηματική ρύθμιση είναι βασικό χαρακτηριστικό της καλής ψυχικής υγείας.

Μια χρήσιμη πρόσφατη άποψη ως προς τον τρόπο που η θεραπευτική συμμαχία οδηγεί σε αλλαγή, κάνει χρήση των θεωριών που περιγράφονται στην θεωρία προσκόλλησης του Τζον Μπόουλμπι.

Συνοπτικά, η θεωρία προσκόλλησης υποστηρίζει ότι το παιδί, μέσω πολλαπλών επαφών με το φροντιστή του από νωρίς στη ζωή, εσωτερικεύει ένα λειτουργικό μοντέλο προσκόλλησης, μια αίσθηση ως προς τον τρόπο που πρέπει να συμπεριφέρεται το ίδιο, ο κόσμος και οι άλλοι άνθρωποι γύρω του.

Ένας ζεστός, επικοινωνιακός και ευαίσθητος φροντιστής διευκολύνει ένα «ασφαλές» μοντέλο προσκόλλησης, μέσω του οποίου το παιδί αναπτύσσει μια αίσθηση αυτοαξίας, περιμένοντας από τους άλλους να είναι βοηθητικοί και να λύνουν τα προβλήματά του.


Διαβάστε σχετικά: Η θεραπευτική σχέση στη Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία 


Το προσκολλημένο με ασφάλεια παιδί χρησιμοποιεί τη φιγούρα προσκόλλησης ως μια «ασφαλή βάση από την οποία εξερευνά». Εφόσον τα παιδιά μαθαίνουν μέσω της εξερεύνησης, αυτή η κατάσταση θεωρείται ότι προδιαθέτει το παιδί προς την επιτυχή ανάπτυξη. Αντιθέτως, οι ασυγκίνητες, αδέξιες, σκληρές ή ασταθείς συμπεριφορές του φροντιστή, μπορεί να οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός «ανασφαλούς» συστήματος προσκόλλησης, το οποίο χαρακτηρίζεται από σχεσιακό άγχος, αποφυγή ή έλλειψη οργάνωσης και που προωθεί μη ιδανικές πορείες εξέλιξης.

Αυτό το μοντέλο προσκόλλησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει να εξηγήσουμε τι συμβαίνει στη θεραπεία. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου είναι ουσιαστικά μια σχέση προσκόλλησης. Οπότε, ο καλός θεραπευτής γίνεται μια προσωρινή φιγούρα προσκόλλησης, αναλαμβάνοντας τις λειτουργίες μιας τρυφερής μητέρας, αποκαθιστώντας τη χαμένη εμπιστοσύνη, την ασφάλεια και ενσταλάζοντας δύο από τις βασικές ικανότητες που αναπτύσσονται σε μια φυσιολογική παιδική ηλικία: τη ρύθμιση των συναισθημάτων και την υγιή οικειότητα.

Με άλλα λόγια, οι διορθωτικές συναισθηματικές εμπειρίες ουσιαστικά βοηθούν στη δημιουργία μιας νέας, αξιόπιστης σχέσης ασφαλούς προσκόλλησης με αποτέλεσμα ένα υγιές εσωτερικό λειτουργικό μοντέλο, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε καλύτερη αυτοεκτίμηση, συναισθηματική ρύθμιση, κοινωνικές σχέσεις και κατά συνέπεια σε βελτιωμένη ψυχική υγεία.

Ένα δημοφιλές ρητό σε θεραπευτικές ομάδες 12 βημάτων είναι: Είσαι τόσο άρρωστος, όσο σε κάνουν τα μυστικά σου. Η μελέτη των μηχανισμών της αποτελεσματικότητας της θεραπείας αποκαλύπτει μια ακόμη μεγάλη αλήθεια για την ανθρώπινη ψυχολογία:

Είσαι το ίδιο υγιής με τις σχέσεις σου.


EFH MES 3N
Πηγή: psychologytoday.com

Απόδοση: Έφη Μεσιτίδου
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr

 

*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*

2. banner diafhmishs mypsychologist koino

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...