psychologist-banner-2
thumb

Βιογραφία: Wilhelm Wundt, ο πατέρας της Ψυχολογίας

- Βιογραφίες
29 Ιουνίου 2014

O Wilhelm Maximilian Wundt (1832-1920) γεννήθηκε στο Νεκαράου, προάστιο του σημαντικού εμπορικού κέντρου Μανχάιμ, στις 16 Αυγούστου. Ήταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί ενός λουθηρανού ιερέα.


Από την πλευρά του πατέρα του η οικογένεια περιελάμβανε ιστορικούς, θεολόγους, οικονομολόγους και δύο προέδρους του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Από την πλευρά της μητέρας του υπήρχαν ιατροί, επιστήμονες και κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Παρά τη γεμάτη διανοητικά ερεθίσματα ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αναπτύχθηκε (ή ίσως εξαιτίας της), ο Wundt παρέμεινε ένας άτολμος, συγκρατημένος άνθρωπος, επιφυλακτικός στις καινούριες αναζητήσεις. Μετά την αποφοίτησή του από το λύκειο, ο Wundt ενεγράφη στο προϊατρικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου του Τίμπινγκεν.

Παρέμεινε εκεί για ένα χρόνο και έπειτα μετεγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου εξελίχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους φοιτητές της ιατρικής και αποφοίτησε summa cum laude (μετά πολλών επαίνων). Στη συνέχεια έγινε βοηθός εργαστηρίου του Helmotz. Ενώ εργαζόταν για τον Helmotz, ο Wundt δίδαξε το πρώτο του μάθημα στην ψυχολογία ως φυσική επιστήμη και συνέγραψε το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Συμβολές στη θεωρία της αισθητήριας αντίληψης (1862a). Σ’ αυτό το βιβλίο διαμόρφωσε το σχέδιο για την ψυχολογία που θα ακολοθούσε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

banner1

Ο Wundt πίστευε ότι η πειραματική ψυχολογία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε μία προσπάθεια κατανόησης της άμεσης συνείδησης, αλλά ότι ήταν άχρηστη στην προσπάθεια κατανόησης των ανώτερων διανοητικών διεργασιών και των προϊόντων τους. Ο ίδιος ήθελε να διδάξει πειραματική ψυχολογία στη Λειψία από το 1875, αλλά το πανεπιστήμιο δεν μπορούσε να παράσχει χώρο για τον εξοπλισμό του. Αντί για αυτήν, κατέληξε να διδάσκει ανθρωπολογία, λογική και γλώσσα. Απέκτησε το χώρο που επιθυμούσε το επόμενο έτος, οπότε άρχισε να διδάσκει πειραματική ψυχολογία.

Μέχρι το 1879 το εργαστήριό του ευρισκόταν σε πλήρη παραγωγικότητα και ο ίδιος επέβλεπε την έρευνα πολλών φοιτητών. Μέχρι και το 1890 ο Wundt είχε κατακτήσει το στόχο του και είχε διαμορφωθεί η πρώτη σχολή ψυχολογίας. Ήδη από τότε, σπουδαστές από όλον τον κόσμο ταξίδευαν στη Λειψία για να εκπαιδευθούν στην πειραματική ψυχολογία στο εργαστήριο του Wundt. Φαινόταν πια να μην υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το ότι ήταν δυνατός ένας παραγωγικός τομέας επιστημονικής ψυχολογίας. Ένας συγκλονιστικός αριθμός ερευνών διαχεόταν από το εργαστήριο του Wundt και εργαστήρια παρόμοια με το δικό του ιδρύονταν σε όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Βουλησιαρχία

Ο Wundt ήταν αντίθετος προς τον υλισμό, για τον οποίο δήλωνε: “Η υλιστική ψυχολογία… αντικρούεται από… το γεγονός της ίδιας της συνείδησης, που δεν είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιεσδήποτε φυσικές ιδιότητες υλικών μορίων ή ατόμων” (1912/1973, σ.155). Ήταν επίσης αντίθετος προς στον εμπειρισμό των Βρετανών και των Γάλλων φιλοσόφων, κατά τον οποίο ο άνθρωπος θεωρείται παθητικός αποδέκτης αισθήσεων οι οποίες στη συνέχεια “οργανώνονται” παθητικά από τους νόμους του συνειρμού. Σύμφωνα με τον Wundt, αυτό που έλειπε από τον εμπειρισμό ήταν κεντρικές βουλητικές διεργασίες που δρουν στα στοιχεία της σκέψης, δίνοντάς τους μορφή, ποιότητες ή αξίες που δεν ανευρίσκονται ούτε σε εξωτερικά ερεθίσματα ούτε στα ίδια τα στοιχειώδη γεγονότα.

