Δημήτρης Κατσίκης

Τι είναι η Λογικοθυμική Συμπεριφορική Θεραπεία (Rational-Emotive Behavior Therapy, REBT) | "Α' Μέρος: Σύντομη ιστορία και προέλευση της REBT"

Τι είναι η Λογικοθυμική Συμπεριφορική Θεραπεία (Rational-Emotive Behavior Therapy, REBT) | "Α' Μέρος: Σύντομη ιστορία και προέλευση της REBT"

Δημήτρης Κατσίκης

H Λογικοθυμική Συμπεριφορική Θεραπεία (Rational-Emotive Behavior Therapy, REBT) είναι η πρώτη μορφή Γνωστικής Συμπεριφορικής Θεραπείας και ιδρύθηκε από τον ψυχολόγο και ψυχοθεραπευτή Albert Ellis το 1955, όταν εκείνος εργαζόταν ήδη ως κλινικός ψυχολόγος στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του ’40.


H Λογικοθυμική Συμπεριφορική Θεραπεία (Rational-Emotive Behavior Therapy, REBT) είναι η πρώτη μορφή Γνωστικής Συμπεριφορικής Θεραπείας (οι Γνωστικές Συμπεριφορικές Θεραπείες, Cognitive Behavior Therapies, CBT’s, αποτελούν το τρίτο ρεύμα στην ιστορία της ψυχοθεραπείας, από χρονολογικής άποψης, μετά τις ψυχοδυναμικές και τις ανθρωπιστικές ψυχοθεραπείες, οι οποίες αποτελούν το πρώτο και δεύτερο ρεύμα, αντίστοιχα) και ιδρύθηκε από τον ψυχολόγο και ψυχοθεραπευτή Albert Ellis το 1955, όταν εκείνος εργαζόταν ήδη ως κλινικός ψυχολόγος στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του ’40 (Ellis, 1994). Ο Ellis είχε ήδη αποκτήσει αρκετή φήμη ως ειδικός σε θέματα σεξουαλικών και συζυγικών σχέσεων στο πλαίσιο μιας μεγάλης ερευνητικής του προσπάθειας, την οποία τιτλοφόρησε The case of sexual liberty. Στην πραγματικότητα, μέσα από αυτή τη μεγάλου όγκου εργασία του, ανακάλυψε ότι μπορούσε να βοηθήσει τους πελάτες και τους φίλους του, ως προς τα σεξουαλικά και διαπροσωπικά τους προβλήματα, σε σύντομο χρονικό διάστημα και, έτσι, αποφάσισε να ακολουθήσει περαιτέρω ειδίκευση στην κλινική ψυχολογία, δεδομένου ότι δεν έβρισκε ευκαιρίες επίσημης εκπαίδευσης σε θέματα που άπτονται της σεξουαλικής και συζυγικής συμβουλευτικής. Αφότου απόκτησε το διδακτορικό του στην κλινική ψυχολογία, επέλεξε να εκπαιδευτεί ως ψυχαναλυτής, πιστεύοντας ότι αποτελούσε την βαθύτερη και πιο αποτελεσματική μορφή ψυχοθεραπείας που ήταν διαθέσιμη εκείνη την εποχή. Αποφάσισε να εκπαιδευτεί στην ψυχανάλυση, διότι η εμπειρία του ως ανεπίσημου συμβούλου σε θέματα σεξ και σχέσεων τον είχε διδάξει ότι οι διαταραγμένες σχέσεις ήταν, κυρίως, αποτέλεσμα διαταραγμένων απόψεων και στάσεων που επιλέγουν να υιοθετήσουν (και να πιστέψουν) για εκείνες, κάτι που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή, στο πλαίσιο διαπροσωπικών σχέσεων, αφού πρώτα καταφέρουν να αποκαταστήσουν τον τρόπο που σκέπτονται για εκείνες και τις αξιολογούν σε ατομικό επίπεδο.

