Τα επεισόδια βίας μεταξύ ανηλίκων, εντός και εκτός του σχολικού περιβάλλοντος, αποτελούν πλέον μια αρνητική ρουτίνα στην καθημερινότητα παιδιών, γονέων και εκπαιδευτικών. Η συχνότητα και η ένταση με την οποία εμφανίζονται προκαλούν έκπληξη και συχνά αποτροπιασμό, αλλά προκαλούν επιπλέον και μια ιδιόμορφη εξοικείωση με τη βία ή και υποτίμηση αυτής.
Ειδικά δε όταν οι απειλές και ο φόβος λαμβάνουν χώρα ως αδιόρατες και μη εύκολα ανιχνεύσιμες συνθήκες, όπως συμβαίνει σε καταστάσεις όπως ο διαδικτυακός εκφοβισμός, η παρενόχληση στο διαδίκτυο, ο χλευασμός των θυμάτων στα κοινωνικά δίκτυα κ.λπ.
Το παρόν άρθρο επιχειρεί μια ανάλυση στο πρόβλημα του παραδοσιακού και με φυσική παρουσία εκφοβισμού, αλλά και του σύγχρονου, χωρίς την κατά πρόσωπο επαφή, εκφοβισμού, που μπορεί να είναι ακόμη πιο επικίνδυνος, αφού συχνά τα θύματα αντιμετωπίζουν έναν αόρατο εχθρό. Ανεξάρτητα όμως από το είδος και την ποσότητα της βίας, οι σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία και την ψυχική ευημερία των παιδιών είναι ανυπολόγιστες.
Τα τελευταία χρόνια διακρίνεται μια διαρκής έξαρση της βίας ανάμεσα σε ανηλίκους, είτε με φυσική παρουσία, είτε διαδικτυακά και από απόσταση, με πολλαπλασιαστικές αρνητικές ψυχοσωματικές επιπτώσεις τόσο προς αυτούς που την ασκούν όσο και σε όσους τη δέχονται ή και την παρακολουθούν (Pozzoli & Gini, 2012; Olweus, 1996; Nishina & Bellmore, 2006; Pithouse & Crowley, 2007).
Σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα, 1 στα 7 παιδιά υπόκειται σε κάποια μορφή εκφοβισμού (Olweus, 1994). Στην Αμερική[1], σε έρευνα αναφορικά με τον κυβερνοεκφοβισμό, φάνηκε ότι 1 στους 4 εφήβους έχει βιώσει εμπειρία κακοποίησης, ενώ 1 στους 6 έχει οι ίδιος μπει στο ρόλο του θύτη. Σύμφωνα με τον INHOPE (2020)[2], με στοιχεία από τις χώρες που συμμετέχουν στο δίκτυο για τον κυβερνοεκφοβισμό και τη σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων, το 76% των θυμάτων που εμφανίζονται σε υλικό που κρίνεται παράνομο είναι ηλικίας μεταξύ 3 και 13 ετών και το 22% 14 έως 17 ετών. Τα κορίτσια είναι εκείνα που, σύμφωνα με τα στοιχεία, διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο, καθώς το 93% των θυμάτων ήταν κορίτσια, ενώ το 5% αγόρια.
Ας αναλύσουμε τον εκφοβισμό
Ο εκφοβισμός αποτελεί ένα ευρύ φαινόμενο παιδικής ή και νεανικής αντικοινωνικής συμπεριφοράς που εντοπίζεται σε πολλές κοινωνίες και ομάδες ανθρώπων, ανεξάρτητα από το κοινωνικό, οικονομικό, επαγγελματικό και εκπαιδευτικό τους επίπεδο (Smith, 1994), και συχνά δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμος. Όμως οι εκάστοτε ορισμοί για την περιγραφή του φαινομένου συγκλίνουν σε βασικά στοιχεία που προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά του προβλήματος ανά τον κόσμο, ανεξάρτητα από το περιβάλλον όπου λαμβάνει χώρα (Lee, 2006; Rigby, 1998).
