PsychologyNow Team

Ο ψηφιακός κόσμος χρειάζεται αυτό που προσφέρει η ψυχοθεραπεία

Ο ψηφιακός κόσμος χρειάζεται αυτό που προσφέρει η ψυχοθεραπεία

PsychologyNow Team
σκίτσο ενός ανθρώπου να έχει ξαπλώσει σε ένα κινητό σε σχήμα καναπέ

Η ψηφιακή σύνδεση είναι ένας τρόπος για να διατηρήσουμε τη δουλειά μας απλή και τη ζωή μας τακτοποιημένη. Πρέπει να θυμόμαστε όμως, γιατί είναι σημαντικό να παραμένουμε και ακατάστατοι, σύνθετοι και αυθόρμητοι, δηλαδή να είμαστε άνθρωποι.


Όταν άρχισα για πρώτη φορά να σπουδάζω τη διαδικτυακή ζωή στις αρχές του 1980, είδα ένα μέρος όπου οι άνθρωποι είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν πτυχές του εαυτού τους, οι οποίες συνήθως καταπιέζονταν στην καθημερινή τους ζωή. Τότε, το έκαναν αυτό σε «δωμάτια απευθείας συνομιλίας» (chat rooms) και πιο περίτεχνα, όταν κατασκεύαζαν χαρακτήρες σε ένα παιχνίδι (avatars).

Εκείνες τις ημέρες ήμουν ενθουσιασμένη, προσπαθώντας να προειδοποιήσω τους κλινικούς γιατρούς- ψυχαναλυτές, ψυχολόγους, ψυχιάτρους, κοινωνικούς λειτουργούς και παιδίατρους για τη σημασία αυτών των νέων ψηφιακών χώρων.

Ειδικότερα, ήλπιζα ότι η δουλειά μου θα έκανε τους ψυχοθεραπευτές πιο άνετους με την τεχνολογία και θα τους έκανε να αισθάνονται ότι είχαν να διαδραματίσουν έναν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη της. Στην ουσία, το μήνυμά μου προς τους ψυχοθεραπευτές ήταν το εξής: εδώ υπάρχει μια τεχνολογία που λειτουργεί ως ένα είδος οικείας μηχανής και αγγίζει βαθιά ζητήματα όπως αυτό της ανθρώπινης ταυτότητας. Παρακολουθήστε το, ενώ παράλληλα συνεχίστε τη δουλειά σας. Στην πρακτική σας, όταν οι θεραπευόμενοί σας μιλούν για τις ιστοσελίδες τους, τα σχέδια στην επιφάνεια εργασίας τους και τους ψηφιακούς χαρακτήρες τους, θα μιλάνε για θέματα που φθάνουν πολύ πέρα ​​από την τεχνική.

 

 Η ψηφιακή ζωή όμως δεν είναι μια πτυχή του ανθρώπινου πολιτισμού της οποίας η επεξεργασία και η ερμηνεία θα πρέπει να αφεθούν στους προγραμματιστές. Χρειάζεται οι επαγγελματίες θεραπευτές να κατανοήσουν βαθύτερα τις διαστάσεις της.

 

Στα μέσα της δεκαετίας του '90, τα κείμενά μου για την τεχνολογία και τον εαυτό, ήταν κυρίως αισιόδοξα για τον ψυχολογικό αντίκτυπο του ψηφιακού κόσμου. Πράγματι, το 1996, ήμουν στο εξώφυλλο του περιοδικού “Wired” για το έργο μου στην απεικόνιση των ψηφιακών χαρακτήρων (avatars), ως μέρος ενός νέου είδους «παιχνιδιού ταυτότητας» που προέκτεινε την αίσθηση των ανθρώπων για τον εαυτό τους.

Κατά ειρωνικό τρόπο, το κείμενο δημοσιεύθηκε ακριβώς όταν άλλαζα γνώμη σχετικά με το που επιτρέπαμε να μας πάει η τεχνολογία. Είχα δύο σχετικές ανησυχίες: περιμέναμε περισσότερα από την τεχνολογία και λιγότερο από τους ανθρώπους. Ήμασταν πιο πρόθυμοι να μιλήσουμε στις μηχανές, ακόμα και για οικεία θέματα. Και όλο και περισσότερο, με την άνοδο των κινητών ηλεκτρονικών τηλεφώνων, δίναμε την προσοχή μας στα τηλέφωνά μας και όχι ο ένας στον άλλο. Και στις δύο περιπτώσεις, υπήρξε μια αποφυγή από την πρόσωπο με πρόσωπο συνομιλία. Και στις δύο περιπτώσεις, η τεχνολογία μας κάνει να ξεχνάμε ότι η ουσία της συζήτησης είναι εκείνη όπου κατανοούνται τα ανθρώπινα νοήματα, εκείνη όπου εμπλέκεται η ενσυναίσθηση.

Αυτές οι τεχνικές προτάσεις ήταν δελεαστικές. Στις μελέτες μου για την τεχνητή νοημοσύνη, πήρα συνέντευξη από εκατοντάδες ανθρώπους διαφόρων γενιών που, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, καλωσόριζαν την ιδέα των ρομπότ ως φίλων και των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών ως συμβούλων. Οι άνθρωποι αυτοί, δεν ήταν μόνο πρόθυμοι να προσλάβουν την προσομοίωση της κατανόησης ως γνήσια, αλλά την προσομοίωση του συναισθήματος σαν το πραγματικό συναίσθημα. Σκεφτείτε ότι ένας μαθητής του λυκείου, μου είπε ότι ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης, αποτελούσε καλύτερη πληροφόρηση από τον πατέρα του να μάθει για τα κορίτσια και τα ραντεβού, επειδή το πρόγραμμα θα έχει πολύ περισσότερες «πληροφορίες» και «περιπτώσεις» για να δουλέψει πάνω σε αυτές.

Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να γνωρίζει το πρόγραμμά σας, το κυριολεκτικό περιεχόμενο των e-mail σας, τις προτιμήσεις σας στις ταινίες, την τηλεόραση και το φαγητό. Αν «φοράτε» τεχνολογίες που ανιχνεύουν τις αισθητηριακές κινήσεις σας, μπορεί να γνωρίζει το βαθμό στον οποίο αυτά τα πράγματα σας ενεργοποιούν συναισθηματικά γιατί μπορεί να το συναγάγει αυτό από φυσιολογικούς δείκτες. Αλλά δεν καταλαβαίνει τι σημαίνουν αυτά τα πράγματα για σας, επειδή δεν τα κρίνει από την οπτική μιας ανθρώπινης ύπαρξης.

Η προθυμία μας να μιλήσουμε στις μηχανές είναι ένα μέρος της κουλτούρας της λήθης που προκαλεί την ψυχοθεραπεία σήμερα

Αυτό που ξεχνάμε, είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους ξεχωριστούς, αυτό που κάνει τη συνομιλία αυθεντική, αυτό που την καθιστά ανθρώπινη, αυτό που κάνει ψυχοθεραπευτική την θεραπευτική ομιλία.

Αυτές είναι μερικές από τις συνέπειες όταν περιμένουμε περισσότερα από την τεχνολογία από αυτά που μπορεί να μας προσφέρει. Έχω, επίσης, πει ότι κατά την αποφυγή μας από τη συνομιλία, περιμένουμε λιγότερα από τον άλλο. Εδώ, οι κινητές επικοινωνίες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι οι βασικοί παράγοντες.

Φυσικά, δεν ζούμε σε ένα σιωπηλό κόσμο. Μιλάμε μεταξύ μας. Και επικοινωνούμε online σχεδόν όλη την ώρα. Αλλά πάντα τα τηλέφωνα μας αποσπούν την προσοχή από το περιβάλλον και έχει γίνει σύνηθες το φαινόμενο να κάνουμε τα πάντα για να αποφύγουμε ένα ορισμένο είδος συνομιλίας: εκείνες τις συνομιλίες που είναι αυθόρμητες, ζωντανές, απαιτούν την πλήρη προσοχή μας, εκείνες είναι που οι άνθρωποι απομακρύνονται για μια στιγμή αλλά επιστρέφουν σε αυτές με έναν τρόπο απρόσμενο και αυτο-αποκαλυπτικό. Με άλλα λόγια, αυτό που οι άνθρωποι προσπαθούν να αποφύγουν είναι το είδος της συζήτησης που η θεραπεία, δια μέσω του λόγου (talk therapy), προσπαθεί να προωθήσει, το είδος στο οποίο η οικειότητα ανθεί και η ενσυναίσθηση ευδοκιμεί.

Οπότε, σε αυτό το πολιτιστικό περιβάλλον, τι συμβαίνει στο δωμάτιο της συνεδρίας;

Όταν μιλώ με τους θεραπευτές, μου λένε ότι οι θεραπευόμενοι σήμερα αντιμετωπίζουν δυσκολία να συγκεντρωθούν στην πρόσωπο με πρόσωπο συνομιλία. Μπορεί να μην βλέπουν την αξία της και να αισθάνονται πιο άνετα με τον εαυτό που μπορούν να παρουσιάσουν στις οθόνες τους. Και σύμφωνα με το πνεύμα της ρομποτικής στιγμής, μπορούν να αισθάνονται άνετα με τις εφαρμογές στο τηλέφωνό τους, που, γι’ αυτούς, εξυπηρετούν τουλάχιστον ένα μέρος της δουλειάς που η θεραπεία έκανε κάποτε. Αντί να συνδέονται άμεσα με έναν ζωντανό θεραπευτή, χρησιμοποιούν τις εφαρμογές στις οποίες λένε την ιστορία τος και οι εφαρμογές την αναλύουν. Έλκονται από εφαρμογές που τους ηρεμούν και τους ενημερώνουν αν νιώθουν ένοχοι για τη διαστρέβλωση του γνωστικού τους πεδίου. Αντιμετωπίζουμε τώρα μια γενιά θεραπευόμενων που μπορεί να χρειάζονται θεραπεία δια μέσω του λόγου, προκειμένου να εκπαιδευτούν στα πολύ βασικά στοιχεία της συναισθηματικά αποκαλυπτικής συζήτησης.

 

 Ενώ η τεχνολογία μπορεί να σαγηνεύει με την προσφορά του ελέγχου, η πρόσωπο με πρόσωπο συνομιλία προσφέρει την ευκαιρία να βιώσετε άμεσα την ατέλεια, την ενσυναίσθηση και την σχέση.

 

Και έτσι βρισκόμαστε σε μια πολιτιστική στιγμή κατά την οποία η ψυχοθεραπεία δια μέσω του λόγου περιθωριοποιείται ως μη αρκετά «επιστημονική», επειδή δεν παρέχει αρκετές μελέτες αποτελεσμάτων. Την ίδια στιγμή όμως, η ψυχοθεραπεία χρειάζεται περισσότερο από ποτέ σε ένα ευρύτερο πολιτισμό που έχει, με διάφορους τρόπους, σιωπήσει.

Για να το πούμε αλλιώς, οι ψυχοθεραπευτές είναι ειδικοί στο είδος της ομιλίας που χρειάζεται ο ψηφιακός πολιτισμός περισσότερο, το είδος της ομιλίας στο οποίο δίνουμε ο ένας στον άλλον όλη μας την προσοχή, το είδος της ομιλίας που είναι σχεσιακή και όχι συναλλαγής. Αλλά για να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο, να ενισχύσουν με τον τρόπο αυτό την θεραπεία, οι θεραπευτές πρέπει να αφήσουν οι ίδιοι την αμυντική στάση που πολύ συχνά λαμβάνουν, όταν πρόκειται για θέματα τεχνικά και επιστημονικά.

Μιλώ σε θεραπευτές σε πολλά πλαίσια, όπως σε συναδέλφους αλλά και στα πλαίσια ενημέρωσης σε επίσημες συνεντεύξεις κατά τη διάρκεια των μελετών μου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, θεωρώ ότι τόσοι πολλοί ταλαντούχοι κλινικοί γιατροί πάσχουν από μια κρίση εμπιστοσύνης, μια έλλειψη σιγουριάς για τη σημασία του επαγγέλματός τους σε έναν κόσμο υψηλής τεχνολογίας που με πολλούς τρόπους φαίνεται να έχουν προσπεράσει. Αυτή η απογοήτευση μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Μπορεί να είναι πιο δύσκολο να βρεθούν θεραπευόμενοι για ψυχοθεραπεία, για παράδειγμα, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι ζητούν φάρμακα και ένα "check in" κάθε λίγους μήνες, ακόμη και όταν τους ενθαρρύνετε να δοκιμάσουν δύο ή περισσότερες συνεδρίες ψυχοθεραπείας την εβδομάδα.

Για μία κοινωνικό λειτουργό που εργάζεται σε ψυχιατρικό νοσοκομειακό περιβάλλον, η απογοήτευση είναι η εξής: εργάζεται σε μια κλινική που θα χάσει τη χρηματοδότηση αν δεν προσκομίσει απόδειξη των αποτελεσματικών θεραπευτικών αποτελεσμάτων για το μείγμα θεραπείας δια μέσω του λόγου και των γνωστικών συμπεριφορικών τεχνικών της. Δεν είναι σίγουρο αν μπορεί να παρουσιάσει αυτά τα στοιχεία. Πρώτα απ’ όλα, παραδέχεται ότι δεν πιστεύει απόλυτα τους τρόπους που μετράει την «επιτυχία». Αισθάνεται ότι αφήνει έξω κάτι που δίνει στους ασθενείς της, κάτι που δεν  ξέρει πώς να συλλάβει σε ένα εργαλείο μέτρησης. Όπως η ίδια το θέτει, «Οι ασθενείς μου αισθάνονται να βρίσκονται σε μια σχέση». Ενώ σκέφτεται ότι το γεγονός αυτό από μόνο του είναι επιτυχία, συνειδητοποιεί ότι δεν είναι εύκολα μετρήσιμο.

Το χάσμα της ενσυναίσθησης

Η έρευνα δείχνει ότι όταν οι άνθρωποι είναι μαζί, ας πούμε για το μεσημεριανό γεύμα ή πίνοντας ένα φλιτζάνι καφέ, ακόμα και η παρουσία ενός τηλεφώνου στο τραπέζι (ακόμη και ενός απενεργοποιημένου τηλεφώνου) κάνει δύο πράγματα:

Κατ’ αρχάς, αλλάζει το θέμα για το οποίο μιλούν οι άνθρωποι: κρατά τη συνομιλία σε επιφανειακό επίπεδο, γιατί το τηλέφωνο είναι μια υπενθύμιση ότι σε οποιοδήποτε σημείο, μπορεί να διακοπεί η συζήτηση και δεν θέλουμε να μας διακόψουν όταν μιλάμε για κάτι σημαντικό για εμάς.

Δεύτερον, η συνομιλία με τα τηλέφωνα στο τραπέζι ή ακόμα και τα τηλέφωνα στην περιφέρεια της όρασής μας, παρεμβαίνει στην ενσυναισθητική σύνδεση. Οι συνομιλίες δύο ατόμων που λαμβάνουν χώρα με ένα τηλέφωνο στο τραπέζι αφήνουν κάθε άτομο να αισθάνεται λιγότερο μια αίσθηση σύνδεσης και δέσμευσης για το άλλο.

Λαμβάνοντας υπόψη το χάσμα της ενσυναίσθησης, γίνεται ξεκάθαρη η σημασία του ρόλου του θεραπευτή στον ψηφιακό μας κόσμο. Η βασική δουλειά της θεραπείας είναι αυτή που χρειάζεται τώρα να γίνει πολύ περισσότερο: να κάθεσαι ήσυχα με έναν θεραπευόμενο, δίνοντας πλήρη προσοχή ο ένας στον άλλον, δημιουργώντας ένα χώρο για να εστιάσετε στις σκέψεις του καθενός και να ακούσετε ο ένας τον άλλο. Η επισήμανση της σημασίας αυτών των πραγμάτων, είναι ένα σημείο που η σημερινή ζωή δεν τονίζει. Όταν εξαρτώμαστε από την εμπειρία της ζωής στην οθόνη, η προσδοκία μας είναι ότι ο κόσμος θα έρθει σε εμάς με μια συνεχή, σταθερή ροή. Η μοναξιά γίνεται επώδυνη. Σε ένα φανάρι, σε μια ουρά σε ένα σούπερ μάρκετ, θα δείτε ανθρώπους άμεσα να στρέφονται προς τα τηλέφωνά τους. Στον πολιτισμό μας, η ικανότητά μας για μοναξιά αμφισβητείται από την κουλτούρα της συνεχούς τροφοδότησης.

 

 Η κουλτούρα της θεραπείας επηρεάζει τον πολιτισμό μας στο σύνολό του. Ο τρόπος που μπορούμε να ζητήσουμε βοήθεια και πώς περιμένουμε να μοιάζει αυτή η βοήθεια, αλλάζει τις αξίες μας με ένα ευρύτερο τρόπο. Αυτή τη στιγμή, ο ψηφιακός πολιτισμός κλειδώνει τις ερωτήσεις που η ψυχοθεραπεία ξέρει να ανοίγει.

 

Τα πλεονεκτήματα της θεραπείας, η αξία που δίνει στο σχηματισμό ενός δεσμού με ενσυναίσθηση και η ήσυχη προσοχή που είναι απαραίτητη να επιτευχθεί αυτό, γίνονται κεντρικής σημασίας ως πολιτιστικά διορθωτικά. Εάν η θεραπεία έδινε κάποτε στους θεραπευόμενους τη δυνατότητα να αναπτύξουν την ικανότητα να μιλούν για τη σεξουαλικότητα με έναν τρόπο που απαγορευόταν έξω από το γραφείο, τώρα υπάρχει μια νέα επιτακτική ανάγκη: να βιώσετε τη μοναξιά και την εμπειρία της ήσυχης σύνδεσης με ενσυναίσθηση.

Η ψηφιακή σύνδεση είναι ένας τρόπος για να διατηρήσουμε τη δουλειά μας απλή και τη ζωή μας τακτοποιημένη. Πρέπει να θυμόμαστε όμως γιατί είναι σημαντικό να είμαστε ακατάστατοι, σύνθετοι, ως άνθρωποι που είμαστε. Πρέπει να στηρίξουμε ο ένας τον άλλο στο να θυμηθούμε ότι το είδος των συνομιλιών που μπορεί να φαίνονται ντεμοντέ, είναι στην πραγματικότητα, αυτή την στιγμή, πιο αναγκαίες και απαραίτητες. Και όλο και πιο απαραίτητες, επειδή μπορεί να παρουσιάζονται ως αντικατεστημένες από κάτι ταχύτερο, φθηνότερο και πιο ακριβές. Αυτό που οι θεραπευτές πρέπει να αναγνωρίσουμε είναι ο λόγος που χρειάζεται να μιλήσουμε: για να σφυρηλατήσουμε σχέσεις που είναι ο θρίαμβος της ακατάστατης σύνδεσης του ζωντανού ανθρώπου ενάντια στη κρύα οργανική αντιμετώπιση του καθενός, ως εφαρμογή.


Πηγή: psychotherapynetworker.org
Συγγραφέας: Sherry Turkle
Απόδοση: Κωνσταντίνος Μπλέτσος, Ψυχολόγος υποψ. Διδ. Παντείου Πανεπιστήμιου

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Διαβαστε ακομη

Βρείτε μας στα...