PsychologyNow Team

Βιογραφία: Francis Galton: ο Ψυχολόγος της ευφυΐας

Βιογραφία: Francis Galton: ο Ψυχολόγος της ευφυΐας

PsychologyNow Team
francis galton, ψυχολόγος

Ο Galton, θέλοντας να αποτιμήσει τις βασικές ατομικές διαφορές μεταξύ ανθρώπινων όντων επέλεξε την «ικανότητα» σαν μια συνιστώσα που μπορεί να μελετηθεί και κάνοντας αυτό έθεσε τα θεμέλια για εκείνο τον κλάδο της ψυχολογίας που είναι γνωστός σαν Ψυχομετρική.


Ακόμη σημαντικότερη ήταν η εργασία μιας πραγματικής μεγαλοφυίας της ψυχολογίας-ετεροθαλούς ξαδέλφου του Κάρολου Δαρβίνου κι ενός επιστήμονα περιωπής στον τομέα του. Όπως ο Δαρβίνος, ο Francis Galton (1822-1911), είχε σημαντικούς ατομικούς πόρους για να ζει χωρίς να χρειάζεται να δουλεύει.

Άρχισε την επιστημονική του ζωή σαν γεωγράφος και εξερευνητής, διασχίζοντας άγνωστα μέχρι τότε μέρη της Αφρικής. Το ενδιαφέρον του για τη μετεωρολογία τον οδήγησε, με την επιστροφή του στην Αγγλία, στην σύνταξη των πρώτων μετεωρολογικών χαρτών των Βρετανικών Νήσων. Οι μετεωρολογικοί χάρτες του Galton δημοσιεύονταν καθημερινά στους Times από τον Απρίλη του 1875 και μετά.

Ενώ ανακάλυψε και ονομάτισε το φαινόμενο του «αντικυκλώνα». Όμως τα ταξίδια του έστρεψαν το ανήσυχο και ερευνητικό μυαλό του από τα γεωγραφικά και μετεωρολογικά ενδιαφέροντα προς την ανθρωπολογία. Παρατηρούσε τις σημαντικές διαφορές μεταξύ ανθρώπων τόσο σαν πολιτιστικών ομάδων όσο και σαν ατόμων μέσα σε κάθε ομάδα. Και αυτό έγινε η ρίζα του ενδιαφέροντος του για την ανθρώπινη φύση.

Ο Galton, ήθελε να αποτιμήσει τις βασικές ατομικές διαφορές μεταξύ ανθρώπινων όντων και να παρουσιάσει τους κρίσιμους παράγοντες που αναμειγνύονται σε ορισμένες μετρήσεις. Επέλεξε την «ικανότητα» σαν μια συνιστώσα που μπορεί να μελετηθεί και κάνοντας αυτό έθεσε τα θεμέλια για εκείνο τον κλάδο της ψυχολογίας που είναι γνωστός σαν ψυχομετρική (σαφέστερα την εφαρμογή της στατιστικής στη μέτρηση των ατομικών διαφορών όσον αφορά τις συνιστώσες της συμπεριφοράς και την χρήση των ψυχομετρικών τεχνικών στην σύνταξη και επικύρωση των ψυχολογικών τεστ).

Η επικρατούσα ψυχολογία της εποχής του αναγνώριζε την ύπαρξη ειδικών ικανοτήτων ή ταλέντων- στη μουσική, στα μαθηματικά, στις αθλητικές επιδόσεις κλπ. Ο Galton όμως επέμενε ότι υπήρχε μια γενική «πνευματική» ικανότητα που ήταν πρωταρχική. Μερικά άτομα είναι προικισμένα με μια μεγάλη ποικιλία αντιληπτικών ικανοτήτων, όμως ειδικότερα ενδιαφέροντα και εκπαίδευση τα επηρεάζουν προς την αξιοποίηση κάποιας ειδικής ικανότητας (για επιστημονική έρευνα, ας πούμε).