Αρχικά, ο Ellis απολάμβανε την εργασία του ως ψυχαναλυτής επειδή, εν μέρει, μπορούσε να εκφράζει το εγγενές ενδιαφέρον του να βοηθά και να διαχειρίζεται ψυχικά προβλήματα των άλλων ανθρώπων. Ωστόσο, σταδιακά, έμενε όλο και πιο ανικανοποίητος με την ψυχανάλυση, η οποία του φαινόταν (και αποδεικνυόταν) όλο και λιγότερο αποτελεσματική και αποδοτική ως μορφή ψυχοθεραπείας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο Ellis ξεκίνησε να πειραματίζεται με διαφορετικές μορφές ψυχοθεραπείας συμπεριλαμβανομένων της ψυχαναλυτικά προσανατολισμένης ψυχοθεραπείας και άλλων πιο εκλεκτικών μορφών αναλυτικής και ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας. Ωστόσο, παρότι ο ίδιος γινόταν όλο και πιο αποτελεσματικός στις παρεμβάσεις του προς τους ανθρώπους που βοηθούσε, ταυτόχρονα, παρέμενε όλο και πιο ανικανοποίητος σχετικά με την αποδοτικότητα των παραπάνω μεθόδων. Ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, επέστρεψε στο παλαιότερο και πολύ προσφιλές του χόμπι να διαβάζει φιλοσοφία στην προσπάθειά του να ανακαλύψει μια πιο αποτελεσματική και αποδοτική μορφή ψυχοθεραπείας.

Μία από τις κυριότερες επιρροές στη σκέψη του εκείνη την εποχή ήταν η εργασία αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων φιλοσόφων, αρχίζοντας από τους προσωκρατικούς υλιστές φιλοσόφους (π.χ., Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος, Δημόκριτος ο Αβδηρίτης), συνεχίζοντας με τον Σωκράτη (λιγότερο με τον Πλάτωνα, περισσότερο με τον Αριστοτέλη από τον Πλάτωνα αλλά λιγότερο τον Αριστοτέλη από τον Σωκράτη) και συνεχίζοντας κυρίως με τους Επικούρειους, τους Κυνικούς, τους Σκεπτικούς και τους Στωικούς (π.χ., Αντισθένης ο νεότερος, Επίκουρος, Επίκτητος, Ζήνων ο Κιτιεύς, Μάρκος Αυρήλιος, Πύρρων ο Ηλείος, Σενέκας, κ.α.). Οι φιλόσοφοι εκείνοι είχαν τονίσει, λίγο-πολύ, ότι η ψυχική αναστάτωση έχει, κυρίως, φιλοσοφική αιτία, δηλαδή είναι αποτέλεσμα, κυρίως, εσφαλμένης, διαστρεβλωμένης ή μη ορθολογικής φιλοσοφίας για τον εαυτό, τους άλλους και τον κόσμο (μια άποψη που δεν ήταν δημοφιλής εκείνη την εποχή ενώ παραμένει ιδιαίτερα παραμελημένη ακόμη στις μέρες μας) και έδινε λιγότερη έμφαση στους εξωτερικούς ή άλλους αθέατους παράγοντες (τους ασυνείδητους, χωρίς να παραμελείτους υποσυνείδητους παράγοντες), που τόνιζαν ως επί το πλείστο οι ψυχαναλυτικές και ψυχοδυναμικές θεωρίες. Παρόμοιες απόψεις περί της φιλοσοφικής βάσης της ψυχικής αναστάτωσης υιοθετούνταν και από αρχαίους Ασιάτες φιλοσόφους όπως ο Κομφούκιος, ο Λάο Τσε και ο Σιντάρτα Γκαουτάμα (Βούδας).

Επί της ουσίας, όλες αυτές οι αρχαίες αυτές φιλοσοφίες τόνιζαν ότι οι άνθρωποι δεν αναστατώνονται από τα γεγονότα, τις καταστάσεις ή τις συνθήκες (π.χ., της παιδικής ηλικίας) αλλά από τις απόψεις και τις στάσεις τους γι’ αυτά/ές: Η άποψη αυτή έγινε και παραμένει ένα από τα συνθήματα της REBT και των περισσότερων Γνωστικών Συμπεριφορικών Θεραπειών που ακολούθησαν στη συνέχεια (π.χ., Beck, 1976. Burns, 1980. Glasser, 1965. Goldfried & Davison, 1976. Mahoney, 1974. Maultsby, 1975. Meichenbaum, 1977 καθώς και τα περισσότερα μοντέλα του τρίτου ρεύματος των CBT’s από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα).

