PsychologyNow Team

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - Νίκος Τάκης: Η ψυχοθεραπεία είναι ένα κάλεσμα για δράση και ενεργοποίηση του εαυτού μας να αναλάβει δράση

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - Νίκος Τάκης: Η ψυχοθεραπεία είναι ένα κάλεσμα για δράση και ενεργοποίηση του εαυτού μας να αναλάβει δράση

PsychologyNow Team

Πρέπει να αναλάβεις την ευθύνη του εαυτού σου, να σκεφτείς για πράγματα, να δουλέψεις σε πράγματα και, πάνω από όλα, να κάνεις τομές και ρήξεις.


Σε μία όμορφη συνάντηση με τον κύριο Νίκο Τάκη, ομαδικό ψυχαναλυτή και διδάκτωρ κλινικής ψυχολογίας, είχαμε την ευκαιρία να αναπτύξουμε θέματα ψυχολογίας και ψυχοθεραπείας, νοηματοδότησης και υπέρβασης των συμπτωμάτων και την ανάγκη της εποπτείας στους ειδικούς ψυχικής υγείας.

 

Πώς ορίζεται από εσάς η έννοια της ψυχικής υγείας και της ψυχικής ασθένειας;

Αυτό είναι ένα πολύπλοκο θέμα, που μπορεί να οριστεί από διάφορες κατευθύνσεις. Εμείς ως ψυχοθεραπευτές πιστεύουμε ότι ψυχική υγεία σημαίνει την ικανότητα ενός ανθρώπου να εργάζεται, να απολαμβάνει τη ζωή του και να μπορεί να αγαπάει και να αγαπιέται.

Θα προσέθετα και τη διάσταση, που για μένα είναι πάρα πολύ σημαντική, της ικανότητας – αυτό που λέμε – της νοηματοδότησης: να μπορεί, δηλαδή, κανείς να αντιλαμβάνεται τις δικές του κινήσεις και τι συμβαίνει μέσα του με τα συναισθήματά του, που είναι και σε μεγάλο βαθμό η βάση της ψυχικής υγείας. Ψυχική υγεία, αν το δούμε τυπικά και τεχνικά, σημαίνει και απουσία ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων.

Η ψυχική ασθένεια, από την άλλη πλευρά, είναι επίσης μια ευρεία έννοια, την οποία θεωρώ ότι θα αδικήσουμε πάρα πολύ, εάν τη δούμε μόνο από την ψυχιατρική οπτική. Μιας και μιλάμε και για το στίγμα: ψυχική ασθένεια είναι μια έκφραση σε μεγαλύτερο βαθμό πολλών χαρακτηριστικών που έχουν και οι άνθρωποι που θεωρούνται εντός πολλών εισαγωγικών ψυχικά υγιείς: δηλαδή, αυτή είναι η λεγόμενη ποσοτική διαφορά και όχι ποιοτική.

Με άλλα λόγια, η ψυχική ασθένεια σημαίνει ότι ένας άνθρωπος που τον θεωρούμε ότι πάσχει από κάτι έχει σε μεγαλύτερο βαθμό κάποια ψυχολογικά χαρακτηριστικά από ότι οι μη ασθενείς. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που έχει αγχώδη διαταραχή, έχει παραπάνω άγχος από ότι ο μη αγχωτικός, ο μη αγχώδης. Ένας άνθρωπος, ας πούμε, που έχει κατάθλιψη, έχει μια ποσοτική διαφορά στη θλίψη από ότι ο μη καταθλιπτικός.

Με άλλα λόγια, θα πρέπει να βρούμε την αιτία της ψυχικής ασθένειας υπό το πρίσμα όχι ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι κάτι διαφορετικό, κάτι άλλο από μας. Απλά, έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό για κάποιους λόγους, οι οποίοι εξηγούνται πάντοτε, κάποια χαρακτηριστικά που έχουμε όλοι μας, όποτε υπό αυτό το πρίσμα θα ήθελα να ορίσω την ψυχική ασθένεια.

