Ο λόγος δεν είναι ένστικτο, αλλά αποτελεί αποτέλεσμα της μάθησης. Ο άνθρωπος έχει έμφυτη στον εγκέφαλό του την ικανότητα να μιλήσει, αλλά χρειάζεται να μάθει να μιλάει.
Ένα νήπιο έχει κατακτήσει ιδιαίτερα πλούσιες και περίπλοκες γνώσεις για να γίνει κάτοχος του λόγου.
Και αυτό γιατί οι λέξεις δεν είναι σήματα (όπως στα ζώα), αλλά σύμβολα, δηλαδή έννοιες συμβολικές και αφηρημένες. Οι λέξεις είναι σύμβολα σημαίνει ότι δεν αφορούν μόνο πράγματα και όντα, αλλά αφορούν έννοιες αφηρημένες, φαινόμενα και περίπλοκες νοητικές αφαιρέσεις. Επίσης δεν έχουν πάντα σχέση με την πραγματική διάσταση, π. χ λέμε βαθύς πόνος.
Ο λόγος συμβολίζει την πραγματικότητα. Με τον λόγο ο άνθρωπος συμβολίζει γεγονότα, πράγματα και ιδέες. Οι λέξεις σύμβολα επιτρέπουν να μιλάμε για πράγματα ή φαινόμενα πέρα από τις αισθήσεις και την εμπειρία, πέρα από το παρόν και την πραγματικότητα. Δίνουν τη δυνατότητα να φτιάχνουμε κάτι που δε γνωρίζουμε με τις αισθήσεις. Ο άνθρωπος με τον λόγο αναδημιουργεί την πραγματικότητα, με μια νέα πραγματικότητα που υπάρχει μέσα στον λόγο. Τέλος, το σύμβολο επιτρέπει στον άνθρωπο να φτιάχνει μήνυμα από το μήνυμα, να μιλάει για κάτι που ξέρει μέσα από τον λόγο.
Δε γράφουμε όπως μιλάμε
Όλα τα παιδιά της γης μιλάνε με αυθόρμητη άνεση, ενώ η κατάκτηση της γραφής χρειάζεται κόπο και προσπάθεια. Για τα παιδιά των 6 ετών είναι δύσκολο να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν, όσο δύσκολο είναι για ένα μορφωμένο ενήλικο να μάθει να διαβάζει και να γράφει μία πολύ διαφορετική από τη δική του γλώσσα. Για να μάθουν τα παιδιά τον γραπτό κώδικα πρέπει πρώτα να καταλάβουν τη μεγάλη διαφορά του από τον φυσικό λόγο. Αντίθετα με αυτό, όλα τα σχολεία κάνουν το λάθος να θεωρούν πρότυπο την γραπτή γλώσσα και βάση αυτής να κρίνουν την επάρκεια των μαθητών στον λόγο.
Η γλώσσα ωστόσο είναι πριν απ’ όλα λόγος, δηλαδή προφορική. Η γραφή είναι υποκατάστατο του λόγου, ένας τεχνητός κώδικας που μιμείται με γραπτά σημάδια τους ήχους της γλώσσας. Η φυσικότητα του λόγου σε σχέση με το τεχνητό του υποκατάστατο τη γραφή, σημαίνει ότι πρέπει να καταλάβουν τα παιδιά πόσο διαφορετική πράξη νοήματος κάνει ο άνθρωπος με τη γραφή σε σχέση με την ομιλία, πόσο διαφορετική λειτουργία επικοινωνίας είναι η γραφή σε σχέση με τον λόγο. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται οι μαθητές να συνειδητοποιήσουν ότι ο λόγος είναι πάντοτε διάλογος, ενώ η γραφή μονόλογος.
Η γραφή είναι πράξη μοναχική, το προϊόν της είναι κείμενο, κρίνεται πάντα εκ των υστέρων και ο αναγνώστης δε μπορεί να παρέμβει σε αυτό που διαβάζει. Σε αντίθεση ο λόγος είναι διαδικασία σε συνεχή δημιουργία και παράγει «συμβάντα», έχει σύνταξη χαλαρή και περίπλοκη, είναι γεμάτος πισωγυρίσματα, ανολοκλήρωτες προτάσεις, αυτοδιορθώσεις και το πιο σημαντικό πλήθος νοημάτων που δε διατυπώνονται με γλωσσικά στοιχεία αλλά κατασκευάζονται από το ύφος της φωνής, τον τονισμό, τις χειρονομίες, τους μορφασμούς, τα επιφωνήματα. Όλα αυτά για να μετατραπούν σε γραπτό λόγο, πρέπει να βρει ο μαθητής λέξεις, σύνταξη και στίξη για να νοηματοδοτήσει αυτό που λέγεται με τόση ευκολία.