Κυριότερες Φιλοσοφικές Επιδράσεις της REBT

Εκτός από τις αρχαίες φιλοσοφίες, η σύγχρονη REBT βασίζεται σε μια σειρά σύγχρονων φιλοσόφων και τις διδασκαλίες τους, οι οποίες «σημάδεψαν» την ιστορία της ανθρωπότητας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι τα γραπτά του Immanuel Kant, σχετικά με την ισχύ και τους περιορισμούς της ανθρώπινης νόησης, εντυπωσίασαν τον Ellis. Το ίδιο και οι εργασίες των Leibniz, Schopenhauer και Spinoza, ενώ φιλόσοφοι της επιστήμης, όπως οι Bartley, Popper και Russell, μεταξύ άλλων (π.χ., Dewey και Sartre), ήταν πολύ επιδραστικοί στην προσπάθεια του Ellis να αναπτύξει τις απόψεις και τις υποθέσεις του για τη φύση του ανθρώπου και του κόσμου. Επιπλέον, οι φιλόσοφοι αυτοί τόνισαν τη σημασία που έχει η προσεκτική εξέταση της χρησιμότητας των επιστημονικών υποθέσεων για τη φύση του ανθρώπου και του κόσμου χωρίς να βιαζόμαστε να καταλήγουμε σε βιαστικά συμπεράσματα σχετικά με την ισχύ, τη λογική και την λειτουργικότητα των υποθέσεων αυτών. Έτσι, η εφαρμογή της REBT βασίζεται σε λογικοεμπειρικές αρχές (Ellis, 1962, 1979) και τονίζει τη σημασία της ευελιξίας και του μη δογματισμού ως βασικές αρχές της επιστήμης, στις οποίες πρέπει να βασίζεται η ψυχοθεραπεία ως προς το περιεχόμενο και τη διαδικασία. Η REBT αντιτίθεται σε κάθε είδους δόγμα (αν και αναγνωρίζει και αποδέχεται ότι αυτό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης) και, σύμφωνα με την επιστημονική της προσέγγιση, υποστηρίζει ότι η άκαμπτη απολυτότητα βρίσκεται στον πυρήνα της ανθρώπινης ψυχικής αναστάτωσης (ψυχοφυσιολογικής, γνωστικής, συναισθηματικής και συμπεριφορικής) (Ellis, 1983). Επίσης, η REBT, σε αρκετές περιπτώσεις,υιοθετεί και ακολουθεί τις απόψεις του μεταμοντερνισμού, του μεταμοντέρνου σχετικισμού και του κονστρουκτιβισμού (πβ. Guidano & Liotti, 1983) δεδομένου ότι επίδρασε σημαντικά και στο τρίτο ρεύμα των γνωστικών συμπεριφορικών προσεγγίσεων (π.χ., βλ. την ισχυρή της επιρροή στη Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης, Acceptance and Commitment Therapy, ACT, που αποτελεί μια από τις πιο τεκμηριωμένες θεραπείες του τρίτου ρεύματος των CBT’s˙ Hayes & Strosahl, 2004; Hayes, Strosahl, & Wilson, 1999) και σε ευρύτερο επιστημολογικό επίπεδο (Ellis, 1994, 1996a, 1996b).Σημειωτέο ότι η REBT μαζί με την CT (Cognitive Therapy) του Aaron Beck και μερικές ακόμη γνωστικές συμπεριφορικές προσεγγίσεις αποτελούν το δεύτερο ρεύμα των γνωστικών συμπεριφορικών προσεγγίσεων στην ψυχοθεραπεία ενώ το πρώτο αποτελεί η κλασική συμπεριφορική θεραπεία που προϋπήρχε του Ellis.

