Τι έχει να μας πει ο μύθος της Μέδουσας για το τι σημαίνει να εκτίθεται κανείς σε μαρτυρίες σεξουαλικής κακοποίησης, όπως αυτές δημοσιοποιούνται από τα μέσα ενημέρωσης; Και τι έχει να μας πει μια ψυχαναλυτική προσέγγιση στο ερώτημα του πώς γίνεται κανείς μάρτυρας σε ένα γεγονός σεξουαλικής βίας, πώς στέκεται απέναντι στη διήγηση αυτού που το βίωσε;
Με φίδια για μαλλιά και βλέμμα που πέτρωνε όποιον την κοιτούσε, η Μέδουσα έχει χρησιμοποιηθεί συχνά για να αναπαραστήσει την τερατόμορφη διάσταση γυναικών που έχουν εξουσία υπό την έννοια της κοινωνικής ισχύος.
Στο βιβλίο της Γυναίκες και Εξουσία (Beard, 2017) η βρετανίδα ερευνήτρια κλασικών κειμένων Μαίρη Μπίαρντ αναδεικνύει πως η Μέδουσα ενσωματώνει μισογύνικους φόβους για την απανθρωποποιημένη πτυχή γυναικών σε θέσεις εξουσίας, και πως οι παραλληλισμοί με τη Μέδουσα χρησιμοποιούνται για να τις σιγάσουν και να απονομιμοποιήσουν τη θέση τους.
Στο συγκεκριμένο σύντομο δοκίμιο, θέλω να προτείνω μια άλλη ανάγνωση του μύθου της Μέδουσας, λαμβάνοντας υπόψη τη μεταμόρφωσή της από την θελκτική Γοργώ στη γυναίκα με τα φίδια για μαλλιά, όπως την έχουμε γνωρίσει στη μοντέρνα τέχνη του Καραβάτζιο ή στο άγαλμα του Μπενβενούτο Σελλίνι.
Η εκδοχή του μύθου που θα χρησιμοποιήσω εδώ προέρχεται από το έργο του Οβίδιου, Μεταμορφώσεις (Ovid, 2008), σύμφωνα με το οποίο η ιστορία της Μέδουσας αφορά στο πώς επιζεί, ψυχικά και σωματικά, μια γυναίκα έπειτα από μια εμπειρία σεξουαλικής κακοποίησης. Σύμφωνα με την εκδοχή του Οβίδιου, η Μέδουσα ήταν βοηθός της θεάς Αθηνάς όταν ο Ποσειδώνας, για να εκδικηθεί την Αθηνά, βίασε τη Μέδουσα μέσα στο τέμενος της θεάς.
Μαθαίνοντας για την προσβολή του Ποσειδώνα, η Αθηνά καταριέται τη Μέδουσα και για να της στερήσει την ομορφιά της αντικαθιστά τα μαλλιά της με φίδια, τη μεταμορφώνει σε τέρας και την καταδικάζει στο να μετατρέπει σε πέτρα όποιον άνδρα ή γυναίκα την κοιτούσε στο πρόσωπο. Η Μέδουσα εντέλει αποκεφαλίζεται από τον Περσέα, ο οποίος με το καθρέπτισμα μιας ασπίδας αποφεύγει να την κοιτάξει κατάματα και καταφέρνει να τη σκοτώσει. Σε κάποιες εκδοχές του μύθου, η Αθηνά κοσμεί την πανοπλία της με το κεφάλι της Μέδουσας για προστασία, καθώς και μετά θάνατον το κεφάλι της Μέδουσας διατηρεί την ιδιότητα να πετρώνει όποιον το κοιτάζει.
Ποιο είναι, ωστόσο, το μήνυμα του μύθου; Με μια πρώτη ματιά μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο μύθος αφορά τις τερατώδεις συνέπειες της δυσπιστίας. Μη βρίσκοντας συμπαράσταση στη θεά Αθηνά, η Μέδουσα γίνεται ένα άκαμπτο τέρας που απολιθώνει όποιον την πλησιάζει. Το τραύμα του βιασμού αποσιωπάται, με αποτέλεσμα οι συνέπειες αυτού να είναι παρόμοιες με αυτές που συναντάμε στην ψυχαναλυτική προσέγγιση του ψυχικού τραύματος, στο έργο του Σάντορ Φέρενζι (1949).