Καταρχήν ο εκφοβισμός (bullying) ή και η θυματοποίηση (victimization)[3] διαφοροποιούνται από την αναμενόμενη επιθετικότητα που συναντούμε στα διάφορα αναπτυξιακά στάδια (Olweus, 1996). Επίσης, διαφοροποιούνται από την έννοια της παραβατικότητας, η οποία είναι πιο συγκεκριμένη και αφορά νομικές κατηγορίες χαρακτηρισμένων ως παράνομων ενεργειών.
Επομένως, ένα παιδί θεωρείται ότι υφίσταται σχολικό εκφοβισμό ή θυματοποίηση όταν εκτίθεται επανειλημμένα σε αρνητικές πράξεις από συμμαθητές ή και άλλους ανηλίκους σε διάφορα περιβάλλοντα (Smith & Brain, 2000).
Για να χαρακτηριστεί μια σύγκρουση «αρνητική» και «άνιση», θα πρέπει να υπάρχει σαφής και εκφρασμένη πρόθεση τραυματισμού, εξευτελισμού, επιβολής και πρόκλησης πόνου. Οι θύτες, συνήθως κατ’ επανάληψη και στο πλαίσιο της άνισης σχέσης δύναμης-εξουσίας, προχωρούν στο να χτυπήσουν, να εκφοβίσουν, να τρομοκρατήσουν ή να ταπεινώσουν άλλα παιδιά και δεν σταματούν παρά μόνον όταν και αν υπάρξει εξωτερική παρέμβαση.
Όσον αφορά άλλες διαστάσεις του φαινομένου, συνήθως συναντάται πολύ περισσότερο στα αγόρια από ό,τι στα κορίτσια, λαμβάνει χώρα σε διάφορα περιβάλλοντα, με επικρατέστερο αυτό του σχολείου, ενώ τα αγόρια είναι συχνότερα οι θύτες και για τα δύο φύλα (Baldry & Farrington, 1999).
Ο εκφοβισμός μπορεί να λάβει πολλές μορφές. Οι βασικές με τις οποίες εκδηλώνεται είναι ο σωματικός, ο ψυχολογικός και ο κοινωνικός, αλλά και ο σεξουαλικός, ο ηλεκτρονικός, ο ρατσιστικός, ο έμφυλος και ο ομοφοβικός (Ασημόπουλος, 2014). Συγκεκριμένα, ο σωματικός περιλαμβάνει χτυπήματα, κλοτσιές, σπρωξίματα, φτύσιμο και άλλα, ο λεκτικός αφορά σε χλευασμό, πειράγματα, ρατσιστικά σχόλια, λεκτική παρενόχληση, απειλές, άσεμνες χειρονομίες, ο σχεσιακός σε αποκλεισμό κάποιου από ομάδες και συλλόγους, σε φήμες και κουτσομπολιά και, τέλος, ο διαδικτυακός στη χρήση τεχνολογίας για την επίτευξη του εκφοβισμού μέσω κινητού τηλεφώνου, email, Facebook κ.ά. (Σκλάβου, 2020).
Η «εξέλιξη» του παραδοσιακού εκφοβισμού είναι ο διαδικτυακός εκφοβισμός (internet bullying/online bullying) ή κυβερνοεκφοβισμός (cyberbullying), ο οποίος αφορά σε οποιαδήποτε πράξη εκφοβισμού, ψυχολογικής κακοποίησης, επιθετικότητας, απειλής, ταπείνωσης, παρενόχλησης, τρομοκρατικής ή αυταρχικής συμπεριφοράς που πραγματοποιείται μέσω του διαδικτύου, κινητών τηλεφώνων ή άλλων ψηφιακών τεχνολογιών και η οποία επαναλαμβάνεται σε βάθος χρόνου, ανά τακτά ή άτακτα χρονικά διαστήματα[4].