Αν και η φιλοσοφία της REBT δε συνάδει με τις ένθερμες και δογματικές μορφές οποιασδήποτε θρησκείας (παρά μόνο με τις μη δογματικές πλευρές της), η υγιής Χριστιανική φιλοσοφία έχει ασκήσει την πιο μεγάλη επίδραση απ’ όλες τις θρησκείες στην REBT. Η θεωρία της REBT περί της ανθρώπινης αξίας (η οποία θα αναλυθεί σε προσεχές άρθρο) είναι παρόμοια με τη Χριστιανική άποψη περί καταδίκης της αμαρτίας (δηλαδή, της ατομικής συμπεριφοράς) καιταυτόχρονης συγχώρεσης του αμαρτωλού (δηλαδή, του ατόμου) (Ellis, 1991a, 1991b, 1994. Hauck, 1991. Mills, 1993. Nielsen, Johnson, &Ellis, 2001. Powell, 1976). Έτσι, η REBT υιοθετεί τις αρχές της φιλοσοφίας του ηθικού ουμανισμού δεδομένου ότι α) ασπάζεται την έννοια της άνευ όρων αποδοχής του εαυτού και β) αντιτίθεται σε κάθε μορφή συνολικής ή σφαιρικής αξιολόγησης της ανθρώπινης αξίας (Russell, 1950, 1965). Με άλλα λόγια, αντιτίθεται είτε στη σφαιρική θεοποίηση, είτε στη σφαιρική διαβολοποίηση των ανθρώπων δίνοντας έμφαση στο τι κάνουν οι άνθρωποι (το οποίο μπορεί αποδεδειγμένα να αλλάξει κατόπιν εκπαίδευσης) και όχι στο τι είναι οι άνθρωποι (το οποίο δε μετριέται αντικειμενικά και, κατά συνέπεια, δεν περιλαμβάνει εστιασμένη αλλαγή σε κάποια πτυχή του εαυτού που μπορεί ν’ αλλάξει).

Επίσης, από τη στιγμή που η REBT θεωρεί ότι οι άνθρωποι είναι στο κέντρο του δικού τους σύμπαντος (και ότι δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος) και έχουν τη δύναμη της επιλογής (αλλά όχι της απεριόριστης επιλογής) σε σχέση με τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές τους, διαθέτει και υπαρξιακές φιλοσοφικές ρίζες τις οποίες συναντούμε στους Heidegger (1949) και Tillich (1977) μεταξύ άλλων. Πράγματι, η REBT διαθέτει εμφανή ανθρωπιστική-υπαρξιακή υπόσταση (Ellis, 1973, 1991b, 1994, 1996a) έχοντας αναθεωρήσει και την έννοια της άνευ όρων θετικής υπόληψης του εαυτού (unconditional positive regard) του Rogers σε άνευ όρων αποδοχή του εαυτού (unconditional self-acceptance) αξιολογώντας, όπως προαναφέρθηκε, το τι κάνει, και όχι το τι είναι, ένα άτομο, δεδομένου ότι το πρώτο ορίζεται και μετριέται ενώ για το δεύτερο δεν υπάρχει αξιόμετρο.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ellis επηρεάστηκε από την εργασία των γενικών σημασιολόγων (π.χ., Korzybski, 1933). Οι θεωρητικοί αυτοί τόνιζαν τη θεμελιώδη επίδραση της γλώσσας στη σκέψη, δεδομένου ότι οι συναισθηματικές μας διεργασίες εξαρτώνται ιδιαίτερα από τον τρόπο που δομούμε τη σκέψη μας με βάση τη γλώσσα που υιοθετούμε. Έτσι, για παράδειγμα, ο Ellis τόνισε τη σημασία της υιοθέτησης λέξεων που δηλώνουν έννοιες που μεταβάλλονται (π.χ., κάνω λάθος) έναντι άλλων λέξεων που δηλώνουν έννοιες που δεν αλλάζουν γιατί είναι αόριστες και μη μετρήσιμες (π.χ., είμαι λάθος), ώστε οι άνθρωποι να συνηθίζουν πιο πολύ στις πρώτες παρά στις δεύτερες κατά τη ροή του λόγου.

