Η μοναξιά μπορεί να είναι πιο γνωστή αλλά η κοινωνική απομόνωση μπορεί να κάνει μεγαλύτερη ζημιά στην ψυχική και σωματική υγεία.
Η μοναξιά αποτελούσε καυτό θέμα τον τελευταίο καιρό, προσελκύοντας την προσοχή τόσο των μέσων ενημέρωσης όσο και των επιστημόνων. Έρευνες δείχνουν ότι η μοναξιά, αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την υγεία τόσο για τους νέους όσο και για τους μεγαλύτερης ηλικίας ενήλικες.
Επιπλέον, η μοναξιά φαίνεται να αυξάνεται τελευταία, σε σημείο που η συζήτηση για «επιδημία μοναξιάς» έχει γίνει κοινή. Το πρόβλημα πιθανότατα έχει επιδεινωθεί από την αναγκαστική κοινωνική απόσταση κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID.
Πιο πρόσφατα, οι ερευνητές έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στο σχετικό -αλλά λιγότερο μελετημένο – φαινόμενο της «κοινωνικής απομόνωσης», έναν κοινό συσχετισμό της μοναξιάς που αποτελεί ωστόσο μια ξεχωριστή και διακριτή κατάσταση. Η μοναξιά ορίζεται γενικά ως η ασυμφωνία μεταξύ του προτιμώμενου και του πραγματικού επιπέδου κοινωνικής επαφής ενός ατόμου. Είναι μια υποκειμενική, ποιοτική αυτοαντίληψη.
Η κοινωνική απομόνωση, από την άλλη πλευρά, έχει οριστεί ως μια αντικειμενική κατάσταση ελάχιστης κοινωνικής επαφής με άλλα άτομα. Η κοινωνική απομόνωση, συχνά αξιολογείται χρησιμοποιώντας ποσοτικά μέτρα όπως η οικογενειακή κατάσταση, η μοναχική ζωή (το να ζεις μόνος), η θρησκευτική συμμετοχή, η συμμετοχή σε ομάδες και η συχνότητα επαφής με παιδιά, οικογένεια και φίλους.
Η διαφοροποίηση των επιπτώσεων της κοινωνικής απομόνωσης και της μοναξιάς είναι χρήσιμη, όχι μόνο επειδή βελτιώνει την κατανόησή μας για την κάθε έννοια, αλλά και επειδή αντιμετωπίζει ένα πιο γενικό ερώτημα σχετικά με τις επιπτώσεις της υποκειμενικής εμπειρίας έναντι εκείνων των αντικειμενικών συνθηκών.
Αυτό το ερώτημα απασχολεί τους ψυχολόγους που προσπαθούν να κατανοήσουν (και να σχεδιάσουν παρεμβάσεις) τις συνθήκες που επηρεάζουν την υγεία μας. Εάν διαπιστωθεί ότι η υποκειμενική αντίληψη επηρεάζει την υγεία περισσότερο από τα αντικειμενικά γεγονότα, τότε ίσως είναι πιο σοφό να εστιάσουμε τις παρεμβάσεις μας στις υποκειμενικές εμπειρίες των ανθρώπων. Αντίθετα, εάν διαπιστώσουμε ότι τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν μεγαλύτερη σημασία, τότε μπορούμε να προσαρμόσουμε τις παρεμβάσεις μας ανάλογα, στοχεύοντας σε περιβαλλοντικές και συμπεριφορικές μεταβλητές.
Δεν είσαι όσο χρονών νιώθεις, αλλά πόσο χρονών είσαι, αρέσκονται να λένε οι μεγάλοι. Ωστόσο, οι ψυχολόγοι συχνά κλίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, επιλέγοντας να θεωρούν τους υποκειμενικούς παράγοντες ως πιο σημαντικούς από τις αντικειμενικές συνθήκες.
Όπως σημειώνουν οι ψυχολόγοι Τζούλιαν Χόλτ-Λουνσάντ του Brigham Young University και Άντριου Στέπτοου του University College London, στην πρόσφατη ανασκόπηση (2022) της βιβλιογραφίας: Πιο αντικειμενικές/δομικές πτυχές των σχέσεων (π.χ. κοινωνική απομόνωση, μέγεθος δικτύου, συμμετοχή σε ομάδα, ζώντας μόνος) συχνά υποτίθεται ότι είναι ακατέργαστοι δείκτες «πιο σημαντικών» παραγόντων σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργιών και της ποιότητας των σχέσεων.