 

Πώς θα μπορούσαμε να προασπίσουμε την ψυχική μας υγεία;

Την ψυχική μας υγεία μπορούμε να την προασπίσουμε, πάνω απ΄ όλα, με δύο πράγματα, κατά τη γνώμη μου, βασικά: με τις σχέσεις και τις σκέψεις. Και τι εννοώ με αυτό; Και οι δύο περιπτώσεις έχουν να κάνουν με μια μορφή σύνδεσης: στις σχέσεις συνδεόμαστε με ανθρώπους και στις σκέψεις συνδέουμε κομμάτια του εαυτού μας, τα συναισθήματά μας, τις αναπαραστάσεις μας, τις εσωτερικές μας λειτουργίες.

Κάτι εξαιρετικά σημαντικό είναι το γεγονός ότι πρέπει, όπως ανέφερα και πριν, να νοηματοδοτούμε τα πράγματα και να τα καταλαβαίνουμε. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, τα ψυχικά συμπτώματα, η ψυχική νόσος εμφανίζεται ως μια αδυναμία του ψυχισμού να μπορέσει να οργανώσει, να εμπεριέξει και να επεξεργαστεί τους ψυχικούς ερεθισμούς, οι οποίοι μπορεί να προέρχονται είτε από μέσα μας είτε από το εξωτερικό περιβάλλον. Η ικανότητα της σκέψης, λοιπόν, αφορά ακριβώς αυτό: το να μπορούμε να μεταβολίσουμε τις εντάσεις ασχέτως της προέλευσής τους και να μπορούμε να καταλάβουμε αυτό που μας συμβαίνει.

Επίσης, οι σχέσεις έχουν μια αντίστοιχη λειτουργία: σε μεγάλο βαθμό εμπεριέχουν μια εκφόρτιση της προσωπικής έντασης που έχει ο καθένας μέσα του με το να μοιράζεται και να επιτυγχάνει έτσι την ανακούφισή του. Η αίσθηση ότι δεν είναι κανείς μόνος και μπορεί να μιλάει για αυτό, που του συμβαίνει, είναι εξαιρετικά σωτήρια, γιατί ένα τεράστιο κομμάτι των ψυχικών παθήσεων, όπως, επίσης, και ένας λόγος που οι ψυχικές παθήσεις επιδεινώνονται, είναι ακριβώς το γεγονός ότι δεν έχουμε να μοιραστούμε αυτό που ζούμε– το βίωμά μας – με κάποιον.

Όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης, εξάλλου,οι άνθρωποι είμαστε εξ ορισμού όντα πολιτικά, κοινωνικά. Η αδυναμία ικανοποίησηςτης τάσης μας για σχετίζεσθαι είναι κάτι που αφήνει μια φυσική ένταση ανεπεξέργαστη και μπορεί να οδηγήσει στην ψυχική ασθένεια.

 

Τι χρειάζεται επομένως να κάνουμε μόλις παρατηρήσουμε στον εαυτό μας ορισμένες ψυχολογικές δυσκολίες όπως υπερβολικό άγχος, ψυχοσωματικά συμπτώματα κ.λπ.;

Κατ΄αρχάς, αυτά πρέπει να τα διαχωρίσουμε. Η έννοια του ψυχοσωματικού είναι κάτι εξαιρετικά περίπλοκο και δύσκολα διαγνώσιμο. Ειδικά για μας τους ίδιους δεν είναι κάτι το απλό να καταλάβεις εάν είναι κάτι ψυχοσωματικό ή όχι. Ούτως ή άλλως, ακόμα και οι ιατρικές έρευνες ανακαλύπτουν πάντοτε, καθώς φαίνεται, ότι το στρες – το οποίο είναι επίσης δύσκολο να οριστεί η έννοια – παίζει πολύ βασικό ρόλο στην εμφάνιση πολλών ψυχικών ασθενειών.

