Από τη στιγμή που γεννιόμαστε μαθαίνουμε την αξία που έχει η επαφή με άλλους ανθρώπους ώστε να μπορέσουμε να επιβιώσουμε σωματικά αλλά και να αισθανθούμε ψυχικά ασφαλείς. Οι πρώτες αυτές σχέσεις καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τους τρόπους με τους οποίους θα συνεχίσουμε να σχετιζόμαστε καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής μας.
Στον βαθμό που αφεθήκαμε ελεύθεροι να καλλιεργήσουμε την αυθεντικότητά μας στα πλαίσια των πρωταρχικών μας σχέσεων, αποκτούμε μετέπειτα στη ζωή μας την ικανότητα να διατηρούμε σχέσεις μέσα στις οποίες αισθανόμαστε αυθεντικοί και αποδεκτοί για αυτό που είμαστε. Βέβαια, η αποδοχή που λαμβάνουμε βρίσκεται σε συνάρτηση με τον βαθμό στον οποίο αποδεχόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό σε όλες του τις διαφορετικές εκφάνσεις.
Το αίσθημα της μοναξιάς μπορεί να προκύψει σε οποιαδήποτε φάση της ζωής μας, ακόμα και σε περιόδους που περιβαλλόμαστε από πληθώρα ανθρώπων. Το αίσθημα αυτό δεν πηγάζει από τη φυσική απουσία ανθρώπων στη ζωή μας αλλά από την υποκειμενική μας αίσθηση ότι στην ουσία δεν μας “βλέπουν” και δεν μας “ακούνε” με τρόπο ώστε να αισθανθούμε ότι μας αναγνωρίζουν γι’αυτό που είμαστε.
Το γεγονός αυτό μπορεί να μας κάνει να αισθανθούμε ότι αναβιώνουμε τα τραύματα της παιδικής μας ηλικίας, όταν οι φροντιστές μας λόγω της δικής τους αδυναμίας να αποδεχτούνε την ευαλωτότητά τους απέτυχαν να αναγνωρίσουν και να ανταποκριθούν και στις δικές μας ευαισθησίες. Συνεπώς, μάθαμε να κρατάμε κρυφές κάποιες πτυχές της προσωπικότητάς μας από φόβο μην εκτεθούμε και τελικώς απορριφθούμε από τους άλλους.
Πόσο τελικά αφήνουμε τον εαυτό μας να σχετιστεί ελεύθερα και πόσο αφήνουμε τους άλλους να μας γνωρίσουν; Ο Stephen Chbosky στο έργο του The Perks of Being a Wallflower λέει ότι μαθαίνουμε να αποδεχόμαστε την αγάπη που πιστεύουμε ότι αξίζουμε. Τη λέξη αγάπη θα μπορούσαμε να την αντικαταστήσουμε και με λέξεις όπως κατανόηση, αποδοχή, συμπαράσταση.
Δυστυχώς στις σύγχρονες κοινωνίες όπου κυριαρχεί η εικονική πραγματικότητα, ή αλλιώς το “φαίνεσθαι”, έχουμε μάθει σε μια μορφή επικοινωνίας που βασίζεται περισσότερο σε μια αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών και εικόνων παρά σε μια γνήσια αλληλεπίδραση μεταξύ δύο πολύπλευρων προσωπικοτήτων.
Μία από τις εμφανείς και οδυνηρές συνέπειες του ατομικιστικού τρόπου ζωής, που προωθείται στις σύγχρονες κοινωνίες, είναι η εκτίναξη των δεικτών της κατάθλιψης που παρατηρείται τα τελευταία έτη στον γενικό πληθυσμό. Η έξαρση της κατάθλιψης μπορεί να αποδωθεί σε μεγάλο βαθμό στην αποξένωσή μας από τον συνάνθρωπο και στην ουσία από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Διαβάστε σχετικά: Βασικές αρχές μιας λειτουργικής σχέσης
Η μοναχικότητα ως αντίδραση στην αποξένωση
Σε αντίθεση με την έννοια της μοναξιάς, ο όρος μοναχικότητα αναφέρεται σε μια κατάσταση (συνήθως προσωρινής) απομόνωσης που επιλέγει συνειδητά ο άνθρωπος για να έρθει σε επαφή με τα συναισθήματα και τις απωθημένες του ανάγκες. Συχνά μάλιστα προηγείται και μας προετοιμάζει για τη δημιουργία αυθεντικών σχέσεων με τους συνανθρώπους μας.
