Η αρχή για τη διαφοροποίηση γίνεται όταν κανείς επιχειρεί να κατανοήσει τα συναισθήματα τα οποία καθορίζουν τη συμπεριφορά και τις αποφάσεις του.
Κάθε άνθρωπος, μεγαλώνοντας, έχει να αντιμετωπίσει δυο έντονες εσωτερικές δυνάμεις: τη μια που του λέει να διαχωρισθεί συναισθηματικά από την οικογένειά του και να αρχίσει να σκέφτεται και να αισθάνεται ως ένα ανεξάρτητο ον και την άλλη που τον ωθεί να μείνει συναισθηματικά προσκολλημένος σε αυτήν. Η αρχή για τη διαφοροποίηση γίνεται όταν κανείς επιχειρεί να κατανοήσει τα συναισθήματα τα οποία καθορίζουν τη συμπεριφορά και τις αποφάσεις του.
Για παράδειγμα, βλέπουμε συχνά παιδιά που δε θέλουν να πηγαίνουν στο σχολείο χωρίς να υπάρχει, επιφανειακά, κάποιος λόγος. Παιδιά που ξαφνικά παρουσιάζουν συμπτώματα, όπως φοβίες. Παιδιά που μεγαλώνουν και δε φαίνεται να προσπαθούν ποτέ να εργαστούν, αλλά περνούν τις ώρες τους σπίτι, χωρίς ασχολίες.
Αν κανείς δουλέψει με οικογένειες που αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα, θα διαπιστώσει ότι τα συμπτώματα των παιδιών, σχετίζονται πάντα με τη σχέση που έχουν οι γονείς τους μεταξύ τους σαν ζευγάρι. Το σύμπτωμα είναι ένας τρόπος να μείνει το παιδί μαζί τους, ενώ συχνά αποτελεί και έναν αντιπερισπασμό από το πραγματικό πρόβλημα. Έτσι, αναπόφευκτα, τα παιδιά δεσμεύονται με αόρατα δεσμά και μαθαίνουν υποσυνείδητα ότι αν εξελιχθούν, προχωρήσουν, διαφοροποιηθούν, αυτό θα είναι το τέλος για την οικογένειά τους.
Διαβάστε σχετικά: Συγχώνευση και διαφοροποίηση στο οικογενειακό σύστημα
Η διαφοροποίηση του παιδιού από τους γονείς, συμβαίνει συνήθως στην εφηβεία. Το παιδί μέχρι πρότινος δεχόταν τις θέσεις, τις αρχές και τις πράξεις των γονιών του ως κάτι αδιαμφισβήτητα σωστό. Ταυτιζόταν μαζί τους και υιοθετούσε τις στάσεις και τις συμπεριφορές τους. Στην εφηβεία, το άτομο αρχίζει να αφήνει πίσω την ιδέα ότι οι γονείς του έχουν τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα αλλά και το ότι οι ίδιοι είναι πρότυπα σωστής και άμεμπτης συμπεριφοράς.
Αρχίζει να ψάχνει νέα πρότυπα για να προσκολληθεί- δεν είναι τυχαίο το ότι οι έφηβοι θαυμάζουν αστέρες του κινηματογράφου, αθλητές, τραγουδιστές. Επαναλαμβάνουν αυτό που έκαναν και με τους γονείς τους• επιχειρούν εκ νέου να αποκτήσουν εξιδανικευμένα πρότυπα.
Κάπως έτσι, τους βλέπουμε να αποκτούν στενές φιλίες με συνομηλίκους τους, με τους οποίους συνήθως έχουν πολλά κοινά σημεία• στην εμφάνιση, στη συμπεριφορά, στις προτιμήσεις. Είναι ένας τρόπος να συνδεθούν με τον εαυτό τους, να τον αγαπήσουν. Μοιάζει να δείχνουν στον εαυτό τους τους φίλους τους και να του λένε, “κοίτα πόσο του μοιάζω! Μπορείς να με αγαπήσεις αντί γι’ αυτόν”.
Για να βρουν ποιοι είναι, τι τους εκφράζει, τι θέλουν να κρατήσουν από όσα έμαθαν από τους γονείς τους και τι να απορρίψουν, οι έφηβοι καμιά φορά γίνονται επιθετικοί και επικριτικοί απέναντί τους. Φωνάζουν, κατηγορούν, υποτιμούν. Οι γονείς συχνά δυσκολεύονται να καταλάβουν ότι αυτή η στάση, όση λύπη και θυμό μπορεί να τους προκαλεί, είναι απαραίτητο πέρασμα για την ενηλικίωση και την ανεξαρτητοποίηση του παιδιού τους.