Από μια πιο ψυχαναλυτική οπτική, τα ψυχοσωματικά προβλήματα έχουν να κάνουν ακριβώς με το ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν μια μορφή ψυχικής λειτουργίας, την οποία ονομάζουμε μηχανιστική χρηστική σκέψη, κατά την οποία στην ουσία αποκόπτεται τελείως η επικοινωνία μεταξύ των σκέψεων και των συναισθημάτων, δηλαδή σαν ό,τι ζω να το διατηρώ και να το περιορίζω μόνο σε ένα γνωστικό επίπεδο σκέψης, χωρίς να αφήνω τον εαυτό μου να νιώσει πράγματα.Αυτό φυσικά έχει ένα τεράστιο κόστος, γιατί η μόνη οδός που μένει για την εκφόρτιση των ψυχικών εντάσεων – καθώς το ασυνείδητο και ο ψυχισμός είναι πάντα εκεί, ακόμη και αν τον αρνούμαστε – είναι αυτή του σώματος: οπότε ένας άνθρωπος που έχει πολλά σωματικά προβλήματα, ακόμη και αν νιώθει ψυχικά καλά και δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει αλλά εμφανίζει το ένα σωματικό και ιατρικό πρόβλημα μετά το άλλο, καλό θα είναι να υποψιαστεί  ότι συμβαίνει κάτι διαφορετικό και χρειάζεται θεραπεία.

Με δυο λόγια, εάν διαπιστώσουμε ότι γίνονται πράγματα – νιώθουμε πράγματα – τα οποία αδυνατούμε να ελέγξουμε, συνιστά, κατά τη γνώμη μου μια ένδειξη ότι κάποια πράγματα μας ξεπερνάνε και καλό θα ήταν να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό, για να μπορέσουμε, κατ΄αρχάς – θα επανέλθω σε αυτό που έλεγα πριν – να το νοηματοδοτήσουμε, να δούμε τι είναι αυτό που μας συμβαίνει. Ενίοτε, ακόμα και αν είμαστε ψυχικά υγιείς πάλι εντός εισαγωγικών μπορεί να αντιμετωπίζουμε αγχογόνες περιόδους ή πολύ ακραία γεγονότα, τα οποία να ξεπερνάνε την ικανότητα του ψυχικού μας οργάνου να τα χειριστεί. Και τις στιγμές αυτές, καλό θα ήταν να πάρουμε  μια βοήθεια γιατί, αν δεν πάρουμε τη βοήθεια αυτή, το πράγμα θα έχει επιπτώσεις είτε παροδικές είτε μόνιμες, τις οποίες καλό θα ήταν να αποφύγουμε και για μας και τους γύρω μας.

 

Αυτή η βοήθεια, με άλλους όρους είναι η εποπτεία για τους ειδικούς ψυχικής υγείας που ασκούν ένα πολύ ευαίσθητο και ιδιαίτερο επάγγελμα;

Είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό στην Ελλάδα που εγώ νομίζω ότι αμαυρώνει και τον χώρο γενικά της ψυχικής υγείας – αυτό το περιβόητο: ό,τι δηλώσεις, είσαι, που δυστυχώς ισχύει. Ένας άνθρωπος, για παράδειγμα, που από ότι ακούω, έκανε κάποια σεμινάρια σε κάποια κέντρα παιδοψυχολογίας και ψυχοθεραπείας, ξεκινά να εργάζεται ως θεραπευτής. Αυτό είναι, αν μη τι άλλο, εγκληματικό.

