Παρά την ανάπτυξη ορισμένων αποτελεσματικών θεραπειών, δεν υπάρχει καμία θεραπεία για τον εθισμό.
Η παρακάτω λίστα, αντλώντας ερευνητικά στοιχεία σχετικά με τον εθισμό από την νευροεπιστήμη, την ψυχολογία και την κλινική πρακτική, προσδιορίζει διάφορες βασικές μορφές συμπεριφοράς που σχετίζονται με τον εθισμό:
1. Οι ανεπιτυχείς προσπάθειες να σταματήσουν τη χρήση.
Οι τοξικομανείς εκφράζουν συχνά την επιθυμία να σταματήσουν εντελώς, αλλά δεν είναι σε θέση να το πραγματοποιήσουν. Η βραχυπρόθεσμη αποχή είναι κοινή, αλλά μακροπρόθεσμα, τα ποσοστά υποτροπής είναι υψηλά. Όπως είπε ο Μαρκ Τουέιν για τους πόνους της διακοπής του καπνίσματος: «Είναι εύκολο. Το έχω κάνει χίλιες φορές».
2. Η υποτροπή υποκινούμενη από ερεθίσματα
Η εμπειρία με μια εθιστική ουσία ευαισθητοποιεί το χρήστη σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα που στη συνέχεια ενεργοποιούν τη λαχτάρα για αυτήν. Αυτά τα ερεθίσματα (π.χ. το τσούγκρισμα από τα παγάκια στην περίπτωση αλκοολισμού) σηματοδοτούν αφορμές για επιστροφή στη χρήση. Για παράδειγμα, κατά την έξοδο από την αποτοξίνωση, οι τοξικομανείς οι οποίοι επιστρέφουν στο παλιό τους περιβάλλον, είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν τη λαχτάρα τους και να συνεχίσουν τη χρήση.
Ένας εξαρτημένος που αναρρώνει έχει επίσης σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να «υποτροπιάσει» εάν λαμβάνει μια μικρή γεύση του ναρκωτικού της επιλογής του ή βιώσει έντονο άγχος. Αυτό είναι το φαινόμενο που προειδοποιούν οι Ανώνυμοι Αλκοολικοί: ότι οι εγκρατείς αλκοολικοί δεν μπορούν να επαναλάβουν την περιστασιακή κατανάλωση αλκοόλ χωρίς να χάσουν τον έλεγχο.
Διαβάστε σχετικά: Χρήση ουσιών επί της ουσίας
3. Απώλεια ελέγχου
Η απώλεια ελέγχου σημαίνει ότι κάποιος εν γνώσει του ενεργεί εναντίον της αποφασιστικότητας να απέχει, όπως για παράδειγμα, όταν καταναλώνει το μεγαλύτερο μέρος του επιδορπίου του και έχει αποφασίσει ότι θα ξεκινήσει διατροφή. Η τυπική αντίδραση σε αυτή την αποτυχία, περιλαμβάνει ισχυρά αρνητικά συναισθήματα (π.χ. κατάθλιψη και αυτο-απέχθεια). Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το πρόγραμμα δώδεκα-βημάτων των Ανώνυμων Αλκοολικών αρχίζει με: «Παραδεχόμαστε ότι είμαστε ανίσχυροι πάνω στο αλκοόλ και ότι η ζωή μας έχει γίνει ανεξέλεγκτη».
4. Επιθυμία χωρίς ευχαρίστηση
Οι εθισμένοι συνήθως συνεχίζουν την εθιστική συμπεριφορά τους, ακόμη και όταν αναφέρουν ότι η ουσία (π.χ. τσιγάρο ή το ποτό) δεν είναι πλέον ευχάριστη. Οι τοξικομανείς συχνά εκφράζουν ότι συνεχίζουν να κάνουν χρήση ναρκωτικών, ακόμη και όταν αυτά δεν προσφέρουν πλέον καμία ευχαρίστηση. Για παράδειγμα, ορισμένοι καπνιστές εκφράζουν μία βαθειά απέχθεια κατά του καπνίσματος, αλλά συνεχίζουν να καπνίζουν τακτικά.
5. Παραμένοντας σε εγρήγορση
Παρά την ανάπτυξη ορισμένων αποτελεσματικών θεραπειών, δεν υπάρχει καμία θεραπεία για τον εθισμό. Οι εθισμένοι που αναρρώνουν διαχειρίζονται συχνά την τάση τους να κάνουν λάθη μέσω του γνωστικού ελέγχου, όπως μειώνοντας ή εξαλείφοντας τις μελλοντικές επιλογές.
Ο κύριος σκοπός είναι να μειωθεί η πιθανότητα να συναντήσουν τα ερεθίσματα που θα προκαλέσουν την υποτροπή. Για παράδειγμα, ακόμα και άνθρωποι με εθισμό που έχουν μείνει καθαροί για χρόνια, συμμετέχουν σε συναντήσεις ομάδων υποστήριξης, όπως των Ανώνυμων Αλκοολικών, πλαίσια στα οποία δεν προβλέπονται ατομικές θεραπείες ή φάρμακα.
