Οι γονείς είναι οι πρώτοι που παρατηρούν τις ασυνήθιστες συμπεριφορές ή τις δυσκολίες του παιδιού τους.
Είναι οι πρώτοι που ίσως παρατηρήσουν μια επιβραδυνόμενη γλωσσική ανάπτυξη ή δυσκολίες στην άρθρωση του λόγου, αδυναμία προσανατολισμού στο χώρο αλλά και στο χρόνο ή και δυσκολίες στην καθημερινότητα, όπως στο ντύσιμο [λανθασμένη τοποθέτηση παπουτσιών]. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι γονείς, παρόλο που μπορεί να μην αντιλαμβάνονται την ακριβή φύση και την έκταση του προβλήματος, ωστόσο αποδεικνύονται σωστοί στις αρχικές παρατηρήσεις τους. Η αρχική αυτή ανησυχία των γονέων αποτελεί το πρώτο στάδιο εντοπισμού ορισμένων δυσκολιών, και συμβάλει στην περαιτέρω αξιολόγηση της κατάστασης.
Η αξιολόγηση και η διάγνωση είναι ένα σύνθετο έργο το οποίο απαιτεί συνεργασία διεπιστημονικής ομάδας. Οι ειδικότητες που καλούνται να συμμετέχουν άμεσα στη διαγνωστική διαδικασία είναι ο σχολικός ψυχολόγος, ο ειδικός παιδαγωγός και ο λογοπεδικός. Σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικό ρόλο μπορεί να έχουν ο ωτορινολαρυγγολόγος, οφθαλμίατρος (ώστε να αποκλειστούν παθήσεις που σχετίζονται με την ακοή και την όραση) ο παιδονευρολόγος, παιδοψυχολόγος και ο κοινωνικός λειτουργός.
Στη χώρα μας τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια το ενδιαφέρον και η ενημέρωση ειδικά των γονέων έχει αυξηθεί. Η αξιολόγηση των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών γίνεται από διεπιστημονική ομάδα σε πιστοποιημένα κέντρα: Ιατροπαιδαγωγικές Υπηρεσίες, Κέντρα Διάγνωσης Αξιολόγησης και Υποστήριξης ΚΕ.Δ.Δ.Υ ή Ιδιωτικά.
Οι παραπάνω φορείς εξασφαλίζουν την εγκυρότητα της αξιολόγησης. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναφερθεί και η σημασία της έγκαιρης διάγνωσης. Πρόκειται για μια προγραμματική στρατηγική η οποία περιλαμβάνει μια δέσμη (ψυχομετρικών) τεχνικών και μεθόδων αξιολόγησης του παιδιού που χρησιμοποιούνται για την έγκαιρη διάγνωση των ελλειμμάτων αλλά και των δυνατοτήτων του. Η χρήση αυτής της στρατηγικής επιτρέπει στη διαγνωστική ομάδα να κατατάξει τα παιδιά στην ομάδα υψηλού κινδύνου, με την έννοια ότι τα παιδιά αυτά σε σύγκριση με τους συμμαθητές τους έχουν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν αργότερα στη σχολική ηλικία ποικίλες δυσκολίες σε διαφόρους τομείς μέσα και έξω από το σχολείο.
Σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης όπως στην Αγγλία, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 έχει δοθεί έμφαση στην αναγνώριση (ισχυρών) ενδείξεων από την πρώιμη ηλικία του παιδιού για εμφάνιση δυσλεξίας στα μετέπειτα χρόνια.
Η πρώιμη διάγνωση, λοιπόν, έχει το πλεονέκτημα ότι ωθεί τους ειδικούς να προγραμματίσουν πολύ έγκαιρα τις παρεμβάσεις στην πορεία ανάπτυξης του παιδιού και ιδιαίτερα στους τομείς εκείνους που παρατηρούνται γνωστικά ελλείμματα. Παράλληλα, αυξάνεται η αποτελεσματικότητά της παρέμβασης, καθώς η πρώιμη παρέμβαση λαμβάνει χώρα σε περίοδο κατά την οποία το έλλειμμα του παιδιού δεν έχει διαμορφωθεί σε σοβαρό κώλυμα. Συνεπώς, απαιτεί και λιγότερο παρεμβατικό χρόνο σε σύγκριση με μια θεραπεία όταν το έλλειμμα βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο.
Κλείνοντας, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι τα προγράμματα της έγκυρης διάγνωσης επιτρέπουν να προσφέρεται η κατάλληλη βοήθεια προτού συσσωρευτούν στον ψυχισμό του παιδιού συναισθήματα ματαίωσης και αποθάρρυνσης λόγω της βιουμένης σχολικής αποτυχίας.
Συνεπώς, ο εντοπισμός των μαθησιακών δυσκολιών μπορεί να επιτευχθεί πολύ πριν την έναρξη του σχολείου, καθώς από τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός ατόμου μπορούμε να έχουμε δείγματα. Κρίνεται απαραίτητη, λοιπόν, σε πρώτο στάδιο η συνεργασία των γονέων με τον παιδίατρο και έπειτα, αν χρειαστεί, με άλλους ειδικούς επιστήμονες.
Βιβλιογραφία
Πολυχρόνη, Φ., Χατζηχρήστου, Χ., Μπίμπου Α. (2006). Ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, δυσλεξία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Στασινός, Δ. (2009). Ψυχολογία του λόγου και της γλώσσας. Ανάπτυξη και παθολογία – δυσλεξία και Λογοθεραπεία. Αθήνα: Gutenberg
*Περισσότερες πληροφορίες για τις παροχές υπηρεσιών του Animus Corpus, καθώς και για το βιογραφικό της Ειδικής Παιδαγωγού, στην ιστοσελίδα www.animuscorpus.gr.
Δείτε περισσότερα για το Animus Corpus και τις υπηρεσίες του