Επιπλέον, δεν υπάρχει δυστυχώς κάποιο όργανο που να τα ελέγχει αυτά τα πράγματα. Ακόμα και ένα πτυχίο πανεπιστημίου δεν φτάνει. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές άλλες χώρες το να ασχοληθεί κανείς με την κλινική ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία, δηλαδή με το να διαγιγνώσκει και να παρέχει θεραπεία και ψυχολογικές υπηρεσίες σε ανθρώπους, είναι κάτι, το οποίο το μαθαίνεις σε μεταπτυχιακό επίπεδο ενώ πρέπει στη συνέχεια να δώσεις και εξετάσεις για την άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου ή του ψυχοθεραπευτή. Χρειάζεται, με άλλα λόγια, οπωσδήποτε ένα μεταπτυχιακό εφαρμοσμένο και μια ειδίκευση.

Στην Αμερική, μάλιστα, υπάρχει το λεγόμενο CIP – πως έχουμε εμείς το Phd – αυτοί έχουν το CIP, ένα είδος διδακτορικού κλινικά εφαρμοσμένου. Η εκπαίδευση, δηλαδή, στην ψυχοθεραπεία συνιστά μια διαδικασία εξαιρετικά μακροχρόνια και αρκετά απαιτητική. Αλλά και αυτό δεν είναι επαρκές. Θα πρέπει κανείς, αφού έχει εκπαιδευτεί, έχει αναλάβει ασθενείς μέσα σε ένα κλινικό πλαίσιο, έχει διαβάσει, έχει εξετάσει αυτά που έχει διαβάσει, να συνεχίσει, ακόμα και μετά το πέρας του διδακτορικού, να κάνει εποπτεία.

Και η εποπτεία σημαίνει: πηγαίνω σε ένα μεγαλύτερο και πιο έμπειρο συνάδελφο από μένα, ο οποίος έχει την ίδια θεωρητική προσέγγιση με τη δική μου και πηγαίνω αυστηρά για τους ασθενείς μου. Και αυτό είναι ένα πράγμα εξαιρετικά βασικό, γιατί με βοηθάει να πάρω μια απόσταση και να κατανοήσω τόσο τα συναισθήματά μου όσο και τα συναισθήματα του ασθενή. Και, φυσικά, ένα ακόμα τεράστιο ζήτημα αφορά στο ό,τι πρέπει και εμείς οι ίδιοι οι θεραπευτές – πιστεύω ανεξάρτητα από τη θεωρητική κατεύθυνση που έχουμε – να έχουμε περάσει και εμείς από μια διαδικασία ψυχοθεραπείας. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για πολλούς λόγους.

Θα αναφέρω, ενδεικτικά και μόνο, ένα παράδειγμα. Σε περίπτωση που εγώ διανύω μια περίοδο που έχω χάσει ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο και έρθει ένας ασθενής με αίτημα ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί το πένθος του για τον γονιό του, που μόλις έχασε, θα με παρασύρει σε μια κατάσταση που εγώ κινδυνεύω να χάσω την αντικειμενικότητά μου.

 

Θα γίνει σίγουρα ταύτιση του ψυχολόγου/ψυχοθεραπευτή με το πρόβλημα του ασθενούς…;

Όταν, λοιπόν, εγώ έχω κάνει τη θεραπεία μου για να ξέρω τι έχει συμβεί σε μένα, πώς το ζω εγώ, έχω τη δυνατότητα να λειτουργήσω πάντοτε και στο επίπεδο της ανθρώπινης σχέσης αλλά, πάνω απ΄ όλα, στο επιστημονικό και επαγγελματικό επίπεδο, γιατί αυτό είμαστε. Το διασφαλίζουμε πάρα πολύ, όταν έχουμε περάσει μια διαδικασία ψυχοθεραπείας.

 

Γιατί πολλοί άνθρωποι μας καταφεύγουν στην εύκολη λύση «θα πάρω ένα χάπι και θα λύσω το πρόβλημά μου»; Είναι αυτό μια λύση;

Κοίταξε, στην Ελλάδα δεν είναι τόσο διαδεδομένο. Είμαστε από τις χώρες που δεν είναι τόσο διαδεδομένο αυτό όπως αλλού, όπως στην Αμερική, για παράδειγμα. Εκεί υπάρχει και ταινία «The Prozac nation» - το έθνος πρόζακ - γιατί υποτίθεται ότι είναι υπερβολική και ακραία η χρήση των φαρμάκων.