Στόχος του Wundt ήταν όχι μόνο να κατανοήσει τη συνείδηση όπως βιώνεται, αλλά να κατανοήσει επίσης τους νοητικούς νόμους που διέπουν τη δυναμική της συνείδησης. Υψίστης σημασίας για αυτόν ήταν η έννοια της βούλησης όπως αντανακλάτο στην προσοχή και τη θέληση. Ο Wundt υποστήριζε ότι η βούληση ήταν η κεντρική έννοια σύμφωνα με την οποία πρέπει να κατανοηθούν όλα τα σημαντικά προβλήματα στην ψυχολογία (Danziger, 1980b,σ.108).

Πίστευε ότι οι άνθρωποι μπορούν να αποφασίσουν σε τι αποδίδεται προσοχή και, ως εκ τούτου, τι γίνεται αντιληπτό με σαφήνεια. Επιπλέον, θεωρούσε ότι μεγάλο μέρος της συμπεριφοράς και της επιλεκτικής προσοχής αναλαμβάνονται για ένα σκοπό. Δηλαδή, αυτού του είδους οι δραστηριότητες έχουν κίνητρο. Το όνομα που έδωσε στην προσέγγισή του στην ψυχολογία ήταν βουλησιαρχία, λόγω της έμφασης της στη βούληση, την επιλογή και το σκοπό. Η βουλησιαρχία, λοιπόν, ήταν η πρώτη σχολή της ψυχολογίας – όχι η δομική ψυχολογία, όπως υποστηρίζεται συχνά.

Έμμεση και άμεση εμπειρία

Ο Wundt πίστευε ότι όλες οι επιστήμες βασίζονται στην εμπειρία και ότι η επιστημονική ψυχολογία δεν αποτελεί εξαίρεση. Όμως ο τύπος της εμπειρίας που θα χρησιμοποιούσε η ψυχολογία θα ήταν διαφορετικός. Ενώ οι άλλες επιστήμες βασίζονταν σε έμμεση εμπειρία, η ψυχολογία θα βασιζόταν σε άμεση εμπειρία. Τα δεδομένα που χρησιμοποιεί ο φυσικός, για παράδειγμα, παρέχονται από διάφορες συσκευές μέτρησης, όπως τα φασματόμετρα ή τους ηχητικούς φασματογράφους. Ο φυσικός καταγράφει τα δεδομένα που παρέχουν αυτές οι συσκευές και έπειτα τα χρησιμοποιεί για να αναλύσει τα χαρακτηριστικά του υλικού κόσμου. Έτσι, στην εμπειρία του φυσικού επιστήμονα μεσολαβούν συσκευές καταγραφής και, επομένως, η εμπειρία του δεν είναι άμεση. Για τον Wundt, το αντικείμενο της ψυχολογίας θα ήταν η ανθρώπινη συνείδηση όπως εκδηλωνόταν. Ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για τη φύση του υλικού κόσμου αλλά ήθελε να κατανοήσει τις ψυχολογικές διεργασίες δια των οποίων βιώνουμε τον υλικό κόσμο.

Αφότου θα απομονώνονταν τα νοητικά στοιχεία, θα μπορούσαν να προσδιορισθούν οι νόμοι που διέπουν το συνδυασμό τους σε πιο σύνθετες εμπειρίες. Έτσι, ο Wundt έθεσε δύο σημαντικούς στόχους για την πειραματική ψυχολογία του:

– Να ανακαλύψει τα βασικά στοιχεία της σκέψης
– Να ανακαλύψει τους νόμους δια των οποίων νοητικά στοιχεία συνδυάζονται σε πιο σύνθετες νοητικές εμπειρίες.

Η χρήση της ενδοσκόπησης από τον Wundt

Για να μελετήσει τις βασικές νοητικές διεργασίες που συμμετέχουν στην άμεση εμπειρία, ο Wundt χρησιμοποίησε μία ποικιλία μεθόδων, συμπεριλαμβανομένης της ενδοσκόπησης. Ωστόσο, η χρήση της ενδοσκόπησης εκ μέρους του δεν είχε μεγάλη ομοιότητα με τον τρόπο που χρησιμοποιούνταν η τεχνική από τον Ιερό Αυγουστίνο για την εξερεύνηση του νου προκειμένου να εντοπισθεί η ουσία του Θεού ή από τον Descartes για να συλληφθεί ορισμένη αλήθεια. Η χρήση της ενδοσκόπησης από τον Wundt ήταν επίσης διαφορετική από τον τρόπο που τη χρησιμοποιούσαν οι εμπειριστές και οι αισθησιοκράτες για να μελετήσουν ιδέες και συνειρμό. Ο ίδιος έκανε τη διάκριση μεταξύ της καθαρής ενδοσκόπησης, της σχετικά αδόμητης αυτοπαρατήρησης που χρησιμοποιούνταν από τους παλαιότερους φιλοσόφους και της πειραματικής ενδοσκόπησης για την οποία πίστευε ότι ήταν αξιόπιστη επιστημονικά:

Η πειραματική ενδοσκόπηση έκανε χρήση εργαστηριακών οργάνων για να διαφοροποιήσει τις συνθήκες και, ως εκ τούτου, να καταστήσει τα αποτελέσματα της εσωτερικής αντίληψης πιο ακριβή, όπως συνέβη στα ψυχοφυσικά πειράματα που εγκαινίασε ο Fechner ή στα πειράματα αίσθησης-αντίληψης του Helmotz. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το μόνο που απαιτείτο (από το υποκείμενο) ήταν να απαντάει με ένα ναι ή ένα όχι σε ένα γεγονός, χωρίς καμία περιγραφή εσωτερικών γεγονότων. Μερικές φορές το υποκείμενο αποκρινόταν πατώντας ένα πλήκτρο τηλεγράφου. Το ιδεώδες ήταν να γίνει η ενδοσκόπηση, με τη μορφή εσωτερικής αντίληψης, εξίσου ακριβής με την εξωτερική αντίληψη” (Ηilgard, 1987, σ. 44).

Στοιχεία της σκέψης

Σύμφωνα με τον Wundt, υπάρχουν δύο βασικοί τύποι νοητικής εμπειρίας: αισθήσεις και αισθήματα. Αίσθηση εκδηλώνεται όποτε ερεθίζεται ένα αισθητήριο όργανο και η προκύπτουσα ώση καταλήγει στον εγκέφαλο. Οι αισθήσεις μπορούν να περιγραφούν από την άποψη της ιδιότητας (οπτικές, γευστικές κτλ) και της έντασης (όπως πόσο δυνατό είναι ένα ακουστικό ερέθισμα). Εντός μίας ιδιότητας, μία αίσθηση μπορεί να αναλυθεί περαιτέρω στις ποιότητές της. Για παράδειγμα, μία οπτική αίσθηση μπορεί να περιγραφεί από άποψη χροιάς και κορεσμού. Μία ακουστική αίσθηση μπορεί να περιγραφεί από άποψη τόνου και ηχοχρώματος (πόσο γεμάτος είναι ένας ήχος). Μία γευστική αίσθηση μπορεί να περιγραφεί από την άποψή του πόσο αλμυρή, ξινή, πικρή ή γλυκιά είναι.

Όλες οι αισθήσεις συνοδεύονται από αισθήματα. Ο Wundt κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα ενώ ακροάτο το ρυθμό ενός μετρονόμου και παρατηρούσε ότι μερικές ταχύτητες ρυθμού ήταν πιο ευχάριστες από άλλες. Από τις δικές του ενδοσκοπήσεις, διατύπωσε την τρισδιάστατη θεωρία του αισθήματος, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αισθήματα μπορούν να περιγραφούν από την άποψη του βαθμού στον οποίον διαθέτουν τρία γνωρίσματα: δηλαδή αν προκαλούν ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, διέγερση ή ηρεμία και ένταση ή χαλάρωση.

Οι αισθήσεις και τα αισθήματα είναι τα στοιχεία της συνείδησης, όμως στην καθημερινή ζωή σπάνια ή σχεδόν ποτέ δε βιώνονται μεμονωμένα. Τις περισσότερες φορές πολλά στοιχεία βιώνονται ταυτόχρονα και τότε εκδηλώνεται η αντίληψη. Κατά τον Wundt, η αντίληψη είναι μία παθητική διαδικασία που διέπεται από το φυσικό ερέθισμα που είναι παρόν, την ανατομική συγκρότηση του ατόμου και τις παρελθούσες εμπειρίες του. Αυτές οι τρεις επιρροές αλληλεπιδρούν και προσδιορίζουν το αντιληπτικό πεδίο ενός ατόμου ανά πάσα δεδομένη στιγμή. Το μέρος του αντιληπτικού πλαισίου το οποίο προσέχει το άτομο προσλαμβάνεται. Προσοχή και πρόσληψη συμβαδίζουν, αυτό στο οποίο δίνεται προσοχή προσλαμβάνεται. Αντίθετα, με την αντίληψη που είναι παθητική και αυτόματη, η πρόσληψη είναι ενεργητική και εκούσια. Με άλλα λόγια, η πρόσληψη είναι υπό τον έλεγχο του ατόμου. Κυρίως επειδή ο Wundt πίστευε τόσο έντονα ότι τα άτομα μπορούν να κατευθύνουν την προσοχή τους ασκώντας τη βούλησή τους ήταν που αναφερόταν η προσέγγισή του στην ψυχολογία ως βουλησιαρχία.

