«Νομίζω ότι το πιο βαρύ για εμάς τους ανθρώπους είναι το να παραδεχθούμε τους περιορισμούς. Και να πορευθούμε με αυτή την επίγνωση. Η παντοδυναμία την οποία ο καθένας επιθυμεί για τον εαυτό του είναι ανέφικτη».
Με υποδέχθηκε στην είσοδο του σπιτιού της. Στο καλωσόρισμα μείναμε λίγο μακριά, αλλά έγινε τόσο φυσιολογικά που δεν ήξερα αν η απόστασή μας ήταν το επιβεβλημένο 1,5 μέτρο της υγειονομικής προστασίας ή ό,τι ορίζουν οι καλοί τρόποι για μια σχέση που μόλις ξεκινά. Στο πολύ ευρύχωρο σαλόνι ο ήλιος μπαίνει από τα παράθυρα, η ώρα είναι δέκα και μισή το πρωί, και αυτή είναι η πρώτη συνέντευξη που κάνω «ζωντανά» εδώ και δύο μήνες.
Κάθεται στην απέναντι πολυθρόνα, κομψή και ήρεμη· κανείς δεν θα μπορούσε να μαντέψει τα 90 της χρόνια. Για μια στιγμή, μοιάζει να μην έχει συμβεί τίποτε: η επιδημία, ο εγκλεισμός, οι απαγορεύσεις, η απομόνωση. Κι όμως έχουμε συναντηθεί για να μιλήσουμε γι’ αυτό· αλλά είναι σαν να έχει εκλείψει ο διάχυτος φόβος.
Η ηλικία μου είναι τόσο προχωρημένη πια, που ούτως ή άλλως αυτό που ονομάζουμε θάνατο είναι προ των πυλών. Είτε έτσι είτε αλλιώς, θα έρθει. Αυτό είναι μία εξήγηση της συμπεριφοράς μου, λέει απαντώντας στο γιατί αποφάσισε να δώσει μια συνέντευξη από κοντά. Η δεύτερη εξήγηση είναι ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, μου ήταν πάντα πιο σημαντικό το τι χτίζεται μεταξύ δύο ανθρώπων παρά το τι αποδομείται. Δηλαδή περισσότερο τι μπορούμε να φτιάξουμε μαζί, παρά πώς θα τα χωρίσουμε. Και νομίζω ότι αυτή η κίνηση προς τον άλλον γίνεται πλέον αυθόρμητα.
Η Άννα Ποταμιάνου είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας και διδάσκουσα ψυχαναλύτρια της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων και της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Το κλινικό και θεωρητικό της έργο καλύπτει πολλούς τομείς, έχει μεγάλο αριθμό ανακοινώσεων σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια, αρθρογραφεί, συγγράφει, και το 2019 κυκλοφόρησε το πιο πρόσφατο βιβλίο της «Η ποίησις των ονείρων» (εκδ. Ικαρος), ένα βιβλίο-οδηγό για όσους ενδιαφέρονται για την «ποίηση» του ανθρώπινου νου. Αλλωστε, οι διαδικασίες της σκέψης αποτελούν κεντρικό άξονα του έργου της.
Ισως όλα αυτά, και κυρίως η μακρά ψυχαναλυτική πορεία, να εξηγεί την ψυχραιμία της, μια τόσο φιλοσοφική προσέγγιση του γήρατος. Δεν νομίζω ότι είναι φιλοσοφική, ρεαλιστική είναι, σχολιάζει. Και η αγωνία;, επιμένω. Ξέρετε, το τι “παίζεται” στο βάθος, δεν έχει πάντοτε σχέση με την προθήκη, λέει. Αλλά νομίζω ότι έχει σημασία να κρατά κανείς τα πράγματα λίγο χωρισμένα μέσα του. Δηλαδή να αναγνωρίζει τι τον φοβίζει –κανείς άνθρωπος δεν θέλει να παραδεχθεί ότι τελειώνει η ζωή του– και ταυτόχρονα ένα άλλο μέρος του εαυτού του να γνωρίζει ποια είναι η πραγματικότητα. Βεβαίως, αυτή η σχέση με την πραγματικότητα πολλές φορές ταλαντεύεται.
Διαβάστε σχετικά: 5 λόγοι που οι άνθρωποι αποφεύγουν να πάνε για ψυχοθεραπεία
Η ψυχανάλυση είναι μία συνεχής δοκιμασία, δεν την αντέχουν όλοι
– Στην περίπτωση της πανδημίας οι Ελληνες πειθαρχήσαμε και αποδεχθήκαμε τα όρια που μας τέθηκαν.
– Αυτή τη φορά βρεθήκαμε υπό καθοδήγηση που έλεγε: «Κινδυνεύετε, φυλαχθείτε». Τα όρια έγιναν δεκτά γιατί τέθηκαν με σαφήνεια, όπως τα θέτει ένας καλός γονιός στο παιδί του. Εγιναν δεκτά επειδή αγγίζουν την ακεραιότητα εαυτού και των δικών μας. Το πώς θα διαχειρισθούμε τελικά τους περιορισμούς, μένει να το δούμε. Αυτό που εύχομαι είναι η πορεία να συνοδεύεται από σκέψεις που αφορούν το γιατί ο καθένας κάνει ό,τι κάνει. Τι επιδιώκει; Πού οδηγείται; Συχνά για τους Ελληνες το «υπακούω» δεν αντιστοιχεί σε δέσμευση την οποία επιλέγουμε, αλλά σε υποταγή. Εξ ου και επαναστατούμε. Σύννεφα μαζεύονται και οι κακοκαιρίες μας δέρνουν. Ελπίζω ότι σήμερα η πορεία θα είναι διαφορετική.