Βασικές αιτίες
Πολλές δημόσιες συζητήσεις και παρεμβάσεις αναφορικά με το θέμα του σχολικού εκφοβισμού και τον κίνδυνο που διατρέχουν τα παιδιά, οι οποίες συνήθως πυροδοτούνται από τη δημοσιότητα που λαμβάνουν ακραία και τραγικά περιστατικά, ξεκινούν από μια απλουστευμένη αντίληψη για το πρόβλημα και τα προφίλ θύματος – θύτη, καθώς από τη μια πλευρά κατατάσσονται οι επιθετικοί και επικίνδυνοι θύτες και από την άλλη τα αδύναμα και αβοήθητα θύματα.
Η κατάσταση όμως συνολικά είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται στον σχολικό χώρο ή σε ένα μόνο περιβάλλον. Οι παράγοντες που μπορεί να προκαλέσουν την άσκηση στοχοκατευθυνόμενης βίας μπορεί να εντοπίζονται στα ατομικά χαρακτηριστικά, την οικογένεια, το σχολείο, το φιλικό περιβάλλον, το ευρύτερο κοινωνικό ή και πολιτισμικό πλαίσιο ή και σε μια συνισταμένη αλληλεπίδραση αυτών. Έτσι, τα παιδιά μπορεί να είναι θύματα σε ένα περιβάλλον και δράστες σε ένα άλλο, να είναι παρατηρητές που αργότερα εξελίσσονται σε δράστες κ.λπ. (Rigby, 1998).
Οι αιτίες εκδήλωσης ή και αποδοχής της βίας επομένως είναι πολυπαραγοντικές και αλληλοδιαπλεκόμενες, ως προς τη δημιουργία και τη συντήρησή τους σε βάθος χρόνου. Συγκεκριμένα, μπορεί να εντοπίζονται (Σκλάβου, 2020β):
- Στα ενδοατομικά χαρακτηριστικά: χαρακτηριολογικά (συνεσταλμένο, ευαίσθητο, παρορμητικό, οξύθυμο παιδί), σωματική διάπλαση του παιδιού (μικροκαμωμένο, υπέρβαρο, με έντονα χαρακτηριστικά), αναπτυξιακό στάδιο που διανύει το παιδί (π.χ. στην εφηβεία οι επιθετικές και εναντιωματικές συμπεριφορές ενδυναμώνονται), ενδεχόμενα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει (ευερεθιστότητα, διαταραχές διαγωγής, ΔΕΠΥ, νευρολογικές βλάβες).
- Στην οικογένεια: τα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι οι δράστες προέρχονται από οικογένειες στις οποίες η βία, με οποιαδήποτε μορφή της, κυρίως όμως με τη σωματική τιμωρία, χρησιμοποιείται συστηματικά ως παιδαγωγική μέθοδος (Olweus, 2007). Γενικά στις οικογένειες θυτών και θυμάτων παρατηρείται ένα κενό φροντίδας, συναισθηματικής επαφής και αγάπης, καθώς, επίσης, κακή επικοινωνία και έλλειψη προστασίας, και τα παιδιά μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τη βία ως μέσο επίλυσης των προβλημάτων τους.
- Στο σχολικό περιβάλλον, της τάξης ή ευρύτερα (χώροι σχολικών ή εξωσχολικών δραστηριοτήτων): εντός του σχολείου το φαινόμενο ανθεί, καθώς συνδέεται με ένα σύνολο παραγόντων. Εκτός λοιπόν των εντάσεων που το ίδιο το σχολικό περιβάλλον και ειδικότερα το περιεχόμενο των μαθημάτων και των επιδόσεων πυροδοτούν, δεν πρέπει να αγνοείται και ο ρόλος του οικολογικού περιβάλλοντος, καθώς και του εκάστοτε δασκάλου. Για παράδειγμα, σχολεία υποβαθμισμένων περιοχών αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη βίας (Rigby, 1996).
- Στα επίπεδα της κοινωνικής βίας: η αποδοχή και διατήρηση αυτής και ο τρόπος απονομής ποινών και δικαιοσύνης, όχι κατ’ ανάγκη αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο του νομικού συστήματος.