Κυριότερες Ψυχολογικές Επιδράσεις της REBT

Καθώς ο Ellis ανέπτυσσε την REBT, επηρεάστηκε αντίστοιχα από την εργασία αρκετών πεφωτισμένων ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών. Αρχικά, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του στο Ινστιτούτο της Karen Horney στη Νέα Υόρκη, επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την έννοια των τυραννικών «πρέπει» της Horney (1950), στα οποία ο Ellis βασίστηκε για να υπογραμμίσει, λίγο αργότερα,την πυρηνική σημασία των απόλυτων, δογματικών και αξιολογικών (evaluative) πεποιθήσεων (και όχι τόσο των υπόλοιπων γνωσιών, π.χ., των αυτόματων σκέψεων, των αιτιακών αποδόσεων, των προσδοκιών κ.α.) ως κύριων υπεύθυνων στη δημιουργία και διατήρηση της ψυχολογικής αναστάτωσης και διαταραχής. Επίσης, επηρεάστηκε αρκετά από τις εργασίες των Alexander και French (1946), Coué (1923), Fromm (1950) και Sullivan (1953), οι οποίοι αναθεώρησαν σοβαρά και σημαντικά τις μέχρι τότε ψυχαναλυτικές και ψυχοδυναμικές απόψεις.

Επιπλέον, η εργασία του Adler ήταν σημαντική για την ανάπτυξη της REBT: Ο Adler (1927, 1931) ήταν ο πρώτος θεραπευτής που τόνισε τη σημασία των πεποιθήσεων κατωτερότητας, κάτι που κάνει και η REBT, η οποία τονίζει την αρνητική επίδραση που έχει στη συναισθηματική και συμπεριφορική υγεία η σφαιρική εκτίμηση του συνόλου του εαυτού που οδηγεί σε άγχος για το Εγώ (και το μη Εγώ, δηλαδή τις καταστάσεις έξω από το Εγώ). Όπως ο Adler στην Ατομική του Ψυχολογία, έτσι και η REBT δίνει έμφαση στους ανθρώπινους στόχους, τους σκοπούς, στις αξίες και στα νοήματα. Η REBT ακολουθεί τη διδασκαλία του Adler σχετικά με τη χρήση μεθόδων ενεργητικής και καθοδηγητικής μάθησης εντός και εκτός θεραπευτικού πλαισίου, την έμφαση στο κοινωνικό όφελος, την αξιοποίηση ολιστικής και ανθρωπιστικής οπτικής και την εφαρμογή της ψυχοθεραπείας με γνωστικούς και πειστικούς τρόπους (Ellis, 1991a, 1991b, 1996a). Πέρα από τον Adler, όμως, ο Ellis βασίστηκε και σε προικισμένους ορθολογικούς ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές οι οποίες δεν είχαν ιδιαίτερη απήχηση στην εποχή τους αλλά άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους στην ιστορία της ψυχοθεραπείας μέσα από τα έργα τους και την υποστήριξη, κατά την ψυχοθεραπεία, της επίδρασης των πυρηνικών γνωσιών στα συναισθήματα και στις συμπεριφορές. Παραθέτω μερικούς: Janet (1898), Dubois (1907), Munsterberg (1919), Piaget (1963). Ακόμη και ο Freud το 1897 (Breuer & Freud, 1965), στο βιβλίο του Studies in hysteria, είχε γράψει, καθώς διαμόρφωνε το μοντέλο του, ότι τα συναισθηματικά προβλήματα είναι ιδεογενή (ideogenic). Ωστόσο, στη συνέχεια δεν κατάληξε σε κάποια σαφή, συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη, βήμα προς βήμα, θεωρητική εξήγηση και επινόησε το ασυνείδητο ως μεταφορά της σπηλιάς του Πλάτωνα.