– Τι επιπτώσεις έχει στον ψυχισμό μας η διαπίστωση ότι βαδίζουμε προς ένα μέλλον που δεν μπορούμε να προβλέψουμε;
– Ασφαλώς δεν μπορεί κανείς να προβλέψει πώς θα εξελιχθούν όσα ζούμε σήμερα. Υπάρχουν όμως στοιχεία που επαναλαμβάνονται στην πορεία του κόσμου. Ας σκεφτούμε τις μεγάλες επιδημίες που έχουν ταλαιπωρήσει την ανθρωπότητα, τις καταστροφικές συνθήκες παντός είδους που έχουν κληθεί οι άνθρωποι να αντιμετωπίσουν, όταν η ψυχική σιγουριά χάνεται και ο ψυχισμός σείεται, οι αντοχές δοκιμάζονται και οι βεβαιότητες εκλείπουν.
– Μπορούμε να αντέξουμε καλύτερα το φορτίο της λύπης που έφερε η πανδημία όλοι μαζί, ή ο καθένας μόνος του;
– Είναι δύσκολη η απάντηση. Από τη μια μεριά όταν μοιράζομαι τους φόβους μου, τις ανησυχίες, τις αγωνίες με άλλους, αυτό με ξαλαφρώνει, γιατί δεν πέφτουν όλα τα βάρη επάνω μου. Από την άλλη, αυτό που δεν αναλαμβάνω, –επειδή το μοιράζομαι και το εναποθέτω στους άλλους– είναι κάτι που με πλουτίζει ή με αδυνατίζει; Αν δεν γίνομαι εγώ ο φορέας του βάρους, δεν δίνω τη λύση εγώ, αλλά τη μετατοπίζω προς τα έξω. Το δικό μου ερώτημα λοιπόν είναι εάν αυτό το ξαλάφρωμα, ουσιαστικά με απαλλάσσει από διαδικασίες που είναι πολύ βαριές, που ζητούν να μείνω μόνος και να τα βρω με τον εαυτό μου.
– Μετά τόσα χρόνια αναλυτικής εργασίας με τον εαυτό σας και τους άλλους, πιστεύετε ότι οι άνθρωποι είμαστε σε θέση να δούμε καθαρά όλα όσα υπάρχουν μέσα μας;
– Ολα δεν γίνεται να τα δούμε, επειδή δεν το αντέχουμε. Αν κανείς παρακολουθήσει την πορεία του Φρόιντ μέσα από τα γραπτά του, βλέπει πόσο προσπαθεί να προσεγγίσει κάποια πράγματα. Μετά φοβάται, κάνει πίσω και πάλι επιστρέφει. Η ψυχανάλυση είναι μία συνεχής δοκιμασία, κι αυτή τη δοκιμασία ασφαλώς δεν την αντέχουν όλοι. ΄Η στο κάτω κάτω δεν τη θέλουν όλοι.
– Τι μας είναι πιο δύσκολο να δεχθούμε;
– Νομίζω ότι το πιο βαρύ για εμάς τους ανθρώπους είναι το να παραδεχθούμε τους περιορισμούς. Και να πορευθούμε με αυτή την επίγνωση. Η παντοδυναμία την οποία ο καθένας επιθυμεί για τον εαυτό του είναι ανέφικτη.
Η γλώσσα
Μιλάει τα ελληνικά με τη γραμματική και το συντακτικό μιας εύηχης και ακριβολόγου γλώσσας. Με τον ίδιο τρόπο σκέπτεται και γράφει. Η γλώσσα είναι ένας τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει κανείς την πραγματικότητα και τον εαυτό του, λέει. Η ελληνική γλώσσα έχει μετατροπές –εσείς έχετε τον δικό σας τρόπο εκφράσεως, εγώ τον δικό μου–, αλλά δεν μπορεί και να αλλάξει τελείως. Από τη δική μου πλευρά ξέρω ότι δεν θέλω να χαθεί η γλωσσική συνέχεια, η σύνδεση με το παρελθόν μας. Την παραγνωρίζουμε ή μας διαφεύγει. Νομίζω ότι αυτό θα έπρεπε να είναι έγνοια όλων.
Μετά τις σπουδές της στο εξωτερικό επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να εργάζεται ως ψυχαναλύτρια. Ήταν περίπου στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Τι έχει αλλάξει μέσα σε αυτά τα χρόνια; Εχουμε προχωρήσει σίγουρα και είμαστε σε θέση να αντέξουμε ερωτήματα για τον εαυτό μας και για τους άλλους. Σήμερα μπορώ να μιλήσω με έναν νέο 25 ετών, όπως σίγουρα δεν θα μπορούσα να το κάνω ως 25χρονη στην εποχή μου, με κάποιον που έχει την τωρινή μου ηλικία.
Έχουν ανοίξει λοιπόν πόρτες επικοινωνίας μεταξύ των γενεών. Τώρα, εάν τις εκμεταλλευόμαστε, ή αν καταλαβαίνουμε τη σημασία τους, εκεί τα πράγματα ποικίλλουν. Νομίζω ότι ως εθνότης και ως κράτος θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει περισσότερα βήματα ως προς την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συμπεριφερόμαστε σε ορισμένες καταστάσεις, γιατί αντιδρούμε με αυτή την αυθορμησία ή με αδιαφορία. Και κάτι ακόμη: μας αρέσει να δημιουργούμε εντυπώσεις, να είμαστε στο προσκήνιο. Μας ελκύει λιγότερο η δουλειά που γίνεται βαθμιαία, χωρίς σαλπίσματα, η αναμέτρηση με δυσκολίες χωρίς να βογκάμε για την προσπάθεια.
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το www.kathimerini.gr