Ο Φέρενζι μας λέει ότι κάθε τραυματική εμπειρία είναι τριαδική: αποτελείται από τον θύτη, το θύμα και τον «άπρακτο» παρατηρητή. Για τον Φέρενζι, οι βίαιες και κακοποιητικές εμπειρίες δεν έχουν τον αντίκτυπο που θα είχαν, εάν για παράδειγμα υπάρχει ένας «τρίτος» παρατηρητής που συνέβαλε στη συμβολοποίηση του τραύματος και στην αναγνώριση αυτού που υπέστη το θύμα ως βία.
Εάν ο μάρτυρας του βίαιου γεγονότος σιωπά -ή χειρότερα, όπως συχνά παρατηρείται σε περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης διαστρεβλώνει την εμπειρία του θύματος (π.χ. «ήταν στο μυαλό σου»)- αυτό συνθλίβει τη σχέση του θύματος με την πραγματικότητα. Στην περίπτωση της Μέδουσας, η Αθηνά τιμωρεί την ίδια τη Μέδουσα καταδικάζοντάς τη σε μια υπάνθρωπη ύπαρξη, υπονοώντας πως εκείνη έφερε την ευθύνη για τη βεβήλωση του ιερού της.
Αυτή η ανάλυση του μύθου συμβολίζει πως η αποσιώπηση της βίαιης εμπειρίας μετατρέπει το θύμα σε ένα ψυχικό και σωματικό τερατόμορφο απολίθωμα που, όπως η Μέδουσα, απομακρύνει αποτελεσματικά οποιονδήποτε επιχειρεί οικειότητα και καταδικάζεται έτσι σε αιώνια απομόνωση, μέχρι τον θάνατό της.
Ωστόσο, θα ήθελα να προτείνω μια άλλη ανάγνωση του μύθου που δεν εκκινεί από το ερώτημα γιατί η Αθηνά εκδικείται τη Μέδουσα και όχι τον Ποσειδώνα, αλλά από το ερώτημα του γιατί η Αθηνά επιλέγει τη συγκεκριμένη τιμωρία. Όπως στους περισσότερους αρχαιοελληνικούς μύθους, η «τιμωρία» δεν είναι ποτέ δυσανάλογη με το «έγκλημα».
Χρησιμοποιώ τους όρους τιμωρία και έγκλημα σε εισαγωγικά, γιατί θα ήθελα εδώ να εξετάσω το ενδεχόμενο ότι η Αθηνά δεν τιμωρεί, αλλά προστατεύει, εφευρίσκοντας έναν ευφυή τρόπο να συντρίψει κάθε ευωαλωτότητα και ευαισθησία της Μέδουσας. Η Αθηνά της εκχωρεί μια «δύναμη» (ή ψυχαναλυτικά, μια άμυνα) τόσο αποτελεσματική που εγγυάται ότι το σώμα και ο ψυχισμός της Μέδουσας δεν θα παραβιαστεί ποτέ ξανά.
Άλλωστε, η ίδια Αθηνά αναγνωρίζει τη σημασία της δύναμης αυτής, καθώς μετά θάνατο χρησιμοποιεί το κεφάλι της Μέδουσας ως προστασία για την ίδια. Εάν λοιπόν ισχύει μια τέτοια εκδοχή, είμαστε υποχρεωμένοι να ρωτήσουμε επιπλέον, για ποιον λόγο η Αθηνά προσδίδει στο βλέμμα της Μέδουσας την ιδιότητα να ακινητοποιεί αυτούς που την πλησιάζουν, μετατρέποντάς τους σε πέτρα; Με άλλα λόγια, γιατί ο μηχανισμός άμυνας της Μέδουσας αφορά το βλέμμα και τα μάτια;
Διαβάστε σχετικά: Γιατί τώρα;
Ψυχανάλυση και η ηδονή της θέασης
Αναρωτιέται κανείς, γιατί χρειάστηκε η πτώση του Γουάινστιν για να γίνει η κακοποίηση γυναικών πρωτοσέλιδο, γράφει η Τζάκλιν Ρόουζ και εάν η ατέρμονη δημοσίευση φωτογραφιών των γυναικών-στόχων του δεν σχεδιάστηκε έτσι ώστε να προκαλέσει οργή ή κραυγή για δικαίωση, όσο για να εκχωρήσει στον ηδονοβλεψία την απόλαυσή του (2018, μετάφραση δική μου).
Από μια ψυχαναλυτική ανάγνωση του αμερικάνικου #ΜeΤoo, η Ρόουζ φέρνει στην επιφάνεια μια συχνά παραμελημένη πτυχή των δημόσιων μαρτυριών σεξουαλικής κακοποίησης. Η δημοσιοποίηση, προειδοποιεί η Ρόουζ, μπορεί να δίνει την ψευδαίσθηση της δικαίωσης, όμως είναι αφελές να παραβλέπουμε πως, εντός πατριαρχικών κοινωνικών δομών, η σεξουαλική βία θεαματοποιείται και καταναλώνεται με οιονεί ηδονοβλεπτική απόλαυση.