Ο θυμός που δείχνουν οι έφηβοι, η αμφισβήτηση, ακόμη και η θλίψη – δεν είναι τυχαίο που πολλοί έφηβοι φοράνε μαύρα• είναι σα να πενθούν την αθωότητα που έχασαν αλλά και ένα κομμάτι τους, στο οποίο είχαν επενδύσει, είναι απαραίτητα στοιχεία ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν σε ένα δικό τους μονοπάτι. Μερικέ φορές ωστόσο, για διάφορους λόγους αυτή η διαδικασία δεν ολοκληρώνεται.
Βλέπουμε παραδείγματα ανθρώπων που στην εφηβεία, ήταν πολύ απασχολημένοι να φροντίζουν ένα γονιό, οπότε δε μπόρεσαν ποτέ να του θυμώσουν, να απομακρυνθούν, να τον αμφισβητήσουν. Η ‘φροντίδα’ δεν αφορά απαραίτητα σε κάποιον άνθρωπο που έχει ορατά ανάγκη.
Μπορεί να μιλάμε για μια μητέρα, η οποία αφού γέννησε τα παιδιά της αφοσιώθηκε πλήρως σε αυτά. Δεν έβγαινε, δε διασκέδαζε, δεν είχε τίποτα να τη χαροποιεί παρά μονάχα εκείνα. Αυτά τα παιδιά, πώς θα μπορέσουν να απομακρυνθούν από την οικογενειακή εστία χωρίς ενοχές ότι την εγκαταλείπουν, ότι της παίρνουν μακριά το λόγο που έχει για να ζει;
Φυσικά, οι ενοχές αυτές δεν είναι συνειδητές, αντίθετα προέρχονται από το υποσυνείδητο που δεν έχει λογική και είναι συχνά αυτοκαταστροφικό. Έτσι τα παιδιά συχνά αποκτούν συμπτώματα• από πολύ κακές επιδόσεις στο σχολείο, μέχρι κάποια διαταραχή. Οτιδήποτε θα τους ‘αναγκάσει’ να μην προχωρήσουν, να μείνουν σπίτι, δίπλα στους γονείς που υποφέρουν, που δυσκολεύονται, που ζουν μέσα από τα παιδιά τους.
Οι γονείς, από την άλλη, αναλαμβάνουν να ‘σώσουν’ το ‘προβληματικό’ παιδί, φαινομενικά κουρασμένοι, εξαντλημένοι από μια ζωή προσπαθειών να του δώσουν τα πάντα, χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν ότι είναι αυτό το σύμπτωμα που τους κρατά ενωμένους. Υπάρχει δε, μια έντονη αντίφαση σε αυτές τις σχέσεις, που λέγονται συγχωνευτικές: από τη μία οι άνθρωποι αισθάνονται ότι δε μπορούν να ζήσουν χωρίς τον άλλον, από την άλλη κάνουν ο ένας τη ζωή του άλλου δύσκολη.
Διαβάστε σχετικά: Αποδοχή μέσα από την κατανόηση
Κανένα συναίσθημα δεν είναι αρνητικό, αρκεί κανείς να επιχειρεί να το κατανοήσει, ή έστω να το ‘ακούσει’. Ο θυμός, η θλίψη, επιτελούν κι αυτά ένα σκοπό. Δεν είναι εύκολο να διαφοροποιηθεί κανείς πλήρως από την οικογένεια προέλευσής του• άλλωστε, ελλοχεύει συχνά η παγίδα να περάσει στο άλλο άκρο και να αποκοπεί συναισθηματικά, προκειμένου να πάρει αποστάσεις.
Αυτό δε σημαίνει ότι πέτυχε τη διαφοροποίηση, καθώς αυτή απαιτεί το να μπορεί κανείς να έχει υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις και να ισορροπεί ανάμεσα στο συναισθηματικό και γνωστικό του κόσμο. Εν ολίγοις, πρόκειται περισσότερο για μια αδιάκοπη προσπάθεια παρά για μια κατάσταση που κατακτιέται.
Όσο κι αν δουλέψει κανείς με τον εαυτό του, όσο κι αν προσπαθεί να ξεφύγει από αυτοματισμούς που αφορούν σε μοτίβα σχέσεων που είχε μάθει να έχει καθώς μεγάλωνε, κάποιες φορές θα γυρνά στο παλιό. Ταυτόχρονα όμως, κάθε φορά, με ολοένα και μικρότερη προσπάθεια και κόστος, θα βρίσκει τρόπο να επιστρέφει στο καινούριο, που έχει μέσα ανακούφιση και χαρά.