Αυτό γίνεται για δύο λόγους στην Ελλάδα: γιατί, κατ΄αρχάς, ακόμα δεν υπάρχει τέτοιου είδους ψυχοθεραπεία. Είναι κάτι πάρα πολύ πρόσφατο για την Ελλάδα. Και να αναφέρω εδώ ότι χρωστάμε πάρα πολύ μεγάλη χάρη στον Yalom, τον Irvin Yalom, διάσημο Αμερικάνο ψυχοθεραπευτή, ο οποίος με τα βιβλία, που έγινε γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Ο δήμιος του έρωτα» και το «Ντιβάνι» οικείωσε τον πολύ κόσμο με την ψυχοθεραπεία: ότι δεν είναι κάτι ακραίο που το κάνουμε όταν οι άνθρωποι έχουμε τα τραγικά και ακραία ψυχιατρικά προβλήματα αλλά είναι μια διαδικασία, η οποία μπορεί να οδηγήσει στη βελτίωση σε σχέση με τον εαυτό μου, χωρίς αυτό να έχει οπωσδήποτε τις διαστάσεις της ψυχοπαθολογίας.

Αυτό ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Βλέπουμε γενικά ότι τα τελευταία χρόνια προβάλλεται και μέσα από το facebook και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης η ψυχοθεραπεία ως ένας πολύ καλός εναλλακτικός τρόπος να μπορέσει κανείς να έχει αυτογνωσία και να ανακτήσει αυτοπεποίθηση. Βέβαια, αυτό σημαίνει ότι στην ψυχοθεραπεία πρέπει να κάνει κάνεις δουλειά με τον εαυτό του. Ο ρόλος του ψυχοθεραπευτή δεν είναι ίδιος με το αυτόν του γιατρού. Η δουλειά μας δεν είναι να δώσουμε εμείς μια έτοιμη λύση.

Για μένα εκεί βρίσκεται και η απάντηση του στο ερώτημά σου, γιατί πάει ο άλλος στο γιατρό για το φάρμακο, καθώς παίρνοντας ένα φάρμακο είναι ακριβώς όπως όταν έχεις πυρετό, έτσι; Παίρνεις ένα φάρμακο, εσύ ξαπλώνεις και το φάρμακο κάνει τη δουλειά του άρα εσύ παραμένεις σε μια παθητική θέση, που δεν χρειάζεται να αλλάξεις κάτι.

 Η ψυχοθεραπεία, ωστόσο, είναι κάλεσμα για δράση, κάλεσμα για ενεργοποίηση, που σημαίνει ότι πρέπει να αναλάβεις την ευθύνη του εαυτού σου, να σκεφτείς για πράγματα, να δουλέψεις σε πράγματα και, πάνω από όλα, να κάνεις τομές και ρήξεις.

Το φάρμακο δεν απαιτεί τίποτα από όλα αυτά. Δεν δίνει, όμως, και καμία οριστική λύση. Για παράδειγμα, η κατάθλιψη… Θυμάμαι έναν επόπτη, ο οποίος παρομοίαζε την κατάθλιψη με την πτώση σε ένα πηγάδι. Έλεγε, λοιπόν, ότι εάν να πέσεις σε ένα πηγάδι, το να σου δώσει κάποιος φάρμακα είναι σαν να σου πετάξει ένα σκοινί, δηλαδή είναι κάτι πάρα πολύ βοηθητικό, αλλά εάν επιχειρήσεις να ανέβεις με το σκοινί στο πηγάδι, χρειάζεται και πάρα πολύ δική σου προσπάθεια για να φτάσεις πάλι στην επιφάνεια, δηλαδή το φάρμακο θα βοηθήσει αλλά δεν είναι η λύση. Η λύση είναι η δική σου ενεργητική αντιμετώπιση των πραγμάτων, την οποία βοηθάει πάρα πολύ η ψυχοθεραπεία για να την κατακτήσεις.