Για το πόσο ελκύει η θέαση του πόνου του άλλου έχουν γραφτεί πολλά από ψυχαναλυτική σκοπιά. Αναγνωρίζοντας το ασυνείδητο ως επιπρόσθετη διάσταση ψυχοκοινωνικών εμπειριών, η ψυχανάλυση ανοίγει τον χώρο για μια πιο περίπλοκη κατανόηση διεργασιών ή προσεγγίσεων που η φεμινιστική πολιτική σκέψη αφελώς αναγνωρίζει ως καλοήθεις. [1]Η διάσταση του «ηδονοβλεπτικού ενστίκτου», γράφει ο Φένισελ στο ομώνυμο, κλασσικό άρθρο του, είναι διπλή: «(α) η επιθυμία να βλάψουμε το αντικείμενο που ειδώνεται και (β) η επιθυμία να μοιραστεί κανείς, συμπονετικά και με ενσυναίσθηση την εμπειρία του.
Εδώ, η ενσυναίσθηση είναι μια περίπλοκη ψυχολογική διαδικασία που δεν μπορεί αυτόματα να περιοριστεί σε κάποιο απλό μοτίβο. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, έχει κάποια σχέση με τον μηχανισμό της ταύτισης» (1937, σ. 11, μετάφραση δική μου).
Η ενσυναίσθηση διασταυρώνεται με την επιθετικότητα, συγχέοντας τα όρια μεταξύ μιας ηθικής ταύτισης με το θύμα που μας επιτρέπει να γίνουμε μάρτυρες σε μια συνθήκη βιασμού (κάτι που μπορεί να έχει επανορθωτικά χαρακτηριστικά), αλλά και μιας ηδονιστικής πρόσληψης του γεγονότος, η οποία μπορεί να επανατραυματίσει.
Το βλέμμα και η θέαση, λέει ο Φένισελ, είναι «λιβιδινικές» διαδικασίες, δηλαδή δεν είναι ποτέ ουδέτερες, αλλά αποσκοπούν στον καταβροχθισμό, τη σεξουαλικοποίηση, την αντικειμενοποίηση, την απομύζηση και τη διείσδυση μέσα στο σώμα και στον ψυχισμό, την εισβολή στο αντικείμενο που «θεάται». Ας μην ξεχνάμε ότι, στη λαϊκή προκατάληψη για το «κακό μάτι», το βλέμμα εμφανίζεται να κατέχει ιδιότητες καταδίωξης και φθονερής επίθεσης.
Έτσι λοιπόν, η τιμωρία που ορίζει η Αθηνά για τη Μέδουσα στηρίζεται σε μια αναλογία που εκθέτει τις ασυνείδητες πτυχές του βλέμματος που πέφτει πάνω στο σώμα της Μέδουσας, ως γυναίκας που έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση.
Όποιος κοιτά τη Μέδουσα ευθέως μετατρέπεται σε πέτρα, βρίσκει, ασυνείδητα, την τιμωρία του εγκλήματος που έπραξε. Ο μύθος εκθέτει αυτό που το βλέμμα που πέφτει στο σώμα της Μέδουσας αποζητά: την κατανάλωση του τραύματος, την αντικειμενοποίηση του θύματος και την αφαίρεση της αυτονομίας της προσωπικότητάς του.
Το πρόβλημα της μαρτυρίας
Η λύση που δίνει η Αθηνά στη σεξουαλική κακοποίηση της Μέδουσας είναι, ωστόσο, ελλιπής. Αυτό γιατί το λογικό επακόλουθο του μύθου είναι η αποσιώπηση του τραύματος: όποιος σε ξανακοιτάξει (και θυμόμαστε εδώ ότι το βλέμμα κουβαλά επιθετικότητα, είναι τόσο καταβροχθιστικό, όσο και κολακευτικό) καταδικάζεται σε σωματική και ψυχική ακαμψία. Έτσι όμως, η τραυματική εμπειρία της κακοποίησης δεν μπορεί να επικοινωνηθεί παρά μόνον μέσω των συνεπειών της -τις πέτρινες φιγούρες όσων έχει κοιτάξει η Μέδουσα.
Ωστόσο, αν κάτι μας προσφέρει ο μύθος είναι το ξεκίνημα της κατανόησης του προβλήματος της μαρτυρίας. Με άλλα λόγια, στο πρόβλημα του πώς στεκόμαστε δίπλα στην εμπειρία αυτής που έχει υποστεί κακοποίηση χωρίς να κυριαρχούμε, να οικειοποιούμαστε ή να καταλαμβάνουμε την εμπειρία του άλλου.
