Όσο περισσότερη πείρα αποκτώ στο να βλέπω και να «θεραπεύω» ανθρώπους, τόσο πιο κοντά έρχομαι σε μια κοινή αλήθεια: οι άνθρωποι δεν θρηνούμε. Δεν θλιβόμαστε βαθιά. Δεν πενθούμε ολοκληρωτικά.
Προφανώς υπάρχουν εξαιρέσεις. Ευτυχώς. Πάντως, το να είσαι πολίτης χωρών της Δύσης και ιδίως αστικών περιοχών στις μέρες μας, σου δίνει μεγάλες πιθανότητες να υποφέρεις από – ας το ονομάσουμε- θλιψοφοβία. Να φοβάσαι, δηλαδή, τη θλίψη, να την νοσοποιείς και αν γίνεται να την ποινικοποιείς κι από πάνω.
Έχω την υποψία ότι ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής και ο εκβιομηχανισμός με την προώθηση της αξίας της παραγωγικότητας, την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, τις ανελέητες ταχύτητες ζωής, την απομάκρυνση από τον πνευματικό εαυτό, από τη φύση και από τις μικρές αλληλέγγυες κοινότητες μας οδήγησε να απωλέσουμε την «πολυτέλεια» της βίωσης δύσκολων συναισθημάτων.
Η κατάθλιψη κάνει πάρτι περίπου έναν αιώνα τώρα. Και τι άλλο είναι η κατάθλιψη από το φόβο της θλίψης; Κατά + Θλίψη. Οι ειδικοί ψυχικής υγείας ξέρουμε καλά ότι το κυρίαρχο συναίσθημα της Μείζονος Κατάθλιψης είναι το επίπεδο – flat συναίσθημα και η ανηδονία. Όχι η θλίψη.
Με απλά λόγια θέλω να πω το εξής: προλαβαίνουμε άραγε να πενθήσουμε μια απώλεια; Να θρηνήσουμε έναν θάνατο; Να κλάψουμε για τις αποτυχίες μας; Να κλειστούμε μακριά από τη ζωή, χωρίς ενοχές και φόβο για τα συντετριμμένα μας όνειρα; Δεν προλαβαίνουμε. Έχουμε δουλειά, έχουμε παιδιά, έχουμε χρέη, έχουμε υποχρεώσεις. Και έχουμε και ντροπή, κι έχουμε και ενοχή και έχουμε και έναν κατακλυσμό από new age αξίες κυνηγιού της «ευτυχίας», της επιτυχίας, της υπερδύναμης, της «υγείας».
Και να προλαβαίναμε, ξέρουμε να θρηνούμε; Όταν ήμασταν βρέφη και νήπια εκφράζαμε τα συναισθήματα μας με γενναιοδωρία. Γελούσαμε, θυμώναμε, φοβόμασταν και εκπλησσόμασταν με όλη μας τη ψυχή. Κάθε ερέθισμα που προκαλούσε ένα συναίσθημα γινόταν κατακλυσμικό. Και μας έπνιγε. Και δεν μας πείραζε. Δεν είχαμε μετασυναισθήματα.
Όταν γελούσαμε, ευχαριστιόμασταν με τη ψυχή μας κι όταν τσαντιζόμασταν πάλι το ευχαριστιόμασταν. Δεν ξέραμε ότι οι «ενήλικοι» δεν θυμώνουν. Ούτε ότι οι άντρες δεν κλαίνε. Σιγά- σιγά, φευ, τα μάθαμε. Και αρχίσαμε να λογοκρίνουμε τα συναισθήματα μας, να τα κρύβουμε, να τα εκλογικεύουμε, να δημιουργούμε ως και μηχανισμούς άμυνας για να τα αποφύγουμε. Τα δύσκολα συναισθήματα, τουλάχιστον. Τα απαγορευμένα.
Και μετά από την υπερλογική παιδική ηλικία, περάσαμε στην υπερσυναισθηματική εφηβεία. Όπου με έκπληξη πιάναμε τον εαυτό μας να βιώνει με μεγάλη ένταση τα πάντα. Και αυτό μας φόβιζε. Αλλά βρήκαμε αντίδοτο του φόβου: τις ουσίες. Αλκοόλ, καφές, τσιγάρο, ναρκωτικά. Μα τι ωραία καταπραϋντικά! Είμαι χάλια και κλαίω και με δυο μπύρες χορεύω ξέφρενα. Νιώθω αδύναμος και πεσμένος και με δυο καφέδες αποκτώ ενέργεια ταύρου. Ευλογημένοι καρποί της γης που παράγετε τέτοια ψυχικά παυσίπονα!