6. Η διασταύρωση του εθισμού
Πολλοί τοξικομανείς συχνά αντικαθιστούν ένα ψυχαναγκαστικό πρόβλημα με ένα άλλο. Εργάζονται ψυχαναγκαστικά, γίνονται τζογαδόροι ή χρησιμοποιούν το σεξ όπως συνήθιζαν κάποτε που χρησιμοποιούσαν τις χημικές ουσίες για την καταπολέμηση του αισθήματος του κενού, της πλήξης, του άγχους και της κατάθλιψης που απειλούν συνεχώς να τους συντρίψουν.
7. Αυτο-φαρμακευτική αγωγή
Η θεωρία της αυτοθεραπείας του εθισμού, δείχνει ότι τα άτομα με ελλείμματα στις ικανότητες ρύθμισης συναισθημάτων, δηλαδή οι δεξιότητες σχετικές με την τροποποίηση συναισθηματικών αντιδράσεων και την ανοχή των αρνητικών συναισθημάτων, μπορεί να κάνουν χρήση φαρμάκων σε μια προσπάθεια να διαχειριστούν τις αρνητικές ή οδυνηρές συναισθηματικές καταστάσεις.
Για παράδειγμα, τα άτομα με ιστορικό έκθεσης σε δυσμενή περιβάλλοντα κατά την παιδική ηλικία τους (π.χ. σωματική και σεξουαλική κακοποίηση), τείνουν να έχουν μειωμένη ικανότητα να ρυθμίζουν τα αρνητικά συναισθήματα και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το άγχος.
Διαβάστε σχετικά: Εθισμός: Μία λέξη με αρνητική απόχρωση
8. Γενετική προδιάθεση
Τα περισσότερα άτομα που χρησιμοποιούν φάρμακα τα χρησιμοποιούν μόνο μερικές φορές. Μερικοί δεν θα προχωρήσουν πέρα από τον πειραματισμό. Άλλοι γρήγορα θα δεσμευτούν ενεργά και θα παραμείνουν έτσι για πολύ καιρό. Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις μιας γενετικής προδιάθεσης για την ανάπτυξη ενός εθισμού.
Για παράδειγμα, εξαιτίας γενετικής προδιάθεσης, τα παιδιά των αλκοολικών διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για μελλοντικά προβλήματα με το αλκοόλ και πολλά παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα παρορμητικότητας. Έτσι, μπορείτε να πιείτε δύο ποτήρια κρασί και να μη επιθυμείτε περισσότερα, αλλά ένα γενετικά ευάλωτο άτομο, δυσκολεύεται να σταματήσει στα έξι.
9. «Κατάχρηση ουσιών» εναντίον «εθισμού».
Υπάρχει διαφορά μεταξύ ενός ατόμου που κάνει κατάχρηση ουσιών και ενός εξαρτημένου ή αλκοολικού ατόμου; Σε κάποιο απροσδιόριστο σημείο, όσοι κάνουν κατάχρηση ουσιών, δεν ελέγχουν πλέον τη χρήση της ουσίας.
Ακριβώς όπως ένα τουρσί δεν μπορεί ποτέ να γίνει ένα αγγούρι και πάλι, όταν ένα άτομο περνά πάνω από αυτήν την απροσδιόριστη γραμμή, υπάρχει μια αλλαγή στην κυκλώματα του εγκεφάλου που δεν μπορεί να αντιστραφεί. Κάθε τοξικομανής ξεκινά ως ένας περιστασιακός χρήστης και στη συνέχεια μεταμορφώνεται σε ένα ψυχαναγκαστικό χρήστη.
10. Ο εθισμός δεν περιορίζεται στην κατάχρηση ουσιών.
Η ψυχολογική έννοια της εξαρτημένης μάθησης προτείνει ότι εάν μια συμπεριφορά ακολουθείται από μια ικανοποιητική εμπειρία, ένα ζώο (ή ένα άτομο) είναι πιο πιθανό να επαναλάβει την επιβραβευτική συμπεριφορά σε μεταγενέστερο χρόνο. Για παράδειγμα, ένας σκύλος εκτελεί ένα τέχνασμα για να πάρει μια λιχουδιά.
Στα ανθρώπινα όντα, η εξαρτημένη μάθηση τους επιτρέπει να μάθουν συμπεριφορές που οδηγούν σε ορισμένες ανταμοιβές (ή συνέπειες). Για παράδειγμα, αν κάποιος γνωρίζει ότι παίζοντας βιντεοπαιχνίδια (ή σερφάροντας στο διαδίκτυο, ψωνίζοντας ή δουλεύοντας) μειώνεται ο κίνδυνος υποτροπής, τότε ένα άτομο θα είναι πιο πιθανό να επαναλάβει αυτή την πράξη στο μέλλον.
Πηγή: psychologytoday.com
Aπόδοση – Επιμέλεια: PsychologyNow.gr
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*