- Στο μηχανισμό νοηματοδότησης της βίας σε μια κοινωνία και στο πώς αυτός διαχέεται μέσα από δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης ως μήνυμα προς το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
- Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να μην αναζητήσουμε πιθανές αιτίες στην ευρύτερη κατάσταση και προβληματική γύρω από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνιών που αφορούν την αύξηση και παγίωση ρατσιστικών φαινομένων και συμπεριφορών, την έκπτωση των αξιών και ηθικών κανόνων, την προσπάθεια ανέλιξης των ανθρώπων με οποιοδήποτε μέσο και κόστος (ένα παράδειγμα στο σχολείο είναι οι ακαδημαϊκές επιδόσεις των παιδιών).
Διαβάστε σχετικά: Η αντιμετώπιση του εκφοβισμού: Ένα χελιδόνι δεν μπορεί να φέρει την Άνοιξη…
Επιπτώσεις του εκφοβισμού
Η χρόνια μαθητική θυματοποίηση συνδέεται με σοβαρά ψυχολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα (κατάθλιψη, μοναξιά, άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση και άλλα), τα οποία εμμένουν και μπορεί να οδηγήσουν σε χρόνια απομόνωση, σοβαρά μαθησιακά ελλείμματα, περιθωριοποίηση, σοβαρούς τραυματισμούς, ακόμη και απώλεια της ζωής παιδιών.
Ως συνέπεια συχνά έχουμε: σωματικές ενοχλήσεις ή και τραύματα, όπως γρατζουνιές, μώλωπες, στραμπουλήγματα, διαστρέμματα, πονοκεφάλους, πόνους στην πλάτη, στομαχόπονους, απώλεια όρεξης ή βουλιμία κ.ά. (Roland, 2002).
Επιπλέον, στις ψυχολογικές επιπτώσεις: μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης, δυσκολίες στη μνήμη και στη μάθηση, έλλειψη κινήτρων για μάθηση, σχολική άρνηση, συχνές απουσίες, μειωμένη σχολική επίδοση ή απότομη μεταβολή στις επιδόσεις (Hazler, 1996).
Στο κοινωνικό επίπεδο τα θύματα συχνά ακολουθούν την ομάδα των δημοφιλών ή νταήδων και υπομένουν την κοροϊδία από φόβο χειρότερης τιμωρίας, προσκολλώνται σε έναν φίλο, υποτακτικά, από φόβο μην τον χάσουν και μείνουν μόνοι, συνδέονται με παιδιά με έλλειμμα στις κοινωνικές δεξιότητες, όπως τα ίδια, που δεν μπορούν να τα προστατέψουν από τη βία και συνεχίζουν να έχουν δυσκολία στο να δημιουργήσουν αληθινούς φίλους, ακόμα και όταν η βία σταματήσει.
Έτσι, βρίσκονται σε διαρκή ετοιμότητα και κατάσταση άμυνας, έχουν αγωνία, νευρικότητα, ευερεθιστότητα, δεν μπορούν να χαλαρώσουν, γίνονται επιθετικά και αγενή ως αντίδραση στη βία, εκτονώνουν την ένταση στο σπίτι, εμφανίζουν μελαγχολία, θλίψη (Yen et al., 2013) και σε ακραίες περιπτώσεις τάσεις αυτοκτονίας ή αυτοτραυματισμού (Koyanagi et al., 2019; Skapinakis et al., 2011).
Συνήθως τα θύματα αισθάνονται κοινωνική μειονεξία και ανεπάρκεια να χειριστούν δύσκολες καταστάσεις, έχουν συναισθήματα κατωτερότητας, αρνητικές σκέψεις για τους φίλους τους και τη δημοτικότητά τους, αρνητικό εσωτερικό διάλογο και έντονη αρνητική αυτοκριτική.
Πρόληψη και αντιμετώπιση του προβλήματος
Όπως έχει γίνει ήδη κατανοητό, το πρόβλημα του σχολικού εκφοβισμού είναι σύνθετο και πολύπλευρο, με πολλούς διαφορετικούς εμπλεκόμενους. Δεν είναι σπάνιο η εκάστοτε οικογένεια να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες της ή και να εντείνει το ρόλο θύματος ή θύτη.
Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα αν στην οικογένεια τα επίπεδα βίας είναι υψηλά, αν η επικοινωνία είναι στρεβλή, αν δεν υπάρχει συναισθηματική φροντίδα ή πλαισίωση του παιδιού, ακόμη δε περισσότερο σε πιο σοβαρά προβλήματα, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η χρήση ουσιών και αλκοόλ, η παραβατική συμπεριφορά των γονέων.
Όσον αφορά το σχολείο και πριν να επιχειρήσουμε την ανάπτυξη προτάσεων γύρω από το θέμα της βίας στο σχολικό περιβάλλον αυτό καθεαυτό, θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην τονιστεί ότι ο σημερινός εκπαιδευτικός έρχεται σε επαφή και αναγκάζεται να διαχειριστεί σύνθετες καταστάσεις και νέα προβλήματα, που δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που αντιμετώπιζε παλαιότερα στη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής (Σκλάβου, 2020α).
Παραδοσιακά, το σχολείο, ως βασικός θεσμός κοινωνικοποίησης, λειτουργούσε έχοντας ως σκοπό την ενθάρρυνση και τον αυτοέλεγχο των μαθητών, μαθαίνοντάς τους να δημιουργούν σχέσεις διαμεσολάβησης, δηλαδή να επιλύουν διαφορές και συγκρούσεις με βάση ένα πλαίσιο με θεσπισμένους και αποδεκτούς κανόνες. Η ελευθερία έκφρασής τους δε εντός του σχολικού περιβάλλοντος επιβαλλόταν να διέπεται από αποδεκτούς στόχους και να συναντά όρια.
Τα φαινόμενα του εκφοβισμού στο περιβάλλον του σχολείου θέτουν πλέον νέες προκλήσεις για δασκάλους, εκπαιδευτικούς και όλους τους φορείς της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του σύγχρονου πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος, καθώς η εθνικοπολιτισμική ετερότητα θεωρείται βάση ανάπτυξης βίαιων συμπεριφορών στο σχολείο (Μανιάτης, 2010). Επιπρόσθετα, η άσκηση οποιασδήποτε μορφής βίας, σχετίζεται εν πολλοίς με τον πολιτισμό μιας χώρας, την ιδεολογία της και την ευρύτερη θέσπιση μέτρων και πολιτικών.
Επομένως, η βία δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο το σχολείο, ούτε στο στάδιο της γένεσης, ούτε και στη διαιώνισή της. Αντιθέτως, αν το σχολείο υποστηριχθεί, σύμφωνα με τους Casas & Del Ray Ortega-Ruiz (2012), το εν λόγω περιβάλλον και η καλλιέργεια της ενσυναίσθησης αποτελούν δύο βασικούς παράγοντες που επιδρούν θετικά και αναστέλλουν όχι μόνο τον σχολικό αλλά εξίσου και τον διαδικτυακό εκφοβισμό.
Απαιτείται επαναπροσδιορισμός του ρόλου του σχολείου, επαγρύπνηση, πρόληψη, έγκαιρη αναγνώριση και καταστολή οποιονδήποτε ανάρμοστων συμπεριφορών, ενημέρωση και εκπαίδευση των εκπαιδευτικών για να μπορούν να αντεπεξέλθουν (Kochenderfer-Ladd & Pelletier, 2008), συνεργασία και υποστήριξη από άλλους ειδικούς και συμπόρευση με τους γονείς.
Πρέπει να εφαρμόζονται συστηματικά και με σταθερότητα προγράμματα υποστήριξης του μαθητικού πληθυσμού, να υπάρχει κατάλληλο και χρηστικό βιβλιογραφικό υλικό με στόχο την καλλιέργεια της ενσυναίσθησης, τη διαχείριση συγκρούσεων, καθώς και την πρόληψη προβλημάτων ψυχικής υγείας στα παιδιά και στους εφήβους (Ronen, 2006).