Διαβάστε σχετικά: Τι βοηθάει τον εγκέφαλο να μαθαίνει καλύτερα;
Η διαδικασία εκμάθησης της δεύτερης γλώσσας
Η θεωρία για τη διγλωσσία μιλάει για την παθητική γνώση και για την αλληλεξάρτηση των γλωσσών. Παθητική είναι η γνώση μιας λέξης, που την καταλαβαίνει κανείς όταν την ακούει ή την διαβάζει, αλλά δε θα τη θυμηθεί ποτέ αυθόρμητα και αν θελήσει να τη γράψει, θα χρειαστεί λεξικό. Ο δρόμος για την εκμάθηση της γλώσσας είναι από την παθητική προς την ενεργητική γνώση. Η θεωρία της αλληλεξάρτησης των γλωσσών υποστηρίζει ότι η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας δεν είναι προσθετική διαδικασία, δηλαδή δεν προστίθενται απλώς γνώσεις λεξιλογίου και σύνταξης της άλλης γλώσσας, αλλά γίνεται μεταφορά των εννοιών και των γλωσσικών στοιχείων από τη μία γλώσσα στην άλλη.
Οι γλώσσες έχουν άπειρες διαφορές και ιδιοτυπίες και αυτό κάνει δύσκολο το να τις μάθει κανείς σωστά. Οι ιδιαιτερότητες της κάθε γλώσσας είναι συνάμα οι δυσκολίες της για τον αλλόγλωσσο που τις μαθαίνει. Έτσι ο κάθε ομιλητής που μαθαίνει μία δεύτερη γλώσσα θα ακολουθήσει στην αρχή τη λογική και τη γραμματική της μητρικής του γλώσσας, από την οποία μεταφέρει τις έννοιες στην άλλη γλώσσα.
Τέτοιου είδους γνώσεις είναι χρήσιμες σε όλους τους εκπαιδευτικούς, αλλά κυρίως σε αυτούς της Θράκης όπου στα μειονοτικά σχολεία διδάσκονται δύο γλώσσες την ελληνική και την τούρκικη. Εάν ο εκπαιδευτικός δεν είναι εξοικειωμένος με τις γνώσεις περί γλωσσών και ιδιαίτερα της τούρκικης γλώσσας, ακούει κάτι στα αυτιά του πολύ παράξενο. Αποκομίζει την εντύπωση ότι τα παιδιά αυτά που μιλάνε με τέτοια λάθη θα πρέπει να έχουν κάποιο πρόβλημα.
Έτσι, παραγνωρίζει τόσο την προσπάθεια όσο και την πορεία του μαθητή και έτσι δεν παρακολουθεί την εξέλιξη, δεν την ενισχύει και δεν την επιβραβεύει. Αντίθετα, αποκαρδιώνεται εξαιτίας της παρανόησης και δεν περιμένει τίποτα από αυτούς τους μαθητές στους οποίους η χρήση της άλλης γλώσσας, δίνει την εντύπωση μαθησιακής ανικανότητας. Συνεπώς, συμβάλει άθελά του στη μειωμένη γλωσσική τους πρόοδο.
Η σημασία της αναγνώρισης της γλωσσικής διαφοράς
Είναι αποφασιστικής σημασίας για την εκμάθηση μιας άλλης γλώσσας η στάση του εκπαιδευτικού σε δύο επίπεδα, στην αντιμετώπιση της μητρικής γλώσσας του μαθητή και στην ικανότητά του να παρακολουθεί τα εξελικτικά βήματα και να αναγνωρίζει τις γνώσεις που ήδη έχει αποκτήσει ο μαθητής για να τον βοηθήσει να αποκτήσει περισσότερες. Τέλος, παίζει τεράστιο ρόλο στην βελτίωση της επίδοσης των παιδιών, όταν οι δάσκαλοι σέβονται τον μαθητή ως χρήστη μιας άλλης γλώσσας με άλλους κανόνες και αναγνωρίζουν την ιδιαιτερότητά της. Έτσι, δεν ακούν πια λάθη αλλά τους κανόνες μιας άλλης γλώσσας.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*