Την εποχή που οι επικρατούσες προσεγγίσεις ψυχολογίας είχαν συμπεριφορικό και γνωσιακό χαρακτήρα, έκανε την εμφάνιση της μία θεωρία που προσπάθησε να γεφυρώσει το κενό ανάμεσα της παραπάνω και να ενσωματώσει στοιχεία και από της δύο. Πρόκειται για τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης την οποία εισήγαγε ο Albert Bandura το 1977.
Πιο συγκεκριμένα, ο Bandura είχε την πρόθεση να εξετάσει πώς τα παιδιά μαθαίνουν σε οποιοδήποτε κοινωνικό περιβάλλον μέσω της παρατήρησης και της μίμησης της συμπεριφοράς άλλων. Υποστήριζε πως η μάθηση στα παιδιά δεν επέρχεται μόνο μέσω της ενίσχυσης, όπως επισήμαινε η συμπεριφορική θεωρία της κλασικής εξαρτημένης μάθησης, αλλά και από την επιρροή του περιβάλλοντος.
Έτσι μέσω της θεωρίας της κοινωνικής μάθησης ανέπτυξε τις τρεις βασικές ιδέες του, οι οποίες αποτέλεσαν και πυρήνες της θεωρίας: η μάθηση μέσω της παρατήρησης, η σημασία των εσωτερικών γνωσιακών διαδικασιών και η παραδοχή πως ακόμα και αν κάτι μαθευτεί, δεν ισοδυναμεί αυτόματα και με αλλαγή στη συμπεριφορά του ατόμου.
Αναφορικά με την πρώτη, είναι γνωστό πως τα παιδιά παρατηρούν τους ανθρώπους γύρω τους να συμπεριφέρονται με διάφορους τρόπους, μιμούμενα μάλιστα πολύ συχνά τις συμπεριφορές αυτές. Το γεγονός αυτό λοιπόν προσπάθησε να εξετάσει περαιτέρω ο Bandura μέσω του διάσημου πειράματος με την κούκλα Bobo.
Σε αυτή τη μελέτη τα παιδιά παρατήρησαν έναν ενήλικα να δρα επιθετικά απέναντι στην κούκλα, με αποτέλεσμα αργότερα που έμειναν μόνα τους με την κούκλα να μιμούνται τις βίαιες κινήσεις που παρατήρησαν προηγουμένως.
Έτσι αποδείχθηκε η δύναμη της μάθησης μέσω παρατήρησης. Ο Bandura μάλιστα πρόσθεσε πως τα άτομα που παρατηρούνται ονομάζονται πρότυπα ενώ η διαδικασία της μίμησης φαίνεται να επηρεάζεται από το αν οι πράξεις εκτελούνται από άτομα που το παιδί αντιλαμβάνεται ως όμοια, από τα αποτελέσματα της πράξης του προτύπου και από τα αν τα άτομα ανταποκρίνονται στις πράξεις του παιδιού με θετική ή αρνητική ενίσχυση.
Αναγνώρισε τέλος τρία βασικά πρότυπα κοινωνικής μάθησης: το ζωντανό πρότυπο που περιλαμβάνει ένα πραγματικό άτομο να επιδεικνύει κάποια συμπεριφορά, το συμβολικό πρότυπο δηλαδή φανταστικούς χαρακτήρες που επιδεικνύουν μία συμπεριφορά σε ταινίες, βιβλία ή τηλεοπτικά προγράμματα και το λεκτικό πρότυπο διδασκαλίας που περιέχει περιγραφές και ερμηνείες μιας συμπεριφοράς.
Σχετικά με τις εσωτερικές γνωσιακές διαδικασίες, η θεωρία κοινωνικής μάθησης υπογραμμίζει το γεγονός πως η μάθηση μέσω της παρατήρησης που αναφέρθηκε προηγουμένως μπορεί να εφαρμοστεί μόνο με τη συμβολή και των γνωσιακών διαδικασιών. Τα άτομα δηλαδή δεν παρατηρούν απλά μια συμπεριφορά και αυτόματα τη μιμούνται, αλλά προηγούνται κάποιες διαδικασίες σκέψης πριν τη μίμηση.