Ο Galton, επιθυμούσε να μετρήσει το επίπεδο της γενικής ικανότητας ενός ατόμου σε σχέση με ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα άλλων ατόμων της δικής του κουλτούρας, για να ανακαλύψει πόσο υψηλά επίπεδα ικανότητας ήσαν κατανεμημένα σε ένα δεδομένο πληθυσμιακό δείγμα και να ορίζει αν μια τέτοια υψηλή ικανότητα ήταν κληρονομική.

Τα αποτελέσματα της έρευνας του δημοσιεύτηκαν στο κληρονομική ευφυΐα (1869), μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Βικτωριανής εποχής. Στο βιβλίο αυτό, προτίθεμαι να δείξω ότι οι φυσικές ικανότητες του ανθρώπου, προσδιορίζονται από την κληρονομικότητα, με τους ίδιους ακριβώς περιορισμούς που προσδιορίζονται οι μορφές και τα φυσικά χαρακτηριστικά του όλου οργανικού κόσμου. Διεκδικώ να είμαι ο πρώτος που πραγματεύεται το θέμα με στατιστική μέθοδο, για να φθάσω σε αριθμητικά αποτελέσματα και να εισάγω το νόμο της απόκλισης από το μέσο όρο σε θέματα κληρονομικότητας.

Τα δύο αυτά αποσπάσματα έκαναν σαφές τι ήταν εξελικτικό στην προσέγγιση του Galton. Και οι δύο ισχυρισμοί ήσαν ένα μεγάλο βήμα μπροστά: η υπόθεση ότι τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς και της νόησης ίσως; Είναι κληρονομικά, και η υπόθεση ότι οι ατομικές διαφορές στη νόηση μπορούν να μετρηθούν.

Ένας Βέλγος μαθηματικός. Ο Quetelet (Κετελέ), είχε δείξει πρόσφατα ότι συγκεκριμένα σωματομετρικά μεγέθη, όπως το ύψος και η περίμετρος του θώρακα του νεοσύλλεκτών στρατιωτών, ήταν κατανεμημένα μεταξύ του συνολικού πληθυσμού με μια συχνότητα που προσέγγιζε χονδρικά τον «νόμο κανονικής κατανομής» του Gauss, ο οποίος παρίσταται γραφικώς με την αρκετά γνωστή, κωδωνοειδούς μορφής, καμπύλη «πιθανότητας».

Εάν ο οριζόντιος άξονας (άξονας x) παριστά μονάδες μέτρησης κάποιου ανθρώπινου χαρακτηριστικού (π.χ. ύψος σε πόδια και ίντσες, με προσέγγιση ακέραιας ίντσας) και ο κατακόρυφος άξονας παριστά τον αριθμό των ατόμων ενός δεδομένου πληθυσμού που αντιστοιχούν σε κάθε τιμή (κατά μήκος) του οριζόντιου άξονα, τότε η καμπύλη αναπαριστά την «κανονική κατανομή» του χαρακτηριστικού στον πληθυσμό.

Η κορυφή της «καμπάνας» δείχνει ότι η μεγαλύτερη πλειονότης των ατόμων δεν αποκλίνει πολύ από την αυστηρά στατιστική μέση τιμή μέτρησης, ενώ άτομα με ιδιαίτερα μεγάλο ή ιδιαίτερα μικρό ύψος είναι οι μικρότερες ομάδες σε κάθε άκρο της καμπύλης – η κατανομή αποκλίνει από την κανονικότητα σε κάθε κατεύθυνση προς τα άκρα. Ο Galton έκανε ένα μεγάλο άλμα- εντελώς διαισθητικά- όταν ριψοκινδύνευσε την υπόθεση πως:

(α) αυτή η μορφή κατανομής είχε εφαρμογή σε κάθε μετρήσιμη φυσική ιδιότητα του ανθρώπινου όντος, και

(β) ότι μπορούσε να εφαρμοστεί εξίσου σε οποιοδήποτε επιλεγμένο χαρακτηριστικό της νόησης.

Σαν υπόθεση εργασίας – υπό την προϋπόθεση κατάλληλων στατιστικών διορθώσεων των σφαλμάτων – είχε αποδειχθεί εφαρμόσιμη σ’ έναν αριθμό ψυχομετρικών ερευνών.

