Η ενδο-οικογενειακή βία αποτελεί μια εμπειρία επανειλημμένης σωματικής, ψυχολογικής και/ή σεξουαλικής κακοποίησης που σκοπεύει στην επιβολή και τον έλεγχο ενός άλλου προσώπου και λαμβάνει χώρα στο οικογενειακό περιβάλλον.
Τις προάλλες ένα προσφυγάκι γύρω στα 14 μου έδειχνε κάτι που είχε γράψει σε ένα από τα χαρτιά που έχουμε για να ζωγραφίζουν. Μου το έδειχνε και γελούσε. Δεν μπορούσα να καταλάβω φυσικά γιατί ήταν γραμμένο στα αραβικά.
Σε προηγούμενο άρθρο μου, έγινε λόγος για την ενδοοικογενειακή βία, κάθε μορφή βίας, σωματική, λεκτική, ψυχολογική κ.τ.λ., η οποία ασκείται από ένα μέλος της οικογένειας στα υπόλοιπα, και την παιδική σωματική κακοποίηση.
Οι τραυματικές εμπειρίες στην παιδική ηλικία έχουν μια ιδιαίτερη «ικανότητα» να αφήνουν πληγές, ειδικά όταν περιλαμβάνουν τη συναισθηματική, σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση ή παραμέληση.
Ο οικογενειακός θεραπευτής ερμηνεύει μια δυσλειτουργική συμπεριφορά ενός ατόμου ως απόρροια της επίδρασης του συστήματος στο οποίο ζει (οικογένεια) και όχι στην ατομική παθολογία (ότι όλα δηλαδή είναι γραμμένα στο DNA). Ο άνθρωπος επηρεάζεται από το περιβάλλον του και το επηρεάζει.
Μία δυσάρεστη είδηση προκύπτει από τη νέα έρευνα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό “Psychological Trauma: Theory, Research, Practice, and Policy” του Αμερικάνικου Ψυχολογικού Συλλόγου, που πρέπει να «ταρακουνήσει» γονείς και κηδεμόνες: τα παιδιά που έχουν υποστεί συναισθηματική κακοποίηση, παρουσιάζουν τα ίδια αρνητικά συμπτώματα στην ψυχική τους υγεία με εκείνα που έχουν υποστεί σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση – και σε ορισμένες περιπτώσεις, τα ψυχολογικά κακοποιημένα παιδιά μπορεί να υποφέρουν ακόμα περισσότερο.
Η έκθεση των παιδιών στη λεκτική και σωματική βία μεταξύ των γονέων, μπορεί να βλάψει την ικανότητα τους να εντοπίζουν και να ελέγχουν τα συναισθήματα τους, σύμφωνα με μια διαχρονική μελέτη που προέρχεται από το “Steinhardt School of Culture, Education, and Human Development” του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.