Όσοι συνάνθρωποί μας εμφανίζουν οξέα ή χρόνια προβλήματα ψυχικής υγείας, αν για μεγάλα χρονικά διαστήματα δεν μπορέσουν να βρουν ανακούφιση από τις υψηλές θερμοκρασίες, μπορεί να εκδηλώσουν πυροδότηση συμπεριφορών ευερεθιστότητας, ψυχολογικής δυσφορίας ή και επικινδυνότητα.
Οι καλοκαιρινοί καύσωνες με τις ακραίες θερμοκρασίες τους, όπως αυτές που βιώνει το τελευταίο διάστημα η χώρα μας, έχουν συσχετισθεί με αύξηση της θνησιμότητας στον γενικό πληθυσμό και ειδικότερα στις ευπαθείς ομάδες, όπως είναι οι ασθενείς με καρδιαγγειακό ιστορικό, οι πάσχοντες από νόσους τους αναπνευστικού ή από σακχαρώδη διαβήτη και οι ηλικιωμένοι.
Συγκεκριμένα, για κάθε 1 °C μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας άνω των 24 °C, η θνησιμότητα αυξάνεται κατά 1,9%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό αύξησης φτάνει στο 5,5% για όσους έχουν και συνυπάρχοντα ψυχιατρικά προβλήματα. Γενικά, φαίνεται πως, μία προϋπάρχουσα ψυχιατρική νόσος μπορεί να υπερτριπλασιάσει τον κίνδυνο θανάτου στη διάρκεια ενός κύματος καύσωνα.
Επιπλέον, όσοι από τους συνανθρώπους μας εμφανίζουν οξέα ή χρόνια προβλήματα ψυχικής υγείας, αν για μεγάλα χρονικά διαστήματα δεν μπορέσουν να βρουν ανακούφιση από τις υψηλές θερμοκρασίες, μπορεί να εκδηλώσουν πυροδότηση συμπεριφορών ευερεθιστότητας, ψυχολογικής δυσφορίας ή και επικινδυνότητας που σχετίζεται με βίαιες και επιθετικές εκρήξεις θυμού και υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ που, υπό συνθήκες καύσωνα, καθίσταται ακόμη πιο επιβλαβής.
Οι επιδράσεις των παρατεταμένα υψηλών θερμοκρασιών, σε συνδυασμό με ενδεχόμενα προβλήματα στην ηλεκτροδότηση ή την υδροδότηση και την εκδήλωση απειλητικών πυρκαγιών έχουν έντονα αρνητικό αποτύπωμα στην ψυχική υγεία των πολιτών, τόσο σε αστικές όσο και σε αγροτικές περιοχές, με πιθανές αυξήσεις στα επίπεδα του χρόνιου ή του παροξυσμικού stress, της απελπισίας και της κατάθλιψης, καθώς και με ενδεχόμενη ανάδυση αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών. Κάθε ψυχική νόσος μπορεί να αποτελέσει επιπλέον παράγοντα κινδύνου για αύξηση της συνδεόμενης με τον καύσωνα θνησιμότητας, την ίδια στιγμή που η υπερβολική άνοδος της θερμοκρασίας αποτελεί ξεχωριστό παράγοντα υποτροπής ή παρόξυνσης ψυχικών διαταραχών.
Σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση βρίσκονται οι συνάνθρωποί μας που εμφανίζουν ανοϊκές διαταραχές, όπως η νόσος του Alzheimer, καθώς είναι πιθανό να μην μπορούν να απαρτιώσουν μία πλήρη νοητική επεξεργασία των περιβαλλοντικών συνθηκών ώστε να αναλάβουν προσαρμοστικές συμπεριφορές όπως είναι η αυξημένη πρόσληψη υγρών και η κατάλληλη ένδυση με ελαφρά ρούχα. Ανάλογο βαθμό ευαλωτότητας εμφανίζουν και όσοι πάσχουν από ψυχωτικές διαταραχές (όπως π.χ. η σχιζοφρένεια), βαριές διαταραχές του συναισθήματος ή αναπτυξιακές διαταραχές, την ίδια στιγμή που τόσο αυτές καθ’ εαυτές οι παθήσεις όσο και οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους χορηγούμενες φαρμακευτικές αγωγές μπορούν να επηρεάσουν δυσμενώς το θερμορυθμιστικό σύστημα των πασχόντων και την ικανότητα της ομοιοστατικής προσαρμογής του οργανισμού σε περιβάλλοντα υψηλών θερμοκρασιών. Ασθενείς με κατάθλιψη, για παράδειγμα, έχει βρεθεί πως εμφανίζουν μειωμένη θερμορρυθμιστική ικανότητα, ενώ χρειάζεται αυξημένη προσοχή, καθώς πολλά από τα αντικαταθλιπτικά και τα υπόλοιπα ψυχοτρόπα φάρμακα, μπορεί να επιδεινώσουν τις διαταραχές των ηλεκτρολυτών που αποτελούν σύνηθες φαινόμενο, εν μέσω κυμάτων καύσωνα.
Όσοι υποφέρουν από ψυχικές διαταραχές ενδέχεται, επίσης, να εμφανίζονται αρκετά επιρρεπείς σε, προκαλούμενες από την υπερβολική ζέστη, παρορμητικές συμπεριφορές ή άλλες εκδηλώσεις άρσης αναστολών, καθώς και σε άμβλυνση των νοητικών ικανοτήτων, καταστάσεις που μπορεί να οδηγήσουν στην αύξηση των θανατηφόρων ατυχημάτων και ευρύτερα των ετερο-βλαπτικών ή και των αυτό-βλαπτικών συμπεριφορών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι αυτοκτονίες που συσχετίζονται, επίσης, με την παρόξυνση και παράταση φαινομένων καύσωνα.
Γίνεται, λοιπόν, απολύτως κατανοητό γιατί τα σχέδια προστασίας της Δημόσιας Υγείας, εν μέσω περιόδων καύσωνα θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν στις ευπαθείς ομάδες και τους συνανθρώπους μας οι οποίοι πάσχουν από ψυχικές διαταραχές, με την προσοχή να εστιάζεται όχι μόνον σε όσους εμφανίζουν χρόνιες και βαριές ψυχικές παθήσεις, αλλά και στους πάσχοντες από ηπιότερες ψυχιατρικές διαταραχές.
*Xρίστος Χ. Λιάπης, Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών, Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το www.kathimerini.gr