Χρησιμοποιώντας αυτό το μοντέλο ο Galton διαίρεσε την ικανότητα σε 16 ίσες βαθμίδες και, εφαρμόζοντας τους πίνακες πιθανότητας του Quetelet, υπολόγισε τον κατά προσέγγιση αριθμό ατόμων, από τον πληθυσμό της Μεγάλης Βρετανίας, που ανήκε στην κάθε βαθμίδα. Στην κορυφαία βαθμίδα ικανότητας εκτίμησε ότι υπήρχε μόνο ένα πρόσωπο ανά εκατομμύριο.

Στην δεύτερη υψηλότερη βαθμίδα 1 ανά εκατομμύριο ανήκαν στις δυο ακραίες βαθμίδες πάνω και κάτω (ή σε κάθε πλευρά της μεσοκαθέτου της κωδωνοειδούς καμπύλης), και τα 4/5 του συνολικού πληθυσμού βρίσκονταν στις τέσσερις βαθμίδες που κάλυπταν το μεσοδιάστημα της κλίμακας ικανότητας.

Ο Galton κατόπιν διερωτήθηκε: ποια ήταν η συχνότητα των ανώτατων βαθμίδων ικανότητας μεταξύ των συγγενών των ανθρώπων που μπορούσαν να θεωρηθούν ως εξαιρετικής ικανότητας; Επέλεξε άτομα που εκτιμούνταν ως διακεκριμένα (με βάση την «αναγνωρισμένη περιωπή» σε διάφορα επαγγέλματα – νομικά, φιλολογία, τέχνη, επιστήμη, κλασικές σπουδές, εκκλησία- και ιχνηλάτησε το γενεαλογικό δένδρο κάθε ατόμου.

Από τους σχηματικούς πίνακες ανακάλυψε ότι απ’ όλα τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου μεταξύ 1600 και 1865, το 80% εκείνων που υπηρέτησαν ως Πρόεδροι και το 36% των άλλων δικαστών είχαν διακεκριμένους συγγενείς. Συνδυάζοντας όλες τις ομάδες έδειξε ότι στο 31%των περιπτώσεων του δείγματος του, οι λαμπροί άνδρες είχαν φημισμένους γονείς και το 48% αυτών των ανδρών είχαν επίσης φημισμένους γιούς. Ο Galton συμπέρανε ότι τα αποτελέσματα του δείχνουν πως η εξαιρετική ικανότητα είναι κληρονομική.


Διαβάστε σχετικά: Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός ευφυούς ατόμου;


Πέρα από τις στατιστικές τεχνικές, αυτή η πρώιμη έρευνα έχει συγκεκριμένες αδυναμίες. Η καρδιά της μελέτης είναι η επιλογή ενός δείγματος πληθυσμού για καταμέτρηση και στατιστική περιγραφή και ανάλυση. Ο Galton επιλέγει άτομα που είναι «αναγνωρισμένης» φήμης – έχουν επιτύχει την απόκτηση υψηλών αξιωμάτων στην εκκλησία ή το κράτος ή τα επαγγέλματα. Μετά εξετάζει το γενεαλογικό δένδρο και μετράει τον αριθμό των συγγενών που έχουν επίσης πετύχει την πρόσκτηση παρόμοιων περίοπτων θέσεων στην αγγλική κοινωνία.

Το αποτέλεσμα φαίνεται να δείχνει ότι τα πιο διακεκριμένα πόστα στα επιστημονικά επαγγέλματα είναι κατειλημμένα από ανθρώπους ενός περιορισμένου αριθμού «ικανών» οικογενειών: υπάρχει μια φυσική αριστοκρατία του ταλέντου που φαίνεται, στην βικτωριανή Αγγλία του 1869, να είναι το γνώρισμα των επαγγελματικών ανώτερων-μεσαίων τάξεων. Το κριτήριο επιλογής του δείγματος είναι ύποπτο.