Σε γενικές γραμμές, αυτή η άποψη δεν είναι εντελώς αβάσιμη. Εμπειρικά στοιχεία δείχνουν την υπεροχή των υποκειμενικών αντιλήψεων σε διάφορους τομείς της ζωής. Για παράδειγμα, η έρευνα σχετικά με το τραύμα, έχει δείξει ότι το αν ένα επιβλαβές συμβάν όπως η κακοποίηση θα μας επηρεάσει στο μέλλον, εξαρτάται περισσότερο από τις υποκειμενικές μας ερμηνείες και αναμνήσεις παρά από το πραγματικό συμβάν.
Ομοίως, έρευνα για τη σεξουαλική ικανοποίηση έχει βρει ότι το επίπεδο ευτυχίας μας, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις υποκειμενικές μας πεποιθήσεις σχετικά με το πόσο σεξ κάνουν οι άλλοι άνθρωποι, παρά από το πόσο σεξ κάνουμε εμείς (ή αυτοί) στη πραγματικότητα. Οι υποκειμενικές αντιλήψεις συχνά έχουν εξαιρετική σημασία.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα όσον αφορά τη μοναξιά και την κοινωνική απομόνωση κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Για παράδειγμα, ερευνητές αξιολόγησαν τόσο την κοινωνική απομόνωση (όσον αφορά την επαφή με την οικογένεια και τους φίλους και τη συμμετοχή σε κοινωνικές οργανώσεις) όσο και τη μοναξιά (μέσω ενός τυπικού ερωτηματολογίου) σε 6.500 άνδρες και γυναίκες ηλικίας 52 ετών και άνω λαμβάνοντας δεδομένα από τη Διαχρονική Μελέτη Γήρανσης, ενώ παρακολουθούσαν τις αιτίες θνησιμότητας για αρκετά χρόνια.
Διαπίστωσαν ότι η θνησιμότητα ήταν υψηλότερη τόσο μεταξύ των πιο απομονωμένων όσο και των πιο μοναχικών συμμετεχόντων. Ωστόσο, μετά από στατιστική προσαρμογή για τους δημογραφικούς παράγοντες και την βασική υγεία, η κοινωνική απομόνωση παρέμεινε σημαντικά συνδεδεμένη με τη θνησιμότητα… αλλά η μοναξιά όχι. Καταλήγουν: Τόσο η κοινωνική απομόνωση όσο και η μοναξιά συνδέθηκαν με αυξημένη θνησιμότητα.
Ωστόσο, η επίδραση της μοναξιάς δεν ήταν ανεξάρτητη από δημογραφικά χαρακτηριστικά ή προβλήματα υγείας και δεν συνέβαλε στον κίνδυνο που σχετίζεται με την κοινωνική απομόνωση. Αν και τόσο η απομόνωση όσο και η μοναξιά βλάπτουν την ποιότητα ζωής και την ευημερία, οι προσπάθειες για τη μείωση της απομόνωσης είναι πιθανό να σχετίζονται περισσότερο με τη θνησιμότητα.
Διαβάστε σχετικά: Η χρόνια κοινωνική απομόνωση παραμορφώνει τον εγκέφαλο
Ο Μπίν Γού, ερευνητής του Berkeley και οι συνεργάτες του (2020), παρακολούθησαν 1267 Ταϊβανέζους ασθενείς 65 ετών και άνω με επιβεβαιωμένη καρδιαγγειακή νόσο για περισσότερα από 10 χρόνια. Ανέλυσαν τη συσχέτιση μεταξύ κοινωνικής απομόνωσης και μοναξιάς στην αρχή και της θνησιμότητας κατά την επαναξιολόγηση, προσαρμόζοντας παράλληλα τις δημογραφικές μεταβλητές, τις συμπεριφορές που σχετίζονται με την υγεία και την κατάσταση της υγείας. Η κοινωνική απομόνωση συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας αφού ληφθούν υπόψη οι καθιερωμένοι παράγοντες κινδύνου… ενώ η μοναξιά δεν συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας.
Μια πρόσφατη μελέτη (2022) από τον ερευνητή Τσούν Σέν και τους συνεργάτες του, χρησιμοποίησε δεδομένα νευροαπεικόνισης από περισσότερους από 400.000 συμμετέχοντες στη μεγάλη ομάδα διαχρονικών δεδομένων της Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου για να διερευνήσει εάν η κοινωνική απομόνωση και η μοναξιά πρόβλεψαν την άνοια.