Δεν ισχυρίζομαι πως έχω την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, αλλά νομίζω πως η αρχή της επίλυσής του βρίσκεται στην κατανόηση του πώς θεαματοποιείται η σεξουαλική βία και πώς διατίθεται προς συλλογική κατανάλωση. Το πρώτο βήμα της επίλυσης, έτσι, βρίσκεται στη διάψευση των προσδοκιών του ότι η δημοσιοποίηση των εμπειριών σεξουαλικής κακοποίησης στα μέσα ενημέρωσης θα φέρει δικαίωση.
Το δεύτερο βήμα βρίσκεται ίσως σε αυτό που ο Στήβεν Φρος (2019) περιγράφει ως την επίτευξη της ταύτισης με το θύμα, αλλά με την ταυτόχρονη διατήρηση της αυτονομίας μας -με ό,τι αυτή συνεπάγεται: ενοχή γιατί δεν μου συνέβη εμένα, συναισθηματική παράλυση γιατί η εμπειρία της βίας είναι κατακλυσμιαία και ούτω καθεξής.
Μόνον εάν προσπαθήσουμε να ακούσουμε χωρίς να επισκιάζουμε την Άλλη με τη δική μας κατανόηση (δηλαδή με την ψευδαίσθηση της ενσυναίσθησης) μπορούμε να φανούμε πραγματικά χρήσιμοι ως «μάρτυρες». Αντί για τον ρόλο του Περσέα που χρησιμοποιεί την ασπίδα/καθρέπτη για να αποκεφαλίσει το τέρας, να τη χρησιμοποιήσουμε για να πλησιάσουμε κοντά ώστε να ακούσουμε -χωρίς να κοιτάμε κατάματα- την ιστορία της.
Συγγραφέας: *Μαρίτα Βυργιώτη, Αναπληρώτρια Λέκτορας Ψυχοκοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου, Εκπαιδευόμενη Ψυχοθεραπεύτρια, Κλινική Τάβιστοκ του Λονδίνου –Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #4 – Eλληνικό #ΜeToo & δημόσιος λόγος» από την ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ στο www.enainstitute.org
Παραπομπές:
- Beard, M. (2017). Women and Power: A Manifesto. Λονδίνο: Profile Books.
- Fenichel, O. (1937). The Scopophilic Instinct and Identification. Int. J. Psycho-Anal., 18.
- Ferenczi, S. (1949). Confusion of the Tongues Between the Adults and the Child— (The Language of Tenderness and of Passion) 1. Int. J. Psycho-Anal., 30, σσ. 225-230.
- Frosh, S. (2019) Those who come after: Postmemory, acknowledgment and forgiveness, Λονδίνο: Palgrave.
- Rose, J., (2018), I am a knife, London Review of Books, 40(4).
- Ovid, (2008). Metamorphoses, μτφρ A. D. Melville. Οξφόρδη: Oxford University Press.
[1] Εδώ αναφέρομαι κριτικά στη βασική φεμινιστική αρχή του «σπάμε τη σιωπή». Η αρχή αυτή -που συνάδει με την παράδοση του δεύτερου κύματος φεμινισμού και την αφύπνιση της συνείδησης των γυναικών ως υποκείμενα καταπιεσμένα εντός πατριαρχικών δομών- αποσκοπεί στην παρότρυνση των γυναικών να καταγγείλουν περιστατικά κακοποίησης και να διαρρήξουν την εσωτερίκευση του στίγματος του θύματος, του εξευτελισμού και της ντροπής. Ωστόσο, η παρότρυνση για διάρρηξη της σιωπής, πιστεύω, πρέπει να συνδυάζεται με έναν ψυχαναλυτικό αναστοχασμό για το τι σημαίνει αυτή η διάρρηξη για το υποκείμενο που θα την πράξει. Για παράδειγμα, εάν την επιθυμεί ή εάν δεν την επιθυμεί και κατά πόσον υπάρχει ο χώρος εντός του φεμινιστικού κινήματος για το υποκείμενο που βλέπει σκεπτικά τη διάρρηξη της σιωπής. Επομένως, χωρίς το διαθεματικό πάντρεμα της φεμινιστικής σκέψης με την ψυχαναλυτική (δηλαδή με την αναγνώριση της ύπαρξης του ασυνείδητου στους θύτες, στα θύματα αλλά και στους ουδέτερους -και μη- παρατηρητές) η κατανόηση των πράξεων σεξουαλικής βίας δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά.