Οι ερευνητές ανακάλυψαν τις αλλαγές που συμβαίνουν στο δίκτυο προσοχής του εγκεφάλου όταν ένα άτομο βιώνει ένα τραύμα και στοχεύουν να δημιουργήσουν νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Η έκθεση στο τραύμα μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας και οι ερευνητές επικεντρώνονται ολοένα και περισσότερο στο πώς τα τραυματικά γεγονότα μπορούν να αλλάξουν τον εγκέφαλό μας. Ωστόσο, αυτές οι αλλαγές δεν συμβαίνουν λόγω σωματικής βλάβης, καθώς ο εγκέφαλος φαίνεται να κάνει restart μετά από αυτές τις εμπειρίες.
Η κατανόηση των μηχανισμών που εμπλέκονται σε αυτές τις αλλαγές και του τρόπου με τον οποίο ο εγκέφαλος μαθαίνει το περιβάλλον και προβλέπει τις απειλές και την ασφάλεια είναι το επίκεντρο του εργαστηρίου ZVR στο Ινστιτούτο Νευροεπιστήμης Del Monte του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ, του οποίου ηγείται ο επίκουρος καθηγητής Μπέντζαμιν Σουάρεζ-Τζιμένεζ.
Μελετάμε το πώς οι άνθρωποι που εκτίθενται στο τραύμα μαθαίνουν να διακρίνουν τι είναι ασφαλές και τι όχι. Ο εγκέφαλός τους μας δίνει πληροφορίες για το τι μπορεί να πηγαίνει λάθος σε συγκεκριμένους μηχανισμούς που επηρεάζονται από την έκθεση στο τραύμα, ειδικά όταν εμπλέκεται το συναίσθημα, δηλώνει ο Μπέντζαμιν Σουάρεζ-Τζιμένεζ.
Η έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Communications Biology, εντόπισε αλλαγές στο δίκτυο προσοχής – έναν μηχανισμό του εγκεφάλου που χρησιμοποιείται για τη μάθηση και την επιβίωση – σε άτομα που είχαν εκτεθεί σε κάποιο τραύμα (με και χωρίς ψυχοπαθολογίες, όπως η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες, η κατάθλιψη και το άγχος).
Χρησιμοποιώντας τη Λειτουργική Απεικόνιση Μαγνητικού Συντονισμού (fMRI), οι ερευνητές κατέγραψαν τη δραστηριότητα στους εγκεφάλους των συμμετεχόντων καθώς κοιτούσαν κύκλους διαφορετικού μεγέθους – μόνο ένα μέγεθος συνδεόταν με ένα μικρό σοκ ή απειλή. Μαζί με τις αλλαγές στο δίκτυο προσοχής του εγκεφάλου, οι ερευνητές βρήκαν και μια άλλη διαφορά στην ανθεκτική ομάδα συμμετεχόντων που είχαν εκτεθεί σε τραύματα.
Διαπίστωσαν ότι οι εγκέφαλοι των ατόμων που είχαν εκτεθεί σε τραύμα και δεν παρουσίαζαν ψυχοπαθολογίες, αντιστάθμιζαν τις αλλαγές στις εγκεφαλικές τους διεργασίες, ενεργοποιώντας το δίκτυο εκτελεστικού ελέγχου, ένα από τα κυρίαρχα δίκτυα του εγκεφάλου.
Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε νέες θεραπείες όταν γνωρίζουμε τι ακριβώς πρέπει να αναζητήσουμε στον εγκέφαλο τη στιγμή που κάποιος εκτίθεται σε τραύμα, αναφέρουν οι ερευνητές. Σε αυτή την περίπτωση, γνωρίζουμε πού συμβαίνει μια αλλαγή στον εγκέφαλο και πώς κάποιοι άνθρωποι μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτή την αλλαγή. Πρόκειται για έναν δείκτη ανθεκτικότητας.
