Μια μελέτη σε ασθενείς με επιληψία βοηθά τους ερευνητές να κατανοήσουν πώς ο εγκέφαλος διαχειρίζεται την εκμάθηση μιας νέας γλώσσας ενώ παράλληλα συγκρατεί τη μητρική.
Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από νευροεπιστήμονες στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο, ρίχνει φως στο διαχρονικό ερώτημα του γιατί είναι δύσκολο να μάθουμε μια δεύτερη γλώσσα ως ενήλικες.
Τα κάπως απρόσμενα αποτελέσματα έδωσαν στην ερευνητική ομάδα πληροφορίες για το πώς ο εγκέφαλος διαχειρίζεται την ανταλλαγή ανάμεσα στη νευροπλαστικότητα –την ικανότητα να αναπτύσσει νέες συνδέσεις μεταξύ των νευρώνων όταν μαθαίνει νέα πράγματα– και στη σταθερότητα, η οποία μας επιτρέπει να διατηρούμε τα ενοποιημένα δίκτυα για όσα ήδη έχουμε μάθει.
Αυτά είναι τα πρώτα στοιχεία που έχουμε για το τι αλλάζει στον εγκέφαλο αφού ακούσει για πρώτη φορά τους ήχους μιας ξένης γλώσσας και ώσπου να αναπτύξει την ικανότητα να τους αναγνωρίζει, δήλωσε ο Ματ Λέοναρντ, Ph.D., επίκουρος καθηγητής Νευρολογικής Χειρουργικής και κύριος ερευνητής της μελέτης.
Αυτό το ενδιάμεσο στάδιο είναι ένα κρίσιμο βήμα στην εκμάθηση της γλώσσας, αλλά είναι δύσκολο να εξεταστεί, επειδή η διαδικασία είναι δυναμική και μοναδική για το κάθε άτομο. Με αυτή τη μελέτη, μπορέσαμε να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει στις εγκεφαλικές περιοχές που συμμετέχουν στη διαφοροποίηση των ήχων κατά τη διάρκεια αυτής της αρχικής φάσης της μάθησης, συμπλήρωσε ο ερευνητής.
Η εγκεφαλική δραστηριότητα αλλάζει καθώς οι ξένοι ήχοι γίνονται οικείοι
Η εκμάθηση των ήχων μιας νέας γλώσσας είναι το πρώτο βήμα για να μάθεις να χρησιμοποιείς αυτή τη γλώσσα, σύμφωνα με τον Λέοναρντ. Έτσι, γι’ αυτή τη μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν το πώς η δραστηριότητα στις σκόρπιες περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη γλώσσα άλλαζε καθώς ο ακροατής γινόταν πιο εξοικειωμένος με τους ξένους ήχους.
Η ομάδα δούλεψε με 10 ασθενείς εθελοντές, ηλικίας 19 με 59 ετών, των οποίων η μητρική γλώσσα ήταν τα αγγλικά, και τους ζήτησε να αναγνωρίσουν ήχους ομιλίας στα μανδαρινικά, μια τονική γλώσσα που αποτελεί πρόκληση για ομιλητές μη τονικών γλωσσών, όπως τα αγγλικά.
Κάθε εθελοντής είχε προηγουμένως κάνει επέμβαση εγκεφάλου, κατά την οποία ηλεκτρόδια τοποθετήθηκαν στον εγκέφαλό του για να εντοπιστεί η πηγή των επιληπτικών κρίσεων που αντιμετώπιζε. Έπειτα από σύντομο χρονικό διάστημα, οι συμμετέχοντες είχαν περάσει το αρχικό στάδιο εκμάθησης και είχαν γίνει αρκετά ικανοί στην κατηγοριοποίηση των ήχων.
Δεδομένα από άλλες δημοσιευμένες μελέτες έχουν υποδείξει ότι η δραστηριότητα στον φλοιό της ομιλίας μπορεί να αυξάνεται καθώς το άτομο εξοικειώνεται με τη γλώσσα. Αυτό που ανακάλυψαν οι ερευνητές, αντιθέτως, ήταν ένα φάσμα αλλαγών διαμοιρασμένων κατά μήκος αυτού του φλοιού, με τη δραστηριότητα να αυξάνεται σε κάποιες περιοχές και να μειώνεται σε άλλες, διατηρώντας μια προσεκτική ισορροπία. Το ποιες εγκεφαλικές περιοχές ενεργοποιούνταν περισσότερο από ποιον τόνο διέφερε ανάλογα με το άτομο.
Είναι λες κι ο εγκέφαλος του κάθε ατόμου έχει ένα μοναδικό σύνολο από διακόπτες που προσαρμόζονται με ακρίβεια καθώς εξοικειώνονται με τους ήχους, λέει ο ερευνητής.
Αυτό ίσως εξηγεί γιατί κάποιοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τους ήχους πιο εύκολα από άλλους, καθώς ο κάθε μοναδικός εγκέφαλος βρίσκει τη δική του ισορροπία ανάμεσα στη διατήρηση της σταθερότητας της μητρικής γλώσσας και στην πλαστικότητα που χρειάζεται για να μάθει μια καινούρια.
Απόδοση – Επιμέλεια: Ισμήνη Τσοχαλή, επιμελήτρια κειμένων
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*