Όταν δίνεται προσοχή σε στοιχεία, μπορούν να διευθετηθούν και να ανα-διευθετηθούν κατά τη βούληση του ατόμου και έτσι να προκύψουν μορφοποιήσεις που δεν έχουν ποτέ βιωθεί πραγματικά πριν. Ο Wundt ονόμαζε αυτό το φαινόμενο δημιουργική σύνθεση και πίστευε ότι συμμετείχε σε όλες τις πράξεις πρόσληψης. Κατ’ αυτόν, το φαινόμενο της δημιουργικής σύνθεσης ήταν εκείνο που καθιστούσε την ψυχολογία έναν επιστημονικό κλάδο ποιοτικά διαφορετικό από τις φυσικές επιστήμες.

Έτσι, αντίθετα με την άποψη του συρμού ότι ο Wundt ασχολούνταν με την αναζήτηση των γνωστικών και συναισθηματικών στοιχείων ενός στατικού νου, θεωρούσε το νου ως ενεργό, δημιουργικό, δυνατό και βουλητικό. Πίστευε μάλιστα ότι η διαδικασία της πρόσληψης ήταν ζωτικής σημασίας για τη φυσιολογική νοητική λειτουργία και είκαζε ότι η σχιζοφρένεια μπορεί να ήταν το αποτέλεσμα μίας κατάρρευσης της διαδικασίας της προσοχής. Αν ένας άνθρωπος έχανε την ικανότητά του να προσλαμβάνει, οι σκέψεις του θα αποδιοργανώνονταν και θα φαίνονταν χωρίς νόημα, όπως στην περίπτωση της σχιζοφρένειας. Η θεωρία ότι η σχιζοφρένεια μπορούσε να γίνει κατανοητή ως κατάρρευση της διαδικασίας της προσοχής διευρύνθηκε από το μαθητή και φίλο του Wundt, Εmil Kraepelin. Σύμφωνα με αυτόν, ένα ελάττωμα στην κεντρική διαδικασία ελέγχου μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μειωμένη ικανότητα προσοχής, ασταθή ικανότητα προσοχής ή ακραίες εστιάσεις της προσοχής – έκαστο από τα οποία θα είχε ως αποτέλεσμα σοβαρή ψυχική ασθένεια.

Ψυχολογική έναντι σωματικής αιτιότητας

Ο Wundt πίστευε ότι η ψυχολογική και η σωματική αιτιότητα ήταν “διαμετρικά αντίθετες”, επειδή τα σωματικά γεγονότα μπορούσαν να προβλεφθούν βάσει προγενέστερων συνθηκών, ενώ ψυχολογικά όχι. Η βούληση είναι εκείνη που κάνει τις ψυχολογικές αιτιολογίες ποιοτικά διαφορετικές από τις σωματικές. Έχει ήδη επισημανθεί ότι ο Wundt υπεστήριζε πως οι άνθρωποι μπορούν εκούσια να διευθετήσουν τα στοιχεία της σκέψης σε οποιονδήποτε αριθμό σχηματισμών. Θεωρούσε επίσης ότι, επειδή οι προθέσεις δημιουργούνται εκούσια, δεν μπορούν να προβλεφθούν ή να κατανοηθούν με όρους της φυσικής αιτιότητας.

Ένας άλλος παράγοντας που καθιστά την πρόβλεψη ψυχολογικών γεγονότων αδύνατη είναι αυτό που ο Wundt ονόμαζε αρχή της ετερογονίας των στόχων. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, μία δραστηριότητα που κατευθύνεται προς ένα στόχο σπάνια επιτυγχάνει αυτόν και τίποτε άλλο. Κάτι αναπάντεχο συμβαίνει σχεδόν πάντα, το οποίο, με τη σειρά του, αλλάζει ολόκληρο το παρωθητικό πρότυπο κάποιου:

Μια δράση που προκύπτει από ένα δεδομένο κίνητρο παράγει όχι μόνο τους λανθάνοντες στόχους που ευρίσκονται στο κίνητρο, αλλά και άλλες, όχι άμεσα σκόπιμες, επιδράσεις. Όταν αυτές οι τελευταίες εισέρχονται στη συνείδηση και διεγείρουν αισθήματα και παρορμήσεις, γίνονται και οι ίδιες νέα κίνητρα, που ή κάνουν την αρχική πράξη βούλησης πιο πολύπλοκη ή την αλλάζουν ή την αντικαθιστούν με κάποια άλλη πράξη”.