Ο καθένας μας έχει σε διαφορετικό βαθμό την ανάγκη για μοναχικότητα. Ακραία παραδείγματα αποτελούν οι ασκητικές συμπεριφορές ανθρώπων που αφιερώνουν μεγάλο κομμάτι της ζωής τους στον μοναχικό τρόπο ύπαρξης. Δεν χρειάζεται βέβαια να φτάσει κανείς στα άκρα για να αποκτήσει τον βαθμό της αυτεπίγνωσης που θα τον βοηθήσει να σχετιστεί πιο γνήσια.
Ακόμα και στα πλαίσια των ερωτικών σχέσεων οφείλουμε να σεβαστούμε το δικαίωμα του συντρόφου μας στη μοναχικότητα, στο βαθμό που δεν αισθανόμαστε να αποξενώνεται υπερβολικά από εμάς. Σύμφωνα με τον ποιητή Rainer Maria Rilke “το υψηλότερο καθήκον των εραστών είναι να περιφρουρούν ο ένας τη μοναχικότητα του άλλου”.
Δυστυχώς στις σύγχρονες κοινωνίες όπου η μοναξιά και η μοναχικότητα πολλές φορές συγχέονται σαν έννοιες, η τελευταία αντιμετωπίζεται ως κάτι το προβληματικό και απευκταίο. Η απειλή της “ταμπελοποίησής” μας ως αντικοινωνικών μας κάνει να αισθανόμαστε ενοχές όταν απορρίπτουμε προτάσεις για κοινωνική συνεύρεση και αντ’αυτού επιλέγουμε πιο μοναχικές δραστηριότητες.
Για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε στα αρνητικά συναισθήματα που συνδέονται με την περιστασιακή απομόνωση θα πρέπει αρχικά να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μια φυσιολογική αντίδραση. Αν και είμαστε συμβιωτικά όντα έχουμε συγχρόνως την ανάγκη της αυτονομίας και της αίσθησης ασφάλειας ακόμα και στην απουσία των άλλων.
Είναι, επίσης, σημαντικό να ορίζουμε την κοινωνικότητά μας με ποιοτικούς και όχι με ποσοτικούς όρους. Η αρχαία ρήση “ούκ εν το πολλώ το εύ” ισχύει στο ακέραιο όταν μιλάμε για τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Το να πιέζουμε τον εαυτό μας να διατηρεί σχέσεις με άτομα που επικοινωνούν σε διαφορετικά μήκη κύμματος και αναπτύσσονται με διαφορετικούς ρυθμούς από εμάς μπορεί σε βάθος χρόνου να ενισχύσει το αίσθημα της μοναξιάς.
Όταν αισθανόμαστε ότι οι σχέσεις μας γίνονται ανταγωνιστικές και μοιάζουν με έναν αγώνα για το ποιός έχει δίκιο τότε μάλλον δεν είναι από αυτές που μας βοηθάνε να αναπτυχθούμε ως προσωπικότητες. Αντιθέτως διαιωνίζουν την εσφαλμένη μας πεποίθηση ότι για να σχετιστούμε με κάποιον θα πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιπαραβάλλουμε επιχειρήματα σε αυτά που μας λέει.
Για να μην περιοριζόμαστε, λοιπόν, στην επιφανειακή επικοινωνία οφείλουμε να μάθουμε να ακούμε τους άλλους όπως θα θέλαμε να ακούνε και εμάς. Άλλωστε ο καθένας, ανεξαρτήτως μόρφωσης, κοινωνικής τάξης, ιδεολογικών πεποιθήσεων, σεξουαλικού προσανατολισμού κ.ο.κ., φέρει μέσα του τη δική του μοναδική αλήθεια και αν δεν την αποδεχτούμε δεν θα μπορέσουμε στην ουσία να τον συναντήσουμε.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*