Τα σώματα των μοναχικών ανθρώπων διαφέρουν αισθητά από τα σώματα των μη μοναχικών ανθρώπων. Η παρατεταμένη μοναξιά μπορεί να θέσει κάποιον σε κίνδυνο για την εμφάνιση χρόνιων παθήσεων, να επιδεινώσει διάφορες συνθήκες υγείας και τελικά να μας θέσει σε αυξημένο κίνδυνο πρόωρης θνησιμότητας.
Όταν ο Nτάνιελ Ράσελ και οι συνεργάτες του από το πανεπιστήμιο UCLA, ξεκίνησαν να δημιουργούν έναν τυποποιημένο τρόπο αξιολόγησης της ανθρώπινης μοναξιάς το 1978, αυτό που προέκυψε ήταν αναμφίβολα το λιγότερο ευχάριστο ερωτηματολόγιο 20 ερωτήσεων στην ιστορία.
Σε μια κλίμακα τεσσάρων διαβαθμίσεων από το «ποτέ» στο «συχνά», οι συμμετέχοντες έπρεπε να απαντήσουν: Πόσο συχνά αισθάνονταν ότι δεν είχαν κάποιο πρόσωπο να στραφούν ή να μιλήσουν, πόσο συχνά αισθάνονταν ότι οι σχέσεις τους με τους άλλους δεν είχαν νόημα, πόσο συχνά αισθάνονταν απομονωμένοι από τους άλλους.
Πιθανώς να μην ήταν ο πιο ανώδυνος τρόπος για να μάθουμε για την εσωτερική ζωή των ανθρώπων που ανέφεραν ότι αισθάνονταν κακοποιημένοι και μόνοι. Ωστόσο, για 40 ολόκληρα χρόνια, η Κλίμακα της Μοναξιάς έχει γίνει ένα πολύτιμο εργαλείο για τη μελέτη αυτού που τώρα αποκαλείται επιδημία σε ορισμένες δυτικές χώρες. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσε πρόσφατα τη δημιουργία του πόστου Υπουργού για τη Μοναξιά.
Η Τρέισι Κράουτς, υπουργός Αθλητισμού και Κοινωνικής Πρόνοιας, ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει τις οδηγίες της Επιτροπής Jo Cox Commission on Loneliness (η οποία έχει πάρει το όνομα της βουλευτή που δολοφονήθηκε το 2016), η οποία δημοσίευσε πέρυσι μία έκθεση που δηλώνει ότι πάνω από 9 εκατομμύρια Βρετανοί ενήλικες ανέφεραν ότι νιώθουν συχνά ή πάντα μόνοι τους, που αντιστοιχούν περίπου στο 15-20% του ενήλικου πληθυσμού.
Διαβάστε σχετικά: Στρατηγικές Διαχείρισης της μοναξιάς
Για λόγους σύγκρισης, ενώ οι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί για τη μοναξιά των ενηλίκων στις ΗΠΑ είναι ελάχιστες, μια μελέτη του 2012 διαπίστωσε ότι ένα ποσοστό 20-43% των Αμερικανών ενηλίκων ηλικίας άνω των 60 ετών βιώνουν «συχνή ή έντονη» μοναξιά.
Όταν οι ερευνητές μελετούν τη μοναξιά, τείνουν να την ορίζουν ως την αντιληπτή ασυμφωνία μεταξύ του επιθυμητού επιπέδου κοινωνικής σύνδεσης και του πραγματικού επιπέδου κοινωνικής σύνδεσης, υποστηρίζουν οι ψυχολόγοι.
Μερικοί άνθρωποι που ζουν κοινωνικά απομονωμένοι δεν αισθάνονται απαραιτήτως μόνοι, ενώ μερικοί άνθρωποι που νιώθουν μόνοι περιστοιχίζονται από ανθρώπους που τους κάνουν να αισθάνονται περισσότερο αποξενωμένοι.
Εννέα εκατομμύρια μοναχικοί άνθρωποι πιθανότατα δεν αποτελούν απλώς ένα εμπόδιο σε εθνικό, ηθικό επίπεδο, αλλά είναι πιθανό επίσης να καταπονούν την εθνική παραγωγικότητα και τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης. Τα σώματα των μοναχικών ανθρώπων διαφέρουν αισθητά από τα σώματα των μη μοναχικών ανθρώπων.