 

Ναι, είναι ακριβώς αυτό. Είναι η ευθύνη της αλλαγής που παίρνεις ως ενήλικας.

Ναι. Και, πολύ συχνά, η ψυχοθεραπεία έχει ακριβώς αυτόν τον στόχο. Την ανάλυση της ευθύνης του εαυτού, της προσωπικότητας, το πέρασμα από μια παιδική σχέση εξάρτησης. Κοντολογίς, πρόκειται για το πέρασμα από μια παιδική θέση που άλλοι έχουν την ευθύνη για σένα, το οποίο είναι ενοχλητικό και μπορεί και παθογόνο αλλά έχει και ένα βόλεμα, προκειμένου να μπορέσεις να αναλάβεις τη ευθύνη του εαυτού σου.

 

Η ψυχοθεραπεία όμως είναι και μια διαδικασία που τρομάζει…

Η ψυχοθεραπεία τρομάζει και για έναν ακόμη λόγο. Τρομάζει επειδή έχει κάτι το άγνωστο. Κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο μας έδειξε και ο Freud, ας πούμε, είναι, για παράδειγμα, ας πιάσουμε ένα σύμπτωμα, ας πούμε, στις νευρώσεις. Το σύμπτωμα, πάντοτε, έχει κάποιο ελαστικό. Τι σημαίνει αυτό; Ότι υπάρχει μια τεράστια ψυχική σύγκρουση, η οποία σε κάποιο βαθμό εκτονώνεται μέσα από τα συμπτώματα, δηλαδή τα συμπτώματα, αν και σε ένα πρώτο επίπεδο μας προκαλούν μια πολύ μεγάλη δυσφορία και μας κάνουν και υποφέρουμε, δηλαδή λόγω των συμπτωμάτων ζητάει κανείς βοήθεια είτε ψυχολογική είτε ψυχιατρική.

Από την άλλη μεριά, χάρη στα συμπτώματα, ακόμα και υποφέροντας, έχουμε εξασφαλίσει έναν τρόπο να λειτουργούμε, δηλαδή έστω και έτσι με το άγχος μου, με τη στεναχώρια μου, με τη θλίψη μου, επιβιώνω. Κάτι γνώριμο, κάτι οικείο υπάρχει εκεί. Ενώ η ψυχοθεραπεία στην ουσία σε οδηγεί σε κάτι, το οποίο, όταν το ξεκινάς τουλάχιστον, είναι ανοίκειο. Αυτή είναι και η βασική διαφορά μεταξύ ψυχοθεραπευτή και γιατρού: ότι ξεκινάμε ένα ταξίδι που δεν ξέρουμε που θα βγάλει.

Εμείς οι θεραπευτές απλώς είμαστε εκπαιδευμένοι σε μια μέθοδο να πλοηγούμε, δηλαδή ο καπετάνιος είναι πάντα ο πελάτης, ο θεραπευόμενος. Εμείς ξέρουμε απλά να κρατάμε το τιμόνι, να διαβάζουμε τον χάρτη. Την κατεύθυνση, που θα πάμε και που δεν θα πάμε την ορίζει ο θεραπευόμενος. Πάμε σε έναν νέο τόπο, σε μια ψυχική terra incognita και αυτό είναι κάτι που τρομάζει.