Διαβάστε σχετικά: Η μίμηση επιθετικών προτύπων, του Albert Bandura
Οι διαδικασίες αυτές ονομάζονται διαμεσολαβητικές γνωσιακές διαδικασίες και παρεμβάλλονται ανάμεσα στο ερέθισμα (παρατήρηση) και στην απόκριση (μίμηση ή όχι). Σύμφωνα με τον Bandura υπάρχουν τέσσερις διαμεσολαβητικές γνωσιακές διαδικασίες:
- Προσοχή: Προκειμένου ένα άτομο να μιμηθεί μια συμπεριφορά πρέπει να της δώσει την απαραίτητη σημασία. Με άλλα λόγια το άτομο πρέπει να προσέξει μια συμπεριφορά και τα αποτελέσματά της και να σχηματίσει μια εσωτερική αναπαράσταση αυτής της συμπεριφοράς. Έτσι η προσοχή είναι πολύ σημαντικό στοιχείο για το αν η συμπεριφορά θα γίνει αντικείμενο μίμησης ή όχι.
- Μνήμη: Ακόμα και αν μια συμπεριφορά παρατηρηθεί, είναι απαραίτητο να απομνημονευτεί ώστε να μπορεί να εκτελεστεί στο μέλλον. Οι διαδικασίες που συντελούν στην απομνημόνευση είναι οπτικές και λεκτικές και σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά και τις γνωσιακές ικανότητες του παρατηρητή.
- Αναπαραγωγή: Πρόκειται για την ικανότητα να εφαρμοστεί η συμπεριφορά που επέδειξε το πρότυπο, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψιν και περιορισμούς του κάθε ατόμου-μιμητή όπως για παράδειγμα τη φυσική του ικανότητα.
- Κίνητρο: Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η θέληση προκειμένου να εκτελεστεί μία συμπεριφορά. Η ανταμοιβή ή η τιμωρία που συνοδεύουν μια συμπεριφορά θα υπολογιστούν από τον παρατηρητή. Έτσι αν τα οφέλη είναι περισσότερα από τις αρνητικές συνέπειες, τότε η συμπεριφορά είναι πιο πιθανό να μιμηθεί από τον παρατηρητή.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί και η σημασία που προσδίδει η θεωρία κοινωνικής μάθησης στο γεγονός πως μάθηση δεν συνεπάγεται και αλλαγή της συμπεριφοράς. Τα άτομα μπορούν να μαθαίνουν καινούρια πράγματα, ακόμα και αν η μάθηση αυτή δεν φαίνεται άμεσα στη συμπεριφορά τους.
Αντίθετα με το συμπεριφορισμό λοιπόν ο οποίος υποστήριζε πως η μάθηση οδηγεί σε μία μόνιμη αλλαγή συμπεριφοράς, η παρατήρηση μέσω μάθησης απέδειξε πως τα άτομα μπορούν να αποκτήσουν καινούριες γνώσεις χωρίς να επιδεικνύουν καινούριες συμπεριφορές.
Συμπερασματικά, αν και η θεωρία κοινωνικής μάθησης επικρίθηκε για την μεγάλη έμφαση που δίνει στο περιβάλλον ως παράγοντα επιρροής της μάθησης, δεν παύει να αποτελεί μια σπουδαία προσθήκη στις ψυχολογικές θεωρίες ερμηνείας της μάθησης, η οποία μάλιστα επηρέασε σημαντικά και τις στρατηγικές διδασκαλίας στον τομέα της εκπαίδευσης.
Βιβλιογραφία:
- McLeod, S. A. (2016, Febuary 05). Bandura – social learning theory. Simply Psychology. https://www.simplypsychology.org/bandura.html
- Wikipedia contributors. (2021, April 16). Social learning theory. In Wikipedia, The Free Encyclopedia. Retrieved from https://en.wikipedia.org/w/index.php?title=Social_learning_theory&oldid=1018135574
- Staff, T. (2021, March 16). Bandura’s 4 Principles Of Social Learning Theory. TeachThought. https://www.teachthought.com/learning/principles-of-social-learning-theory/
- Cherry, K. (2019, December 1). How Does Observational Learning Actually Work? Verywell Mind. https://www.verywellmind.com/social-learning-theory-2795074
Απόδοση: Μορφιάδου Βασιλική – Ψυχολόγος
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*