Τα κοινωνικά απομονωμένα άτομα, αποδείχθηκε ότι έχουν 26% αυξημένη πιθανότητα να αναπτύξουν άνοια, μετά από προσαρμογή ποικίλων παραγόντων κινδύνου, όπως κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, χρόνιες ασθένειες, τρόπο ζωής, κατάθλιψη, γονότυπο APOE (γενετικός παράγοντας κινδύνου για άνοια), νόσο του Alzheimer και καρδιαγγειακή νόσο.
Τα κοινωνικά απομονωμένα άτομα, βρέθηκαν να έχουν χαμηλότερο όγκο φαιάς ουσίας στις εγκεφαλικές περιοχές που εμπλέκονται στη μνήμη και τη μάθηση. Είναι ενδιαφέρον ότι, ενώ επίσης η μοναξιά αρχικά συσχετίστηκε με επακόλουθη άνοια, αυτή η συσχέτιση εξαφανίστηκε μετά την προσαρμογή στην κατάθλιψη.
Με άλλα λόγια, οι επιπτώσεις της μοναξιάς μπορεί να αποδοθούν κυρίως στην κατάθλιψη. Οι συγγραφείς σημειώνουν: Σχετικά με το υποκειμενικό αίσθημα της μοναξιάς, η αντικειμενική κοινωνική απομόνωση είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για μετέπειτα άνοια.
Οι Χόλτ-Λουνσάντ και Στέπτοου καταλήγουν: Τα στοιχεία δείχνουν ότι η πραγματική παρουσία των άλλων, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης σχέσεων και ρόλων, εγγύτητας και συστηματικής επαφής, είναι ένας ισχυρός και σε ορισμένες περιπτώσεις ισχυρότερος προγνωστικός παράγοντας της υγείας από άλλες πτυχές των σχέσεων… Η σχετική, με την υγεία και την ευημερία, σημασία της κοινωνικής απομόνωσης μπορεί να υποτιμηθεί.
Η έρευνα δεν έχει ακόμη καθορίσει ακριβώς, πώς η κοινωνική απομόνωση ασκεί τις επιβλαβείς (δηλητηριώδεις) επιπτώσεις της στην υγεία. Τα ενδεικτικά στοιχεία δείχνουν ορισμένους συνήθεις ύποπτους, κυρίως το άγχος και τις συνακόλουθες επιπτώσεις του στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, τη φλεγμονή, την καρδιαγγειακή δραστηριότητα και τον ύπνο.
Επίσης, είναι πιθανές έμμεσες επιπτώσεις καθώς η κοινωνική απομόνωση επηρεάζει όχι μόνο τη φυσιολογία μας, αλλά και τις αποφάσεις που σχετίζονται με τη συμπεριφορά μας καθώς και τις ψυχολογικές μας καταστάσεις. Όπως σημειώνουν οι ψυχολόγοι Γκιάντα Πιετραβίσα και Σούζαν Σίμσον, η απουσία σχέσεων, αφαιρεί βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της προσωπικής ταυτότητας και την άσκηση της λογικής. Εκείνοι που δεν έχουν ισχυρές κοινωνικές διασυνδέσεις, μπορεί επίσης να είναι πιο ευάλωτοι στο να υιοθετήσουν κακές συνήθειες, όπως η κακή διατροφή και η σωματική αδράνεια ή να αναπτύξουν ψυχιατρικές καταστάσεις όπως η κατάθλιψη.
Απαιτείται περισσότερη έρευνα για να διευκρινιστεί πλήρως η σχέση απομόνωσης – υγείας. Ωστόσο, μιλώντας ρεαλιστικά, η εικόνα που προκύπτει από την έρευνα είναι ότι, η εστίαση στην εξωτερική δράση που στοχεύει στην αλλαγή της κοινωνικής σας κατάστασης – επενδύοντας στις κοινωνικές σας δεξιότητες και συνδέσεις – μπορεί να σας εξασφαλίσει περισσότερη μακροπρόθεσμη υγεία από το να εστιάσετε μερικώς μόνο εσωτερικά, στην αλλαγή των υποκειμενικών σας αντιλήψεων.
Δεν είναι πόσο μόνος νιώθεις λοιπόν, είναι πόσο απομονωμένος είσαι.
Απόδοση: Μαρία Σκούπρα – Ψυχολόγος, Γνωσιακή Συμπεριφορική θεραπεύτρια
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*