Οι πολιτικές στις δομές της εκπαίδευσης οφείλουν να οργανώνονται γύρω από και να στοχεύουν σε μια μακροπρόθεσμη διαδικασία που να αφορά στη διερεύνηση και έγκαιρη παρέμβαση στα προβλήματα, αλλά και στο να δημιουργεί προστατευτικούς παράγοντες μέσα στο σχολείο. Στη βάση αυτή είναι απαραίτητη η ενημέρωση, εκπαίδευση και καθοδήγηση των εκπαιδευτικών, αλλά και η επικαιροποίηση των γνώσεών τους γύρω από το πρόβλημα και τον αποτελεσματικό χειρισμό του, καθώς και η διασύνδεσή τους με διεθνή δίκτυα για την άντληση καλών πρακτικών και υλικού.
Επιπλέον, τόσο η οικογένεια όσο και το σχολείο πρέπει να θωρακιστούν με την υποστήριξη φορέων και ειδικά εκπαιδευμένων επαγγελματιών υγείας-πρόνοιας, με σταθερή παρουσία μέσα στα σχολεία και στους φορείς της εκπαίδευσης, αλλά και με υπηρεσίες επικεντρωμένες στην οικογένεια.
Σίγουρα υπάρχουν πολλά που μπορεί να γίνουν ακόμη, καθώς τα βασικά περιβάλλοντα πρόληψης και αντιμετώπισης κάθε μορφής βίας, η οικογένεια και το σχολείο, παραμένουν ανοχύρωτα μπροστά σε ένα τεράστιο ψυχοκοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα, το οποίο κάθε χρόνο μεταλλάσσεται και επανεμφανίζεται με ανθεκτικότερες και πιο επιβλαβείς εκφάνσεις, με ανυπολόγιστο κόστος και επιπτώσεις σε όλα τα πεδία της ανάπτυξης των ανηλίκων.
* Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ από την Κωνσταντίνα Σκλάβου, Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας & Πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων (ΕΙΦ) στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
[1] http://cyberbullying.org/facts/
[2] O INHOPE (International Association of Internet Hotlines) είναι μια παγκόσμιας εμβέλειας συντονισμένη προσπάθεια για την πάταξη του φαινομένου ανάρτησης υλικού παιδικής κακοποίησης (child sexual abuse material – CSAM) στο διαδίκτυο και έχει συμβάλει δυναμικά στην εξιχνίαση μεγάλων κυκλωμάτων διεθνώς. Συνεργάζεται στενά με διεθνείς οργανισμούς πρόληψης και καταστολής εγκλημάτων, όπως η ΙNTERPOL και η EUROPOL, καθώς και με οργανισμούς-κλειδιά της βιομηχανίας του ίντερνετ, όπως το Facebook, το Twitter και η Microsoft. Περισσότερες από ένα εκατομμύριο διευθύνσεις URL, καθεμία από τις οποίες μπορεί να περιέχει πολλές εικόνες ή/και βίντεο παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, εισήχθησαν στην πλατφόρμα ICCAM του Διεθνούς οργανισμού INHOPE το 2020, κάτω από την ομπρέλα του οποίου λειτουργούν 47 γραμμές καταγγελιών ανά τον κόσμο, αναμεσά τους και η SafeLine.gr, μέλος του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου του ΙΤΕ.
[3] Άλλωστε, με τον όρο «θυματοποίηση» αποδίδουμε το αγγλικό «victimization», που είναι το αποτέλεσμα του εκφοβισμού, δηλαδή μιας συγκεκριμένης επιθετικής συμπεριφοράς.
[4] Stopcyberbullying.org (2010). What is cyberbullying, exactly? [OnLine] Διαθέσιμο στο: http://www.stopcyberbullying.org/what_is_cyberbullying_exactly.html