Και φτάνω 20 και φτάνω 30 και φτάνω 40 και έχω ξεχάσει να αντέχω τον πόνο. Έχω ξεχάσει να χαίρομαι το κλάμα μου. Δεν ξέρω να πενθώ. Και τρέχω στους ψυχιάτρους να μου γράψουν φάρμακα και στους ψυχολόγους να με θεραπεύσουν. Επειδή χώρισα, επειδή έχασα έναν αγαπημένο, επειδή απέτυχα στην υλοποίηση του στόχου μου.
Διαβάστε σχετικά: Πόσο συναισθηματικά υγιείς είμαστε;
Επειδή δεν μπορώ να δουλέψω, δεν μπορώ να γυμναστώ, δεν μπορώ να φροντίσω τους άλλους. Επειδή δε νιώθω φυσιολογικός. Γιατί δεν έχω διάθεση, γιατί δεν κοιμάμαι, γιατί άλλαξα, κάνε με όπως πριν. Κάνε με, δηλαδή, ένα πλάσμα, σχεδόν μη-πλάσμα. Σχεδόν ρομπότ. Να έχω συναισθήματα, αλλά να τα ελέγχω. Να πονώ, αλλά να δουλεύω. Να φοβάμαι, αλλά να τρέχω, να τρέχω. Όπως τρέχουν όλοι, όπως τρέχουν τα έξοδα, όπως τρέχει το φως.
Συχνά λέω στους θεραπευόμενους μου ότι έχω την αίσθηση ότι ο κόσμος αυτός που ζούμε δεν είναι ανθρώπινος. Δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τους ρυθμούς του. Η φύση όλη έχει άλλους ρυθμούς και όλα τα πλάσματα της. Ξυπνά και αναπαράγεται και ανθίζει την Άνοιξη, συνεχίζει πιο ράθυμα το Καλοκαίρι, δρέπει καρπούς το Φθινόπωρο και ξεκουράζεται τον Χειμώνα.
Τα πλάσματα της προσαρμόζονται στις συνθήκες της. Και αυτά που ζουν πολύ, είναι τα πιο αργά, τα πιο βαριεστημένα. Τα βιαστικά δε ζουν πολύ. Πώς οι άνθρωποι έχουν τη ψευδαίσθηση ότι αν δε σταματούν ποτέ, αν δε κάνουν παύση από το κυνήγι της ζωής, θα αντέξουν;
Στην πραγματικότητα η ψυχική κατάρρευση είναι μάλλον το καλό σενάριο. Γιατί αν την ακούσεις και σταματήσεις, θα γλιτώσεις την σωματική. Αλλά πρέπει να μάθουμε να την ακούμε. Και να την υποδεχόμαστε και να μην την διώχνουμε, μην την ξορκίζουμε, να την αγκαλιάζουμε. Μας θυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι. Και ότι χρειαζόμαστε πιο «φυσικό» χώρο και χρόνο για να αναπτυχθούμε και να είμαστε υγιείς.
Μας θυμίζει ότι δεν είμαστε εμείς οι άρρωστοι. Αλλά οι κοινωνίες μας. Ο τρόπος που ζούμε. Αυτές πρέπει να αλλάξουν. Και από εμάς θα αλλάξουν. Αν θυμηθούμε τι μας κάνει ανθρώπους. Και αυτή είναι η ψυχοθεραπεία. Να θυμηθούμε τι μας κάνει ανθρώπους. Να αγκαλιάσουμε την τρωτότητά μας. Να μας αγαπήσουμε, όπως είμαστε: αδύναμοι, ευαίσθητοί, φθαρτοί. Υπέροχα πλάσματα του Θεού!
Χανιά, 29 Γενάρη 2022
Νικολέτα Μπουλταδάκη
ΥΓ: Αυτό το άρθρο είναι αφιερωμένο σε όλους τους θεραπευόμενους και μαθητές μου που μέσα από τον δικό τους πόνο με δίδαξαν να βλέπω ανθρώπους και όχι ασθενείς. Που μαζί τους παίρνω θάρρος να αντέχω κι εγώ να βουλιάζω στα σκοτάδια μου με πρωτόγνωρη συγκίνηση και όχι με φόβο.
Και είναι και μια πρόκληση- πρόσκληση στους μαθητευόμενους θεραπευτές: ας ανοίξουμε τη ψυχή μας στο να αντέχει περισσότερο πόνο, χωρίς φόβο. Ο χρόνος να είναι ο γιατρός της θλίψης και όχι η υπερτίμηση της χαράς και της σεροτονίνης. Πάντα θεραπευόμενη, πάντα μαθήτρια. Σας ευχαριστώ, παιδιά μου.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*