 

Έτσι είναι. Δηλαδή συμφωνείτε με αυτό που είπε ο Βρετανός ψυχαναλυτής Wilfred Bion ότι “ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος είναι στην ίδια βάρκα και πάνε μαζί”… Αυτό δεν είναι το θέμα; Είναι μια κοινή πορεία, λοιπόν…

Ακριβώς, δεν είναι διδασκαλία. Δεν είμαστε δάσκαλοι για να διδάξουμε. Οπωσδήποτε, υπάρχει ένα κομμάτι «εκπαιδευτικό» μέσα από τη σχέση και μέσα από την ταύτιση αλλά η δουλειά μας είναι να βοηθήσουμε τον άνθρωπο να ανακαλύψει, όχι να το κάνουμε εμείς για αυτόν.

 

Με ποιους τρόπους χρειάζεται να συνεργαστούμε για να διαλύσουμε τον μύθο του στίγματος στην ψυχική υγεία;

Να αναφέρουμε, με την ευκαιρία αυτή, ότι είναι ένα πάρα πολύ δυστυχές και δυσάρεστο γεγονός. Τώρα με την κρίση, διάφορες κινήσεις εναντίον του στίγματος που γίνονται και διάφορες εκδηλώσεις σε μεγάλο βαθμό έχουν υποβαθμιστεί. Δεν υπάρχει μπάτζετ. Δεν υπάρχει ποσό να δοθεί για αυτά τα πράγματα. Δεν θεωρείται βασικό παρ’ ότι με την κρίση έχουν αυξηθεί πάρα πάρα πολύ όλα τα ψυχολογικά προβλήματα στην Ελλάδα.

Ένα παράδειγμα είναι ότι στις αυτοκτονίες, ενώ ήμασταν η τελευταία χώρα με μεγάλη διαφορά από την προτελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είμαστε πλέον πρώτη. Αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό. Και σε σχέση με το στίγμα, ξέρεις ότι σε κάθε κοινωνία πάντοτε, υπάρχει ανάγκη να υπάρχει ένας αποδιοπομπαίος τράγος. Πολύ συχνά, λόγω και της ανικανότητας του συγκεκριμένου πληθυσμού να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αυτός είναι οι ψυχικά πάσχοντες. Τελοσπάντων, αυτή είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση πώς έχουν καταλήξει να στοχοποιούνται και να διαπομπεύονται οι άνθρωποι αυτοί αλλά το βασικό είναι αυτό με το οποίο ξεκίνησα: να καταλάβουμε ότι αυτό οι άνθρωποι δεν είναι κάτι άλλο από μας, ούτε κάτι διαφορετικό από μας. Έχουν απλά κάτι πιο πολύ από αυτό που έχουμε όλοι και αυτό δεν γίνεται τυχαία. Κάτι ζήσανε, κάτι περάσανε αυτοί οι άνθρωποι και συνέβη αυτό. Οι άνθρωποι αυτοί υποφέρουν και με το να τους στιγματίζουμε και να τους περιθωριοποιούμε, τους κάνουμε να υποφέρουν ακόμη παραπάνω.

Υπάρχει, βέβαια, και μια προβολή μέσα σε όλο αυτό: αυτός είναι ο πάσχων, όχι εγώ. Εγώ είμαι καλά. Θέλουμε, δηλαδή, να «πετάμε στα μούτρα» του ανθρώπου αυτού τα δικά μας τα προβλήματα. Αλλά δεν είναι έτσι – καθόλου. Αντιθέτως, θα πρέπει να καταλάβουμε τι είναι όλο αυτό. Και είναι πολύ σημαντικό, εμείς οι άνθρωποι του επαγγέλματος να παίξουμε τον ρόλο της γέφυρας ανάμεσα στην κοινωνία και στους ψυχικά πάσχοντες, γιατί δυστυχώς σε πάρα πολλές περιπτώσεις το στίγμα ξεκινάει από μας τους ειδικούς. Και μόνο το γεγονός ότι εγώ έναν ασθενή μου αντί να τον αναφέρω με το όνομά του, θα πω ο τάδε ψυχωσικός ή ο τάδε οριακός ή ο τάδε καταθλιπτικός. Ξέρεις, δηλαδή, εκμηδενίζω στην ουσία τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, αντικαθιστώντας τα με μια διάγνωση, που αυτό είναι απλά κάτι, από το οποίο αυτός ο άνθρωπος συμβαίνει και να υποφέρει αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο. Δεν είναι κάτι χαρακτηριστικό του.

