Η Παυλοβιανή θεωρία και η εξελιγμένη μορφή της, η συμπεριφεριολογία (Behaviorismus) είναι μια από τις σημαντικότερες θεωρήσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ξεκίνησε από τα πειράματα του Pavlov στη Σοβιετική Ένωση, εξελίχθηκε και εμπλουτίσθηκε θεωρητικά από τους Skinner και Watschon στις Η.Π.Α. και σήμερα αποτελεί ίσως το πιο διαδεδομένο ψυχολογικό σύστημα ερμηνείας της συμπεριφοράς του ανθρώπου με καθημερινή εφαρμογή σ’ όλο τον κόσμο.
Μερικά στοιχεία που αφορούν τη θεωρία των εξαρτημένων αντανακλαστικών πάνω στα οποία βασίστηκε η ψυχολογική θεωρία του Pavlov αναφέρονται στο κεφάλαιο το σχετικό με τη μάθηση. Ο Pavlov προσδιόρισε και το οργανικό υπόστρωμα (του Κ.Ν.Σ.) που είναι υπεύθυνο για τη διαδικασία που απαιτεί η λειτουργία των εξαρτημένων αντανακλαστικών. Στη διαδικασία αυτή συμμετέχουν τόσο τα διάφορα αισθητήρια όργανα, όσο και νευρικές οδοί, συνειρμικά κέντρα κλπ.
Κέντρο συγκέντρωσης όλων των πληροφοριών που δέχεται το άτομο, όπως και κέντρο σχεδιασμού της απαντητικής εντολής είναι οι Μετωπιαίοι λοβοί και μάλιστα η πρόσθια μοίρα τους, ο προμετωπιαίος φλοιός. Βλάβη ή καταστροφή του προμετωπιαίου φλοιού προκαλεί το λεγόμενο «σύνδρομο μωρίας» με χαρακτηριστικά συμπτώματα την ανόητη, άσχετη με την πραγματικότητα συμπεριφορά, την απώλεια ελέγχου των σφιγκτήρων, την απώλεια ελέγχου των συναισθηματικών αντιδράσεων, την πλήρη αδυναμία κατανόησης αφηρημένων εννοιών με επακόλουθο και την πλήρη αδυναμία κατάστρωσης στρατηγικών για το μέλλον κ.ο.κ.
Η συμπεριφορά αυτή που βασίζεται στη μάθηση μέσω των εξαρτημένων αντανακλαστικών εξυπηρετεί βασικά δύο θεμελιακούς στόχους: α) την αποφυγή του πόνου και β) την επιδίωξη της ηδονής.
Αυτοί οι δύο στόχοι, είναι οι βασικές έμφυτες ανάγκες του ατόμου που αναζητούν την εκπλήρωσή τους στη ζωή. Όλοι οι υπόλοιποι μηχανισμοί συμπεριφοράς που φαίνεται να εμφανίζει ο άνθρωπος αποτελούν απλά τροποποιήσεις αυτών των δύο κάτω από την επίδραση της μάθησης.
Έτσι, σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, εμπειρίες και συναισθήματα ικανοποίησης και επιτυχίας μαθαίνονται και επαναλαμβάνονται ευκολότερα από εκείνες που οδηγούν σε συναισθήματα δυσαρέσκειας ή αποτυχίας. Αυτό αποτελεί και το βασικό υπόβαθρο των διαφόρων μεθόδων διαπαιδαγώγησης, που δρουν πάνω στο σύστημα:
Η αμοιβή δρα ευνοϊκά για κάποια πράξη και οδηγεί στην επανάληψή της – Η τιμωρία οδηγεί στην εγκατάλειψη της πράξης αυτής.
Μια και καμία πράξη δεν θα μπορούσε να μην έχει έστω και ελάχιστες δυσάρεστες πλευρές, η χρησιμοποίηση της αμοιβής, ή της τιμωρίας θα δράσουν σαν καταλύτες που θα οδηγήσουν την «αντίδραση» στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο άνθρωπος μαθαίνει ή ξεχνάει συμπεριφορές. Εάν το ποσοστό αμοιβής και τιμωρίας είναι ισόποσο τότε κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε παθολογική συμπεριφορά.
Για παράδειγμα, ο σκύλος του Pavlov που «έμαθε» να διακρίνει έναν κύκλο από ένα ημικύκλιο, δεχόμενος την ανάλογη ανταμοιβή.
Όταν το ημικύκλιο έγινε σχεδόν σαν τον κύκλο, με μικρό μόνο άνοιγμα, έτσι που για το σκύλο ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει πια τα δύο σχήματα, ο σκύλος αναστατώθηκε, άρχισε να τρέμει και να γαυγίζει και έπαθε αυτό που ονομάσθηκε «πειραματική νεύρωση». Η «αμφιθυμία» του σκύλου ήταν προφανώς η αιτία της νεύρωσης. Το ίδιο συναίσθημα είναι συχνά καθοριστικό μέσα από άλλες, όμως διαδικασίες, για την ερμηνεία ψυχολογικών διαταραχών και από ψυχαναλυτική σκοπιά.