Η παρατεταμένη μοναξιά μπορεί να θέσει κάποιον σε κίνδυνο για την εμφάνιση χρόνιων παθήσεων, να επιδεινώσει διάφορες συνθήκες υγείας και τελικά να μας θέσει σε αυξημένο κίνδυνο πρόωρης θνησιμότητας. Τα σώματα των μοναχικών ανθρώπων είναι πιο πιθανό να παρουσιάζουν:
1. Υψηλή αρτηριακή πίεση και καρδιαγγειακές νόσους. Η μοναξιά, αποδεικνύεται, ότι είναι εξίσου κακή μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά για την καρδιά σας. Η αίσθηση της μοναξιάς μπορεί να σας οδηγήσει να αισθάνεστε το περιβάλλον σας ανασφαλές ή εχθρικό, να κάνει τους καρδιακούς σας παλμούς πιο γρήγορους και την αρτηριακή σας πίεση να αυξηθεί.
Τα σώματα των μοναχικών ανθρώπων διαφέρουν αισθητά από τα σώματα των μη μοναχικών ανθρώπων.
Αυτές οι καρδιαγγειακές επιδράσεις συχνά αποδίδονται στην κορτιζόλη, την «ορμόνη του στρες» και οι μελέτες για τη μοναξιά έχουν δείξει ότι οι μοναχικοί άνθρωποι έχουν σταθερά αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης. Η αυξημένη κορτιζόλη μπορεί επίσης να συμβάλει στη δημιουργία και άλλων ειδών προβλημάτων: Η χρόνια υψηλή αρτηριακή πίεση μπορεί να οδηγήσει σε υπέρταση και η υπέρταση αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρδιακών παθήσεων.
Αυτές οι επιδράσεις μπορούν να συσσωρευτούν με την πάροδο του χρόνου. Σύμφωνα με μία ανασκόπηση για τις φυσιολογικές επιπτώσεις της μοναξιάς από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ, η συνεχής αίσθηση της απόρριψης ή της μοναξιάς στο πρώιμο στάδιο της ζωής είναι ένας προγνωστικός δείκτης της υψηλής αρτηριακής πίεσης στην ενηλικίωση και της υπερβολικά αυξημένης αρτηριακής πίεσης στη μέση ηλικία.
2. Εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Οι μοναχικοί άνθρωποι μπορεί επίσης να είναι πιο ευάλωτοι στις ασθένειες. Μια μελέτη που διεξήχθη το 2005 στην οποία συμμετείχαν 83 υγιείς πρωτοετείς φοιτητές, διαπίστωσε ότι εκείνοι που ανέφεραν ότι βίωναν το αίσθημα μοναξιάς ανταποκρίνονταν λιγότερο καλά στο εμβόλιο της γρίπης και το σώμα τους δεν παρήγαγε αρκετά αντισώματα όπως στην περίπτωση των μη-μοναχικών ανθρώπων. Εκείνοι που ανέφεραν τόσο υψηλά επίπεδα μοναξιάς καθώς και ένα μικρό κοινωνικό δίκτυο είχαν τη χαμηλότερη ανταπόκριση αντισωμάτων, προσθέτουν οι συγγραφείς της μελέτης.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Μία εξήγηση που έχουν εντοπίσει οι ερευνητές είναι ότι οι ορμόνες του στρες, σε συνδυασμό με άλλες ορμόνες και πεπτίδια που εκκρίνονται από τον εγκέφαλο, «μιλούν» σε συγκεκριμένα μέρη των λευκών αιμοσφαιρίων του σώματος, επηρεάζοντας τη διανομή και τη λειτουργία τους.
3. Φλεγμονές. Οι μοναχικοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις χρόνιες φλεγμονές, οι οποίες θεωρούνται μία βασική συνιστώσα σε ένα ευρύ φάσμα ασθενειών. Οι καρδιακές παθήσεις, η νόσος του Αλτσχάιμερ και ενδεχομένως ακόμη και ορισμένοι τύποι καρκίνου μπορεί να προέρχονται από αυτές, όπως επίσης η ρευματοειδή αρθρίτιδα, οι φραγμένες αρτηρίες, και η περιοδοντίτιδα.