Θα αναφερθώ, για παράδειγμα, σε άλλου είδους παθήσεις όπως ο διαβήτης. Πόση καμπάνια γίνεται για τον διαβήτη, για το ζάχαρο, για να έχουμε μια καλύτερη υγεία. Εκεί δεν νιώθει κανείς ότι ο διαβητικός περιθωριοποιείται. Αντιθέτως, τονίζεται ο κίνδυνος του πόσο κοντά είμαστε όλοι σε αυτό, εάν δεν προσέχουμε τη διατροφή και την καθημερινότητά μας. Κάτι αντίστοιχο θα πρέπει να διεκδικήσουμε και για την ψυχική νόσο. Είναι κάτι που είναι εξαιρετικά κοντά μας, εξαιρετικά δίπλα μας, εξαιρετικά μέσα μας, το οποίο μάλλον φροντίζουμε να αποφεύγουμε. Όπως έχουν πει και διάφοροι πολλοί σημαντικοί διανοητές: πλην του ψυχωτικού πυρήνα που βλέπουμε στον σχιζοφρενή, υπάρχει και ο άλλος. Δεν είμαστε αλώβητοι και ανεπηρέαστοι από κάτι τέτοιο. Αυτό ας μην το ξεχνάμε.

 

Είπατε κάτι πάρα πολύ σημαντικό για μένα ότι και εμείς καμιά φορά δημιουργούμε θέματα γιατί με το να τους ονομάζουμε «ψ» ή να ξεχνάμε ότι είναι άνθρωποι. Είναι, ουσιαστικά, αυτοί που φέρουν το σύμπτωμα αλλά δεν είναι το σύμπτωμα. Νομίζω ότι αυτή η διάσταση που ανέφερες είναι πάρα πολύ σημαντική.

Ναι. Βέβαια, χρειάζεται υπομονή, χρειάζεται χρόνος. Δεν είναι κάτι απλό. Δηλαδή, η αλήθεια είναι ότιχρειάζεται και κατανόηση αλλά, πάνω από όλα, χρειάζεται η επιθυμία να τους καταλάβεις.

 

Μπορούμε και εμείς, ως ψυχοθεραπευτές, να κατευθύνουμε τους ίδιους και την οικογένειά τους σε ομάδες ψυχο-εκπαίδευσης και να τους βοηθήσουμε. Αυτό είναι το σημαντικό, να τους παρέχουμε βοήθεια.

Να μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι, πάρα πολύ συχνά, θύματα βιασμών, δολοφονούνται, θύματα εξαπάτησης, γιατί ακριβώς δεν έχουν την ικανότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Και αντί να σκεφτούμε το ευάλωτο της κατάστασής τους και την ευπάθειά τους, κατηγορούμε κιόλας από πάνω. Είναι άδικο από όλες τις απόψεις.

* O Νίκος Τάκης είναι καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο DEREE και αυτή τη στιγμή είναι υπεύθυνος για το πρόγραμμα συμβουλευτικής σε συνεργασία με το Δήμο Αθηνών, το οποίο παρέχει δωρεάν συμβουλευτική μέσω του δήμου σε πολίτες όπου δέχονται την βοήθεια φοιτητών του μεταπτυχιακού προγράμματος του DEREE και εποπτεύει τα περιστατικά που παρακολουθούν. Επίσης είναι ομαδικός ψυχαναλυτής, μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας, εκπαιδευτής ψυχοδράματος και διδάκτωρ κλινικής ψυχολογίας.


Επιμέλεια Συνέντευξης: Μιρέλλα Κορομπίλια, Ψυχολόγος

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...