Διαβάστε σχετικά: Γιατί ορισμένοι άνθρωποι είναι περισσότερο ευάλωτοι στο τραυματικό στρες και άλλοι πιο ανθεκτικοί;
Προσθέτοντας το στοιχείο του συναισθήματος
Η πιθανότητα απειλής μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά κάποιος που έχει εκτεθεί σε τραύμα. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι αυτό συμβαίνει σε άτομα με διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), όπως περιγράφεται σε πρόσφατη μελέτη στο περιοδικό Depression & Anxiety. Οι συγγραφείς της μελέτης βρήκαν ότι οι ασθενείς με PTSD μπορούν να ολοκληρώσουν την ίδια εργασία με κάποιον που δεν έχει εκτεθεί σε τραύμα, όταν όμως δεν εμπλέκεται κανένα συναίσθημα.
Ωστόσο, όταν το συναίσθημα που είχε προκληθεί από μια απειλή προστέθηκε σε μία παρόμοια εργασία, τα άτομα με PTSD δυσκολεύτηκαν περισσότερο να διακρίνουν τις διαφορές.
Η ομάδα χρησιμοποίησε διαφορετικά μεγέθη κύκλων με ένα συγκεκριμένο μέγεθος να συνδέεται με μια απειλή με τη μορφή σοκ. Χρησιμοποιώντας τη Λειτουργική Απεικόνιση Μαγνητικού Συντονισμού, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι τα άτομα με PTSD παρουσίαζαν μειωμένη σηματοδότηση μεταξύ του ιππόκαμπου (μια περιοχή του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνη για το συναίσθημα και τη μνήμη) και του δικτύου προσοχής του εγκεφάλου (ένας μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μάθηση και την επιβίωση).
Παρατήρησαν επίσης μειωμένη σηματοδότηση μεταξύ της αμυγδαλής (μια άλλη περιοχή του εγκεφάλου που συνδέεται με το συναίσθημα) και του δικτύου προεπιλεγμένων λειτουργιών (μια περιοχή του εγκεφάλου που ενεργοποιείται όταν κάποιος δεν είναι συγκεντρωμένος στον έξω κόσμο). Τα ευρήματα αυτά αντανακλούν την αδυναμία ενός ατόμου με τη Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες να διακρίνει αποτελεσματικά τις διαφορές μεταξύ των κύκλων.
Αυτό μας δείχνει ότι οι ασθενείς με PTSD έχουν προβλήματα διάκρισης μόνο όταν υπάρχει μια συναισθηματική συνιστώσα, όπως σε αυτή την περίπτωση ήταν η απέχθεια. Χρειάζεται ακόμη να επιβεβαιώσουμε αν αυτό ισχύει και για άλλα συναισθήματα όπως η θλίψη, η αηδία, η ευτυχία κ.λπ., λένε οι ερευνητές. Αυτό που συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο, είναι ότι τα συναισθήματα επιβαρύνουν τη γνωστική τους ικανότητα να διακρίνουν μεταξύ της ασφάλειας, του κινδύνου ή της ανταμοιβής, οδηγώντας σε υπερβολικές υπεργενικεύσεις που σχετίζονται με τον κίνδυνο.
Στο σύνολό τους, τα ευρήματα βοηθούν στην επέκταση των γνώσεών μας σχετικά με την επίδραση του τραύματος στον εγκέφαλο, δηλώνουν οι ερευνητές.
Η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες οφείλεται σε αξιοσημείωτη δυσλειτουργία στις περιοχές του εγκεφάλου που είναι ζωτικής σημασίας για την επεξεργασία και την απόκριση στον φόβο. Τα εργαστήριά μας έχουν δεσμευτεί να προωθήσουν τη νευροβιολογική έρευνα που θα εξυπηρετήσει τον σκοπό της ανάπτυξης νέων και καλύτερων θεραπειών που μπορούν να στοχεύσουν αποτελεσματικά στα ανώμαλα κυκλώματα του φόβου.
Οι ερευνητές θα συνεχίσουν να διερευνούν τους μηχανισμούς του εγκεφάλου και τα διάφορα συναισθήματα που συνδέονται με αυτούς, χρησιμοποιώντας περισσότερες ρεαλιστικές καταστάσεις με τη βοήθεια της εικονικής πραγματικότητας στο εργαστήριό τους. Στοχεύουν να κατανοήσουν αν αυτοί οι μηχανισμοί και οι αλλαγές που προκύπτουν είναι συγκεκριμένοι ως προς μια απειλή και αν επεκτείνονται σε λειτουργίες που σχετίζονται με το περιβάλλον.
Απόδοση – Επιμέλεια: PsychologyNow.gr
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*