Ο Wundt χρησιμοποίησε επίσης την αρχή των αντιθέσεων για να εξηγήσει την πολυπλοκότητα της ψυχολογικής εμπειρίας. Υπεστήριξε ότι οι αντίθετες εμπειρίες ισχυροποιούν η μία την άλλη. Για παράδειγμα μετά τη βρώση μίας ξινής τροφής κάτι γλυκό έχει ακόμη πιο γλυκιά γεύση και μετά από μία οδυνηρή εμπειρία η απόλαυση είναι ακόμα πιο απολαυστική (Blumenthal, 1980).  Η σχετική αρχή, η αρχή προς την ανάπτυξη των αντίθετων, δηλώνει ότι μετά από μία παρατεταμένη εμπειρία ενός τύπου υπάρχει αυξημένη τάση αναζήτησης του αντίθετου τύπου εμπειρίας. Αυτή η τελευταία αρχή δεν ισχύει για τη ζωή μόνο ενός ατόμου, αλλά και για την ανθρώπινη ιστορία γενικώς (Blumenthal, 1980). Για παράδειγμα μία παρατεταμένη περίοδος κατά την οποία δίνεται έμφαση στον ορθολογισμό (για παράδειγμα ο Διαφωτισμός) θα έτεινε να τη διαδεχθεί μία περίοδος κατά την οποία θα δινόταν έμφαση στα ανθρώπινα συναισθήματα (όπως η περίοδος του ρομαντισμού).

Οι βουλητικές πράξεις είναι δημιουργικές αλλά όχι ελεύθερες. Ο Wundt ήταν αιτιοκρατικός. Δηλαδή δεν πίστευε στην ελεύθερη βούληση. Πίσω από όλες τις βουλητικές πράξεις υπήρχαν νοητικοί νόμοι που δρούσαν πάνω στα περιεχόμενα της συνείδησης. Αυτοί οι νόμοι ήταν ασυνείδητοι και πολύπλοκοι και δεν μπορούσαν να γίνουν γνωστοί μέσω είτε ενδοσκόπησης είτε άλλων μορφών πειραματισμού. Όμως ήταν νόμοι και τα προϊόντα τους διέπονταν από νόμους.

Σύμφωνα με τον Wundt οι νόμοι της πνευματικής δραστηριότητας μπορούν να συναχθούν μόνο μετά το γεγονός και με αυτή την έννοια, ο ψυχολόγος που τους μελετά μοιάζει με ιστορικό:

“Τα μελλοντικά επακόλουθα δεν μπορούν ποτέ να προσδιορισθούν εκ των προτέρων, όμως … από την άλλη, είναι δυνατόν, αρχίζοντας με τα δεδομένα επακόλουθα, να επιτύχουμε, υπό ευνοϊκές συνθήκες, ένα ακριβές συμπέρασμα σχετικά με τις υφιστάμενες συνθήκες ενός γεγονότος. Ο ψυχολόγος, σαν τον ψυχολόγο ιστορικό, είναι ένας προφήτης με τα μάτια του στραμμένα στο παρελθόν. Πρέπει να μπορεί να πει όχι μόνο τι έχει συμβεί, αλλά και τι πρέπει απαραίτητα να έχει συμβεί, σύμφωνα με τη θέση των γεγονότων”. (Wundt, 1912/1973, σ. 167)

Ο Wundt υπήρξε ένα από τα πιο παραγωγικά άτομα στην ιστορία της ψυχολογίας. Ο Boring (1950) υπολόγισε ότι από το 1853 μέχρι το 1920 έγραψε συνολικά 53.735 σελίδες. Όπως θα άρμοζε στη περίσταση, το τελευταίο αντικείμενο στο οποίο εργάστηκε ο Wundt ήταν η αυτοβιογραφία του, την οποία ολοκλήρωσε λίγες ημέρες πριν πεθάνει, σε ηλικία 88 ετών. 


Πηγή: Eισαγωγή στην Ιστορία της Ψυχολογίας, B.R. Ηergenhahn, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2008

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Παρακολούθηση σχολίων
Ειδοποίηση για
0 Σχόλια
Νεότερο
Το πιο παλιό Περισσότεροι ψήφοι
Inline Feedbacks
Δείτε όλα τα σχόλια