Αν και αρχικά η REBT ονομάστηκε Ορθολογική Θεραπεία, πάντα διακήρυττε τη σημασία της χρήσης πρακτικών, συμπεριφορικών μεθόδων, καθώς επίσης και συναισθηματικών και γνωστικών μεθόδων, με συνδυαστικό και περιεκτικό τρόπο ταυτόχρονα, κατά την εφαρμογή της ψυχοθεραπείας. Πράγματι, ο Ellis χρησιμοποιούσε μεθόδους επηρεασμένος από τους πρωτοπόρους της συμπεριφορικής θεραπείας (π.χ., Dunlap, 1932. Jones, 1924. Watson & Rayner, 1920) με τους πελάτες του, αλλά και με τον εαυτό του: Αρχικά για να ξεπεράσει τον φόβο έκθεσης που ένιωθε όταν μιλούσε μπροστά σε κοινό και στη συνέχεια για να ξεπεράσει το άγχος και την ντροπή που ένιωθε προς τις γυναίκες, κάτι που ενσωμάτωσε και στην ενεργητική-καθοδηγητική μορφή της σεξουαλικής θεραπείας του που εφάρμοσε κατά τις δεκαετίας του ’40 και ’50 παρέχοντας υποθέσεις για τις υποκείμενες πυρηνικές πεποιθήσεις που κάνουν τους ανθρώπους να νιώθουν μη υγιή συναισθήματα σαν τα παραπάνω και, ταυτόχρονα, παρέχοντας οδηγίες για το πως οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν αυτά που φοβούνται ή ντρέπονται με ένα νέο, πιο ορθολογικό, σκεπτικό πλέον. Αυτή η γνωστική-συναισθηματική-συμπεριφορική, ενεργητική, καθοδηγητική και πρακτική έμφαση παραμένει έκδηλη και στη σημερινή μορφή της REBT.

Στα 63 χρόνια ύπαρξής της (1955-σήμερα), η REBT έχει εφαρμοστεί με διαφορετικές μορφές (ατομική, ομαδική, συζυγική, οικογενειακή, σεξουαλική κ.λπ.) από πολλούς ειδικούς αγωγής υγείας (π.χ., ψυχολόγους, ψυχιάτρους, ψυχοθεραπευτές, συμβούλους, κοινωνικούς λειτουργούς, εκπαιδευτικούς, προγυμναστές, μέντορες κ.α.) σε διαφορετικούς πληθυσμούς (π.χ., ενήλικες, παιδιά, εφήβους, γονείς, εκπαιδευτικούς, ηλικιωμένους, άτομα με χρόνιες ασθένειες), οι οποίοι διαφέρουν σε ευρεία γκάμα δυσκολιών και διαταραχών κατά διάφορα διαγνωστικά και στατιστικά εγχειρίδια. Εκτός από την εφαρμογή της στην ψυχοθεραπεία και τη συμβουλευτική, η REBT έχει εφαρμοστεί και εφαρμόζεται σε εκπαιδευτικά, βιομηχανικά, ιατρικά, οργανισμικά, επιχειρηματικά, προγυμναστικά και μεντορικά, θρησκευτικά και άλλα, εμπορικά και μη, περιβάλλοντα κάτι που δείχνει ότι, πλέον, αποτελεί μια όλο και πιο καθιερωμένη μέθοδο στην προαγωγή της πρόληψης της βιοψυχοκοινωνικής υγείας και στην απόκτηση ενός ορθολογικού και ευτυχισμένου τρόπου ζωής παρά τα προβλήματα, τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες.

