Ο Jacques-Marie-Émile Lacan γεννήθηκε στο Παρίσι στις 13 Απριλίου 1901. Μεγάλωσε στους κόλπους μιας οικογένειας με στιβαρή Καθολική παράδοση και μετά το απολυτήριο μέσης εκπαιδεύσεως, σπουδάζει ιατρική και αργότερα ψυχιατρική.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 δημοσίευσε τη διατριβή του για την παρανοϊκή ψύχωση και λίγο αργότερα έγινε δεκτός στη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, όπου παρουσίασε τη θέση του για το λεγόμενο στάδιο του καθρέφτη. Η αποφασιστική παρέμβασή του, όμως, στο ψυχαναλυτικό γίγνεσθαι ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 με τη μορφή ενός εβδομαδιαίου σεμιναρίου, το οποίο έγινε πόλος κατάρτισης και συσπείρωσης για πολλές γενιές ψυχαναλυτών.
Το 1964, απαντώντας στον εξοβελισμό του από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία, ο Λακάν ίδρυσε τη Φροϊδική Σχολή των Παρισίων (1964-1980), η ακτινοβολία της οποίας ξεπέρασε κατά πολύ τα γαλλικά σύνορα. Η τελευταία θεσμική πρωτοβουλία του, η Σχολή του Φροϊδικού Αιτίου (1981), έμελλε να γίνει το όχημα για τη διάδοση του λακανικού προσανατολισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο Λακάν και η Ψυχανάλυση
«Μπορείτε να είστε λακανικοί αν θέλετε, εγώ είμαι φροϋδικός». Με αυτή την παρότρυνση ο Λακάν απευθυνόταν στους μαθητές τους προς το τέλος της ζωής του. Δεν υπήρχε πιο ξεκάθαρος τρόπος για να τους πει ότι το δικό του υποκείμενο που υποτίθεται ότι ξέρει ήταν ο Φρόιντ και μόνον.
Τους κληροδοτούσε επίσης έτσι εν είδει διαθήκης την παθιασμένη σχέση που ο ίδιος διατηρούσε με το έργο του Φρόιντ καθ’όλην τη διάρκεια της ζωής του. Είναι γεγονός ότι ο Λακάν αντιμετώπισε το έργο του Φρόιντ ως συμπαγή ενότητα θεωρώντας το αλληλένδετο στο σύνολό του με το ίδιο το αντικείμενο της ψυχανάλυσης.
Ο Λακάν υποστήριζε ότι “όπως στην ψυχανάλυση (έτσι και στο ασυνείδητο) ο άντρας δεν ξέρει τίποτα για τη γυναίκα και η γυναίκα για τον άντρα. Ο φαλλός συνοψίζει το σημείο του μύθου όπου το σεξουαλικό σύμβολο γίνεται το πάθος του σημαίνοντος“. Γι ‘αυτόν, η δομή είναι το σώμα του συμβολικού: «το ό,τι δεν υπάρχει σεξουαλική συμπάθεια, συνεπάγεται ότι καμία σεξουαλική συμπάθεια δεν μπορεί να διατυπωθεί στη δομή“. “Δεν υπάρχει κατάλληλο σημαίνον να δώσει ουσία σε έναν τύπο σεξουαλικής σχέσης”.
Ομοίως, η επάνοδος στα θεμέλια της ψυχαναλυτικής εμπειρίας την οποία επιχειρεί ο Λακάν τη δεκαετία του 50, στο πλαίσιο της Γαλλικής Εταιρείας Ψυχανάλυσης, με αφετηρία το γραπτό του “Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση”, ορίζεται κατ’ανάγκην ως επάνοδος στο φροϋδικό κείμενο. Το εγχείρημα του Λακάν αποσκοπούσε στο να αναδείξει ποιες ήταν οι πραγματικές συνέπειες των φροϋδικών θέσεων και, κατ’αυτόν τον τρόπο να καταστήσει φανερή τη λογική που τις διέπει.
Έτσι, η λακανική επέμβαση στην ψυχανάλυση συνίσταται σ’αυτό που ο Ζακ Αλέν Μιλέρ συνοψίζει με μια ουσιώδη διατύπωση: “Εκείνο που ο Φρόιντ ανακαλύπτει, ο Λακάν το θεμελιώνει“. Αυτό το περιεχόμενο έχει το λάιτμοτίβ της «επανόδου στον Φρόιντ».
Ο Λακάν επέστρεψε καταρχάς στα πρώτα κείμενα του Φρόιντ, στα οποία συνέχισε να αναφέρεται αδιάκοπα, δηλαδή στην τριλογία που συνιστούν η Traumdeutung, το Ευφυολόγημα και οι σχέσεις του με το ασυνείδητο και Η ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής. Πρόκειται για τα έργα στα οποία ο Φρόιντ επεξεργάζεται την έννοια του ασυνειδήτου. Ποια είναι αυτή η έννοια;
Είναι, όπως γράφει ο Λακάν, για να επαναλάβουμε μετά τον Φρόιντ τη λέξη της ανακάλυψής του: αυτό μιλάει, και μάλλον εκεί όπου δεν το περιμέναμε, εκεί όπου αυτό υποφέρει. Αυτό μιλάει. Ιδού μεταφρασμένο σε μια διαυγή διατύπωση εκείνο που η κλινική εμπειρία επιβάλλει με τον πλέον προφανή τρόπο στον Φρόιντ.
Δηλαδή ότι το σύμπτωμα θέλει να πει κάτι. Με διπλό τρόπο: το σύμπτωμα όχι μόνο έχει μια σημασία, αλλά επίσης αυτή η σημασία θέλει να κοινοποιηθεί. Το σύμπτωμα είναι πράγματι ένα μήνυμα. Υποθέτει εξαρχής τον Άλλο. Το φροϋδικό σύμπτωμα είναι έκκληση προς τον Άλλο. Αυτό μιλάει λοιπόν, αλλά μόνο στο μέτρο που μιλάει για τον Άλλο. Είναι, από την ίδια του τη φύση, σύμπτωμα ανοιχτό στη μεταβίβαση.
Όμως το μήνυμα που συνιστά το σύμπτωμα θέτει το ίδιο το υποκείμενο από το οποίο προέρχεται σε θέση αποδέκτη. Διότι το νόημά του είναι ερμητικό. Πρέπει το υποκείμενο να το ανακαλύψει. Δοκιμάζει ακόμη εντονότερα την ισχύ του μηνύματος, αφού επιμένει προκειμένου να εισακουστεί, και μάλιστα προκειμένου να αποσπάσει ικανοποίηση. Αυτό μιλάει λοιπόν, αλλά μόνο στο μέτρο που μιλάει ως Άλλος.
Το υποκείμενο που υποφέρει είναι το υποκείμενο που το μήνυμά του το καθιστά ξένο ως προς τον εαυτό του. Το υποκείμενο, δηλαδή, αλλοτριώνεται, στην ουσία διαγράφεται. Το φροϋδικό ασυνείδητο είναι αυτή η δομή υποκειμενικής αλλοτρίωσης. Είναι πρωταρχικά, συνοψίζει ο Λακάν, λόγος του Άλλου.
Ψυχαναλύoντας την επιθυμία
Όμως –και εδώ βρίσκεται η άλλη όψη της φροϋδικής ανακάλυψης στην οποία ο Λακάν θέλει να προσδώσει όλες της τις προεκτάσεις – το νόημα του ονείρου, της γλωσσικής παραδρομής, του ευφυολογήματος, της παραπραξίας, εντέλει του συμπτώματος με την έννοια της ψυχανάλυσης, είναι σε τελευταία ανάλυση μια επιθυμία.
Αυτή η επιθυμία είναι άγνωστη στο υποκείμενο. Είναι μια επιθυμία που έχει απορριφθεί. Το σύμπτωμα συνιστά την ικανοποίηση αυτής της επιθυμίας. Πρόκειται για ένα «υποκατάστατο επιθυμίας», όπως διευκρινίζει ο Φρόιντ εννοώντας ότι παρεμβαίνει σαν συμβιβασμός στη σύγκρουση όπου βρίσκονται αντιμέτωποι η επιθυμία και το υποκείμενο που την απαρνείται.
Πρόκειται λοιπόν για μια παράδοξη ικανοποίηση, μια ικανοποίηση που δεν ευχαριστεί. Το υποκείμενο του φροϋδικού ασυνειδήτου είναι κατά συνέπεια ένα διχασμένο υποκείμενο: επιθυμεί εκείνο που δεν θέλει, επιθυμεί με έναν τρόπο που δεν θέλει. Η λακανική κλινική των νευρώσεων ακολουθεί αυτήν τη φροϋδική έμπνευση.
Είναι στη βάση της μια κλινική της επιθυμίας. Οι δύο πλευρές της νεύρωσης που κλασικά διακρίνει η φροϋδική κλινική, δηλαδή η υστερία και η ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση, ανάγονται η καθεμία σε έναν τρόπο του διχασμού του υποκειμένου, δηλαδή του διχασμού του από την επιθυμία.
Στην αντίθετη κατεύθυνση το ιδεοψυχαναγκαστικό υποκείμενο διαπνέεται από το πάθος να καταργήσει την επιθυμία του Άλλου. Αυτό που κυρίως θέλει ο ιδεοψυχαναγκαστικός είναι να επιθυμεί ο ίδιος χωρίς η επιθυμία του να χρειάζεται ούτε κατ’ελάχιστο να συνδέεται με την επιθυμία του Άλλου. Εξού και περιέρχεται σε αδιέξοδο. Αν συναινέσει στην επιθυμία τότε αποδέχεται στην ουσία να βρεθεί εξαρτημένος από την επιθυμία του Άλλου. Αν αρνηθεί αυτή την αλλοτρίωση τότε οδηγείται στο να θέλει να σκοτώσει κάθε επιθυμία μέσα του.
Με αυτούς τους δύο τρόπους βρίσκεται αντιμέτωπος με το ανέφικτο. Διότι είναι, πράγματι, ανέφικτο κάποιος να μην επιθυμεί, αφού και το να μην θέλει να επιθυμεί εξακολουθεί να είναι μια επιθυμία. Είναι εξίσου ανέφικτο να επιθυμεί κανείς μοναχικά, επειδή η επιθυμία, από τη φύση της, είναι επιθυμία της επιθυμίας του άλλου.
Η επιθυμία, πράγματι, αναζητά τουλάχιστον να αναγνωριστεί από το αντικείμενό της. Όμως, η απόλαυση του ιδεοψυχαναγκαστικού υποκειμένου είναι ακριβώς η απόλαυση της ανέφικτης επιθυμίας.
Αυτό οδηγεί σταθερά σε μια απονεκρωμένη επιθυμία, απονευρωμένη, επιθυμία θανάτου που αναπτύσσεται σαν ένα διαιωνιζόμενο ερώτημα σχετικά με την ίδια την ύπαρξη: “to be or not to be”. Το ιδεοψυχαναγκαστικό υποκείμενο αποφεύγει την επιθυμία του σκοτώνοντας την επιθυμία. Δεν επιθυμεί, αγαπά. Ή μισεί. Είναι ισοδύναμο. Σημαίνει τελικά ό,τι μόνο ζητά.
Ο Λακάν και η ψύχωση
Ο Λακάν, όπως ξέρουμε, συνδέει την ψύχωση και με τις δύο όψεις των διαταραχών, του σημαίνοντος και της απόλαυσης αντίστοιχα. Από τη μια το ψυχωτικό υποκείμενο δεν αλλοτριώνεται επαρκώς από την τάξη του σημαίνοντος και αυτό συνεπάγεται τη μείζονα δυσλειτουργία του σημαίνοντος που τείνει να αποδιοργανωθεί. Τα «στοιχειώδη φαινόμενα» που αναλύει με μαεστρία ο Κλεραμπώ αποτελούν την τελειότερη απόδειξη αυτής της αποδιοργάνωσης.
Πρόκειται για τις διαταραχές της συμβολικής τάξης, τις διαταραχές της γλώσσας. Εδώ ο Λακάν ακολουθεί μεν τις αναλύσεις του Φρόιντ για την ύπαρξη μιας λογικής στο σρεμπεριανό παραλήρημα, αλλά ταυτόχρονα καινοτομεί. Αρνείται ότι υπάρχει συνέχεια μεταξύ νεύρωσης, ψύχωσης και διαστροφής. Τις καθιστά τρεις ξεχωριστές υποκειμενικές δομές. Από τη μία στην άλλη υπάρχει λύση της συνεχείας χωρίς περάσματα ή διαβαθμίσεις. Κοντολογίς, «δεν γίνεται τρελός όποιος θέλει».
Η ψύχωση είναι λοιπόν καταρχάς μια δομή. Τη συναντάμε σε δυο καταστάσεις: μπορεί να έχει εκλυθεί, μπορεί όχι. Βεβαίως τα δύο δεν είναι ισοδύναμα, ωστόσο αυτό δεν πρέπει να μας αποκρύπτει το γεγονός ότι η ψύχωση συνιστά και στις δύο περιπτώσεις μια καθορισμένη θέση του υποκειμένου στην τάξη του σημαίνοντος και στην τάξη της απόλαυσης. Με τη δεύτερη έννοια η λακανική κλινική είναι μια κλινική του αντικειμένου α.
Αποδεικνύει πώς η απόλαυση του ψυχωτικού υποκειμένου είναι στη βάση της απόλαυση εκτός αντικειμένου α. Δεν ρυθμίζεται από την απώλεια και με αυτήν ακριβώς την έννοια δεν συνδέεται με την επιθυμία. Εν είδει αφορισμού ο Λακάν θα πει: «Ο ψυχωτικός έχει το αντικείμενο α στην τσέπη του».
Με άλλα λόγια, δεν το έχει αποχωριστεί. Ένα ολόκληρο φάσμα της λακανικής κλινικής των ψυχώσεων συσχετίζεται με μια διαταραχή του αποχωρισμού εννοούμενου με αυτό τον τρόπο.
Έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ψύχωση εκλύεται ακριβώς όταν το υποκείμενο βρίσκεται χωρίς στήριγμα, αντιμέτωπο με την απώλεια ως τέτοια (απώλεια ενός συγγενούς, ενός σημαντικού αντικειμένου, μιας επαγγελματικής κατάστασης, κλπ). Ομοίως, στην εν λόγω διαταραχή του αποχωρισμού παραπέμπουν οι τρόποι υποκειμενικής σταθεροποίησης όταν αφορούν καθηλωμένες μορφές πρόσδεσης (με έναν άνθρωπο, ένα ζώο, ένα αντικείμενο, ένα επάγγελμα, με ιδανικά, κλπ).
Επιτρέπουν στο υποκείμενο να στηριχτεί προσφεύγοντας σε φαντασιακά ή συμβολικά ερείσματα άνευ της επικουρίας του αντικειμένου α. Η εγγραφή του αντικειμένου α μέσα στην υποκειμενικότητα επιτρέπει στην έλλειψη να λειτουργήσει με τρόπο που να δομεί το υποκείμενο ώστε το τελευταίο να είναι σε θέση να επιθυμεί και να απολαμβάνει. Να απολαμβάνει όμως ακριβώς εντός των ορίων του εφικτού δηλαδή της κατάστασης ενός όντος που ομιλεί.
O Jacques Lacan πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 1981, ένα χρόνο μετά, αφού είχε ανακοινώσει την ίδρυση της “Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου”.
Πηγές:
– LACAN.COM
– ΡΕΖΙΝΑΛΝΤ ΜΠΛΑΝΣΕ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΨΝΘ, 150η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ FREUD.
– ΚΕΝΤΡΟ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
– ΕΛΛΗΝΙΚH ΕΤΑΙΡΕIΑ ΤΗΣ ΝEΑΣ ΛΑΚΑΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛHΣ