Ίσως όλοι οι άνθρωποι, κάποια στιγμή στη ζωή μας, αισθανθήκαμε την ανάγκη να φύγουμε από μια κατάσταση επειδή πνιγόμασταν. Είναι σημαντικό όμως, να έχουμε κατά νου ότι πολύ συχνά, η φυγή δε θα μας ανακουφίσει – ίσως μάλιστα οδηγήσει στο να παγιωθεί μια νέα καταπιεστική συνθήκη.
Ίσως όλοι οι άνθρωποι, κάποια στιγμή στη ζωή μας, αισθανθήκαμε την ανάγκη να φύγουμε από μια κατάσταση επειδή πνιγόμασταν. Μια σχέση, μια δουλειά, ένα σπίτι. Συνήθως αποδίδουμε αυτήν την ανάγκη για φυγή σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως ένα σύντροφο ή μια οικογένεια που δε μας καταλαβαίνει, ένα «τοξικό» εργασιακό περιβάλλον που μας προκαλεί δυστυχία, ένα σπίτι με πολλές αναμνήσεις που δε μας αφήνει να ξεχάσουμε.
Και είναι πιθανό σε κάποιες περιπτώσεις να χρειάζεται όντως να φύγουμε από μια κατάσταση για να προστατευθούμε. Είναι σημαντικό όμως, να έχουμε κατά νου ότι πολύ συχνά, η φυγή δε θα μας ανακουφίσει – ίσως μάλιστα οδηγήσει στο να παγιωθεί μια νέα καταπιεστική συνθήκη, με άλλη μορφή, από την οποία δύσκολα θα βρεθεί διέξοδος.
Πώς προκύπτουν όμως οι τάσεις φυγής;
Η γονική προβολή είναι συχνά η αρχή. Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία οι γονείς, μεταφέρουν στα παιδιά τους με λεκτικούς ή και με μη λεκτικούς τρόπους τις προσδοκίες και τα θέλω τους από εκείνα. Έτσι τα παιδιά αποκτούν από πολύ νωρίς κάποιες ταμπέλες: το «υπεύθυνο» παιδί, το «αδιάφορο» παιδί κ.ο.κ. Κατά συνέπεια, πολλά παιδιά οικειοποιούνται αυτούς τους ρόλους ασυναίσθητα, και ζουν τη ζωή τους με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκριθούν σε αυτούς.
Έτσι, συχνά, δημιουργείται μέσα τους ένας ανείπωτος θυμός αλλά και ενοχές και αυτό κάποιοι άνθρωποι επιχειρούν να το λύσουν με τη συναισθηματική ή και γεωγραφική αποκοπή. Πρακτικά, αυτό μεταφράζεται στο ότι το άτομο φεύγει από τη σχέση, επειδή αδυνατεί να αντέξει τη συναισθηματική φόρτιση που έχει προκύψει.
Αυτή η λύση ωστόσο, έχει περισσότερο πυροσβεστικό χαρακτήρα, καθώς στην πραγματικότητα δεν επιλύει την ένταση ενώ ταυτόχρονα μπορεί να πυροδοτεί το θυμό και τις ενοχές του ατόμου. Αυτός ο τρόπος συσχέτισης, που ξεκινά από την οικογένεια προέλευσης του ατόμου, μεταφέρεται σε όλες του τις σχέσεις, καθώς όταν μαθαίνουμε σε μια συγκεκριμένη συναισθηματική συνθήκη, αυτήν θα επαναλαμβάνουμε μετέπειτα στη ζωή μας.
Εν προκειμένω, το μοτίβο φαίνεται να είναι ότι όταν η συναισθηματική ένταση γίνεται αβάσταχτη, η φυγή δίνει τη λύση. Παραβλέπεται όμως ότι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη τις δεσμεύσεις μας. Χρειαζόμαστε τους συντρόφους και τις οικογένειές μας, έχουμε ανάγκη να εργαζόμαστε και να εισπράττουμε αναγνώριση των προσπαθειών μας, είναι σημαντικό να διατηρήσουμε τους δεσμούς μας με ένα σπίτι ή ένα μέρος που καθόρισε τη ζωή μας. Η φυγή δε θα βοηθήσει να απαντήσουμε στις παραπάνω ανάγκες, ούτε θα ανακουφίσει τον πόνο που προκύπτει, όταν το σύστημα δυσλειτουργεί και οι ανάγκες μας δεν καλύπτονται.
Διαβάστε σχετικά: Το παιχνίδι του ελέγχου και της αποφυγής
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, στο ποίημά του «Η πόλις», γράφει:
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους (…)
Για τα αλλού — μη ελπίζεις δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Αν επιχειρήσει κανείς να το μεταφράσει θεραπευτικά, θα δει ότι όπως κανείς είναι δυστυχισμένος παντού, κουβαλώντας την πόλη μέσα του, έτσι μπορεί να γίνει και ευτυχισμένος οπουδήποτε, όταν αρχίσει να βλέπει ότι η πραγματική ελευθερία είναι μέσα στις δεσμεύσεις του, στην πόλη δηλαδή. Δε χρειάζεται να πάει πουθενά αλλού για να είναι ευτυχισμένος, αλλά να βρει έναν τρόπο για να νιώθει καλά εκεί που βρίσκεται.