Όπως εξήγησε ο ερευνητής του Κέντρου Γονιδιωματικής του πανεπιστημίου UCLA Στηβ Κόουλ το 2015, είχε ανακαλύψει στην έρευνά του ότι όταν οι άνθρωποι αισθάνονταν μοναξιά, παρουσίαζαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα νορεπινεφρίνης στο αίμα τους, η ορμόνη που αποκλείει την ιογενή άμυνα αλλά κλιμακώνει την παραγωγή ορισμένων λευκών αιμοσφαιρίων.
4. Ο κακής ποιότητας ύπνος. Όταν το Εθνικό Σύστημα Υγείας των ΗΠΑ διεξήγαγε μία μελέτη για τη μοναξιά το 2002, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι μοναχικοί άνθρωποι χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να κοιμηθούν από τους μη-μοναχικούς ανθρώπους, κοιμόντουσαν για μικρότερο χρονικό διάστημα, και παρουσίαζαν μεγαλύτερη δυσλειτουργία κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Οι μελέτες για τον περιορισμένο ύπνο έχουν ανακαλύψει ότι οι άνθρωποι που έχουν υποστεί στέρηση ύπνου είναι πιο πιθανό να παρουσιάζουν μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη (η οποία μερικές φορές οδηγεί σε διαβήτη τύπου 2) και αυξημένα επίπεδα ορμονών που συνδέονται με το στρες, το βράδυ.
Επιπλέον, οι συντάκτες της μελέτης προσθέτουν ότι αν τα άτομα βιώνουν μοναξιά για μεγάλη χρονική περίοδο, είναι πιθανό οι επιπτώσεις του μειωμένου ύπνου να μειώνουν τις νυκτερινές διαδικασίες αποκατάστασης και τη συνολική ανθεκτικότητα των μοναχικών ατόμων. Αυτά τα ευρήματα δείχνουν επίσης ότι η απώλεια ύπνου μπορεί να επιδεινώσει αυτά τα αποτελέσματα σε μεγαλύτερη ηλικία.
Διαβάστε σχετικά: Μοναξιά: Ένα φαινόμενο του σύγχρονου κόσμου. Πώς επηρεάζει τη σωματική και ψυχική μας υγεία;
Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν επίσης ότι η αξιολόγηση του κινδύνου της μοναξιάς και των προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με αυτή θα πρέπει να αποτελεί μέρος της ιατρικής εκπαίδευσης. Οι γιατροί θα πρέπει να γνωστοποιούν στους ασθενείς πώς να αποτρέπουν τη μοναξιά και να τους ενθαρρύνουν να την λάβουν σοβαρά υπόψη τους ως μέρος ενός υγιεινού τρόπου ζωής, ακριβώς όπως θα πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά τον επαρκή ύπνο, την άσκηση και τη διατροφή.
Αλλά δεν είναι μόνο οι ηλικιωμένοι που χρειάζονται παρέμβαση ως προς το αίσθημα της μοναξιάς. Οι ψυχολόγοι πιστεύουν ότι η κοινωνική εκπαίδευση θα πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία με τον τρόπο που διδάσκεται και η φυσική αγωγή. Θα ήταν ευεργετικό να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά. Ακριβώς όπως είμαστε σωματικά ενεργοί, έτσι θα πρέπει να είμαστε και κοινωνικά ενεργοί.
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμα εκτεταμένες έρευνες για τη μοναξιά των νέων ανθρώπων. Αλλά αυτές που έχουν γίνει μέχρι σήμερα υποδεικνύουν ότι το αίσθημα της μοναξιάς δεν απομακρύνεται εύκολα όπως ακριβώς συμβαίνει και σε μία κρίση υγείας: Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε πέρυσι από το πανεπιστήμιο UCLA Berkeley, διαπίστωσε ότι παρόλο που οι ενήλικες ηλικίας 21-30 ετών που συμμετείχαν είχαν μεγαλύτερα κοινωνικά δίκτυα, ανέφεραν δύο φορές περισσότερες ημέρες που αισθάνονταν μόνοι τους ή κοινωνικά απομονωμένοι σε σύγκριση με τους ενήλικες συμμετέχοντες ηλικίας 50-70 ετών.
Πηγή: thecut.com
Απόδοση – Επιμέλεια: PsychologyNow.gr