Η REBT εφαρμόζεται σε όλο τον κόσμο και διαθέτει Ινστιτούτα όχι μόνο στις ΗΠΑ (Ιλινόι, Καλιφόρνια, Κονέκτικατ, Μέιν,Νέα Υόρκη) αλλά και σε διαφορετικές χώρες του κόσμου (Αργεντινή, Αυστραλία, Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ινδία, Ισπανία, Ισραήλ, Καναδάς, Κολομβία, Κόστα Ρίκα, Μεξικό, Ολλανδία, Παραγουάη, Περού, Ρουμανία, Σερβία, Τουρκία) με το Ελληνικό Ινστιτούτο για τη Λογικοθυμική και Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία να βρίσκεται στην Αθήνα (www.recbt.gr). Επιπλέον, η REBT διαθέτει, επαρκή εμπειρικά τεκμηριωμένη βάση σύμφωνα με ευρείες επισκοπήσεις και στατιστικές μετααναλύσεις (π.χ., David, Cotet, Matu, Mogoase, & Stefan, 2017. David, Lynn, & Ellis, 2010. Engels, Garnefsky, & Diekstra, 1993. Gonzalez, Nelson, Gutkin, Saunders, Galloway, & Shwery, 2004. Lyons & Woods, 1991. Smith & Glass, 1977. Trip, Vernon, & McMahon, 2007. Vîslă, Flückiger, Grosse Holtforth, & David, 2016).

Η REBT, είναι, πλέον, μια όλο και πιο καθιερωμένη γνωστική συμπεριφορική προσέγγιση, και όπως θα δούμε σε επόμενο άρθρο, μεταπροσέγγιση, της οποίας η φιλοσοφία και η θεωρία μπορούν να επεκτείνουν όχι μόνο την αποτελεσματικότητα των περισσότερων άλλων προσεγγίσεων στην ψυχοθεραπεία και στην ψυχική υγεία αλλά και να προσφέρουν έναν αρμονικό και υπεύθυνα απολαυστικό τρόπο ζωής σε όσους ανθρώπους την δοκιμάσουν με συστηματικό τρόπο.


Βιβλιογραφία

  • Adler, A. (1927). Understanding human nature. New York: Greenberg.
  • Adler, A. (1931). What life should mean to you. New York: Blue Ribbon Books.
  • Alexander, F., & French, T.M. (1946). Psychoanalytic therapy. New York: Ronald.
  • Beck, A.T. (1976). Cognitive therapy and the emotional disorders. New York: International Universities Press.
  • Breuer, J., & Freud, S. (1965). Studies in hysteria (Vol. 2 of The standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud). New York:
  • Basic Books. (Originally published, 1897).
  • Burns, D. (1980). Feeling good. New York: New American Library.
  • Coué, E. (1923). My method. New York: Doubleday, Page.
  • David, D., Cotet, C., Matu, S., Mogoase, C., Stefan, S. 50 years of rational-emotive and cognitive-behavioral therapy: A systematic review and meta-analysis. J Clin Psychol. 2017;00:1-15. https://doi.org/10.1002/jclp.22514.
  • David, D., Lynn,S.J.,& Ellis,A.(2010). Rational and irrational beliefs: Research, theory, and clinical practice. Oxford: Oxford University Press. 
  • Dubois, P. (1907).The psychic treatment of nervous disorders. New York: Funk & Wagnalls.
  • Dunlap, K. (1932). Habits: Their making and unmaking. New York: Live right.
  • Ellis, A. (1962). Reason and emotion in psychotherapy. Secaucus, NJ: Citadel.
  • Ellis, A. (1973). Humanistic psychotherapy: The rational-emotive approach. New York: McGraw-Hill.
  • Ellis, A. (1979). The practice of rational-emotive therapy. In A. Ellis and J. M. Whiteley (Eds.), Theoretical and empirical foundations for rational-emotive therapy (pp. 61-100). Monterey, CA: Brooks/Cole.
  • Ellis, A. (1983). Failures in rational-emotive therapy. In E. B. Foa and P. M. G. Emmelkamp (Eds.), Failures in behavior therapy (pp. 159-171). New York: Wiley.
  • Ellis, A. (1991a). The case against religiosity (Rev. ed.). New York: Institute for Rational-Emotive Therapy.
  • Ellis, A. (1991b). Humanism and psychotherapy: A revolutionary approach (Rev. ed.). New York: Institute for Rational-Emotive Therapy.
  • Ellis, A. (1994). Reason and emotion in psychotherapy (Rev. upd. ed.). New York: Birch Lane.
  • Ellis, A. (1996a). Better, deeper and more enduring brief therapy. New York: Brunner/Mazel.
  • Ellis, A. (1996b). A social constructionist position for mental health counseling: A response to Jeffrey T. Guterman. Journal of Mental Health Counseling, 18(1), 16-28.
  • Engels,G.I., Garnefski,N.,& Diekstra,R.F.(1993). Efficacy of rational emotive therapy: Aquantitative analysis. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 61(6),1083–1090.
  • Fromm, E. (1950). The sane society. New York: Ilolt, Rinehart & Inston.
  • Glasser, W. (1965). Reality therapy. New York: Harper & Row.
  • Goldfried, M. R., & Davison, G. C. (1976). Clinical behavior therapy. New York: Holt, Rinehart & Winston.
  • Gonzalez, J.E., Nelson, J.R., Gutkin, T.B., Saunders, A., Galloway, A., & Shwery,C.S.(2004). Rational emotive therapy with children and adolescents a meta-analysis. Journal of Emotional and Behavioral Disorders,12(4),222–235.
  • Guidano, V., & Liotti, G. (1983). Cognitive processes and emotional disorders: A structural approach to psychotherapy. New York: Guilford.
  • Hauck, P. (1991). Hold you head up high. London: Sheldon.
  • Hayes, S. C., &Strosahl, K. D. (Eds.). (2004). A practical guide to acceptance and commitment therapy. New York: Springer.
  • Hayes, S. C., Strosahl, K., & Wilson, K. G. (1999). Acceptance and Commitment Therapy: An experiential approach to behavior change. New York: Guilford.
  • Heidegger, M. (1949). Existence and being. Chicago: Henry Regnery.
  • Horney, K. (1950). Neurosis and human growth. New York: Norton.
  • Janet, P. (1898).Névroses et idées fixes (2 vols.). Paris: Alcan.
  • Jones, M. C. (1924). A laboratory study of fear: The case of Peter. The Pedagogical Seminary, 31(4), 308-315.
  • Korzybski, A. (1933). Science and sanity. San Francisco, CA: International Society of General Semantics.
  • Lyons,L.C.,&Woods,P. J. (1991). The efficacy of rational emotive therapy: Aquantitative review of the outcome research. Clinical Psychology Review, 11(4),357–369.
  • Mahoney, M. J. (1974). Cognition and behavior modification. Cambridge, MA: Ballinger.
  • Maultsby, M. C., Jr. (1975). Help yourself to happiness: Through rational self-counseling. New York: Institute for Rational-Emotive Therapy.
  • Meichenbaum, D. (1977). Cognitive-behavior modification. New York: Plenum.
  • Mills, D. (1993). Overcoming self-esteem. New York: Institute for Rational-Emotive Therapy.
  • Münsterberg, H.(1919). Technique of psychotherapy. Boston, MA: Houghton Mifflin.
  • Nielsen, S. L., Johnson, W. B., & Ellis, A. (2001). Counseling and psychotherapy with religious people: A Rational-Emotive Behavior Therapy approach. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum.
  • Piaget, J. (1963).The origin of intelligence in children. New York: Norton.
  • Powell, J. (1976). Fully human, fully alive. Niles, IL: Argus.
  • Russell, B. (1950). The conquest of happiness. New York: New American Library.
  • Russell, B. (1965). The basic writings of Bertrand Russell. New York: Simon & Schuster.
  • Smith, M. L., & Glass, G. V. (1977). Meta-analysis of psychotherapy outcome studies. American Psychologist, 32(9), 752-760.
  • Tillich, P. (1977). The courage to be. New York: Fountain.
  • Trip,S.,Vernon,A.,& McMahon,J(2007).Effectiveness of rational emotive education: aquantitative meta-analytical study. Journal of Cognitive and Behavioral Psychotherapies, 7(1),81–93.
  • Vîslă, A., Flückiger, C., grosse Holtforth, M., & David, D. Irrational beliefs and psychological distress: A meta-analysis. Psychother Psychosom. 2016;85:8–15.DOI: 10.1159/000441231.
  • Watson, J. B., & Rayner, R. (1920). Conditioned emotional reactions. Journal of Experimental Psychology, 3(1), 1-14.
Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...