Στην βικτωριανή Αγγλία οι άνθρωποι επιλέγονταν για τα επαγγέλματα κατά κόρον στη βάση των οικογενειακών διασυνδέσεων. Μόνο τα αγόρια της ανώτατης – μεσαίας τάξης είχαν την εκπαίδευση και το προνόμιο εισόδου για δουλειές – κλειδιά: στα νομικά, στα πανεπιστήμια κλπ.

Οι πατεράδες χρησιμοποιούν το οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς για να τοποθετήσουν τους γιούς τους σε καλές δουλειές, ενώ η νεολαία της εργατικής τάξης ή της κατώτερης μεσαίας τάξης είχε ελάχιστες ευκαιρίες συναγωνισμού, ώσπου οι μεταρρυθμίσεις του εικοστού αιώνα διεύρυναν την κλίμακα των ευκαιριών εκπαίδευσης.

Είναι σημαντικό το ότι ο Galton δεν συμπεριλαμβάνει επιτυχημένους επιχειρηματίες από τη βιομηχανία και το εμπόριο, που κατά τον 19ο αιώνα αυξάνουν τον πλούτο της Βρετανίας με το επιχειρηματικό και έξυπνο εμπόριο τους.

Δεν φαίνεται να παίρνει υπ’ όψη του ότι ένας επιτυχημένος βιοτέχνης που κατάγονταν από ταπεινές ρίζες ίσως διαθέτει έναν υψηλό βαθμό ευφυΐας όσο και ικανότητας για σκληρή δουλειά και σκληρές διαπραγματεύσεις. Το κριτήριο του Galton για την «ικανότητα» που προέρχεται από αυτό το γενεαλογικό δένδρο ήταν συνεπώς ύποπτο.

Επιπλέον, αφού η βιολογική επιστήμη της εποχής δεν είχε καθόλου σαφή αντίληψη των μηχανισμών της κληρονομικότητας (τα κείμενα του Mentel δημοσιεύθηκαν σε άσημα περιοδικά στα τέλη της δεκαετίας του 1860, αλλά δεν ήταν γνωστά στον επιστημονικό κόσμο μέχρι το 1900), ο Galton υπέθεσε την ύπαρξη ενός νευρολογικού μηχανισμού για τη μεταβίβαση της ιδιάζουσας ικανότητας. Το αποτέλεσμα αυτού ήταν η υπερεκτίμηση των κληρονομικών παραγόντων και η υποτίμηση περιβαλλοντικών παραγόντων στην ανάπτυξη της ικανότητας.

Επιμένοντας τόσο έντονα στην υποστήριξη της κληρονομικής ευφυΐας ο Galton αγνόησε τη δυνατότητα έρευνας των περιβαλλοντικών επιδράσεων- οικογενειακό περιβάλλον και πρώιμη διαπαιδαγώγηση, αποτέλεσμα της εκπαίδευσης και «εμπειρίες» ζωής- στην ανάπτυξη τόσο των γενικών όσο και των ειδικών ικανοτήτων.

Η συνεκτίμηση των περιβαντολλογικών επιρροών ανοίγει τη δυνατότητα ανεξάρτητων πηγών ικανότητας σε μια κοινωνία που μπορεί να είναι περιοριστική λόγω δυσμενών κοινωνικών περιστάσεων και να στερεί βασικές ευκαιρίες εκπαίδευσης.

Η μεταγενέστερη εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες πηγές πρέπει να υπήρξαν στις μη προνομιούχες, κατώτερη μεσαία και εργατική τάξη της Βικτωριανής Αγγλίας. Γιατί ο Galton απέτυχε να αντιληφθεί αυτή τη δυνατότητα και να κάνει έρευνες για να δει εάν η «ικανότητα» υψηλού βαθμού υπήρχε ή όχι και σε άλλα τμήματα του πληθυσμού από εκείνα των διάσημων ανδρών και των οικογενειών τους;

Μέρος της απάντησης είναι ότι ήταν υπερβολικά προσκολλημένος στην κληρονομική έμφαση του δαρβινισμού. Η έννοια της μεταβίβασης των βασικών χαρακτηριστικών ήταν καινούργια και συναρπαστική, και ο Galton ήθελε να δείξει ότι η θεωρία της εξέλιξης είχε εφαρμογή στην ανθρώπινη φύση τόσο καλά όσο στις πεταλούδες και τα μοσχομπίζελα. Πιθανόν, επίσης, να ήταν υπερβολικά επηρεασμένος από κοινωνικές και πολιτικές προκαταλήψεις.

Το βιβλίο του μπορεί να θεωρηθεί σαν μια συνηγορία του «κατεστημένου» όπως ήταν αυτό στα 1870 : σαν απόδειξη της πνευματικής ανωτερότητας των ανώτερων μεσαίων τάξεων, οι οποίες έτσι ήσαν οι καταλληλότερες για να συνεχίσουν να κατέχουν τις θέσεις-κλειδιά στη κοινωνία. Αφού η ανώτερη ικανότητα δεν είναι πιθανή στους ανθρώπους της εργατικής τάξης, η παιδεία και η εκπαίδευση για κάθε ικανότητα δεν είναι πιθανό να δημιουργήσει μεγάλες διαφορές στα μυαλά τους- έτσι ισχύουν οι υπαινιγμοί της κληρονομικής ευφυΐας.

Αν υπάρχει ένας, τυχαίος «καλός» που αναπτύσσει υψηλή ικανότητα, αυτό είναι σαν να τον οδηγεί ανοδικά προς μια θέση μεγαλύτερου κύρους. Για τη μάζα των κατώτερων τάξεων, περισσότερη ενασχόληση με τα εγκόσμια και, συνεπώς, λιγότερη πνευματική παιδεία, είναι η αναπόφευκτη μοίρα.

Ήταν στα 1870 όταν η φιλελεύθερη κυβέρνηση του Γλαδστον ψήφισε το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο του Foster, που διεύρυνε κατά πολύ την αντίληψη για τη στοιχειώδη εκπαίδευση (αν και τελικά δεν ήταν υποχρεωτική μέχρι το 1880). Οι πλούσιοι Τόρηδες θα πρέπει να αναστατώθηκαν με αυτή την προοπτική της εκπαίδευσης των μαζών. Ειδικά λόγω του ότι η αριστερή πτέρυγα του φιλελεύθερου κόμματος, που καθοδηγείτο απ’ τον ικανό John Dilke, ήταν πολύ ριζοσπαστική (ακόμη και οι δημοκρατικοί συνηγορούσαν).

Μια τέτοια νύξη είναι πιθανόν άδικη για τον Galton, ο οποίος έχοντας πιθανώς υποστηρίξει την λαϊκή εκπαίδευση θα είχε πιστέψει στην αποτελεσματικότητα της. Ίσως να ήταν καταβάθος κάτι σαν πίστη στην πνευματική (και ηθική) ανωτερότητα της κοινωνικής του τάξης που τον προκαταλάμβανε στην επιλογή του κριτηρίου του για την «ικανότητα».

Οποιεσδήποτε επιρροές κι αν υπήρξαν κατά την εργασία, έβλαψαν την κληρονομική ευφυΐα σαν επιστημονική πραγματεία και στέκουν ως προειδοποίηση για το ότι η αυστηρά «αντικειμενική» ψυχολογία είναι ένα ιδανικό που προσεγγίζεται μόνο περιστασιακά και με δυσκολία. Λόγω της ιδιαιτερότητας και συνθετότητας που συνεπάγεται το κυρίως θέμα του, ο ψυχολόγος είναι ευάλωτος στην απόκρυψη προκριμάτων που ίσως νοθεύουν τις υποτιθέμενες επιστημονικές έρευνες με πολιτικό-ηθικές προκαταλήψεις.


Πηγή: Η ιστορία της Ψυχολογίας, Ρόμπερτ Τόμσον
Επιμέλεια: Ιωάννα Πατσαβού, Κλινική Κοινωνική Λειτουργός και Ψυχοθεραπεύτρια μέσω Τέχνης

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...