Ελένη Τζίκου

Μαθαίνοντας να επικοινωνούμε λειτουργικά – Β΄ Μέρος

Μαθαίνοντας να επικοινωνούμε λειτουργικά – Β΄ Μέρος

Ελένη Τζίκου
επικοινωνία δύο ατόμων ζωγραφισμένη με φούσκες σε ένα πίνακα
Image credit: Tirachard Kumtanom / pexels.com

Η επικοινωνία μέσω του λόγου, οι λέξεις που επιλέγουμε να χρησιμοποιούμε, η ταχύτητα και η ένταση με την οποία μιλάμε, η στάση, η κίνηση ή η ακινησία του σώματός μας, οι χειρονομίες και οι εκφράσεις του προσώπου μας μπορεί να αποτελέσουν «γέφυρες» ή και «τείχη» που χτίζονται ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους, όταν αλληλεπιδρούμε.


Ο τρόπος που επικοινωνούμε μπορεί να δημιουργεί ένα κλίμα συμπάθειας ή αντιπάθειας προς το πρόσωπό μας, άνεσης ή αμηχανίας, συναισθηματικής εγγύτητας ή απόστασης με τους γύρω μας, σαφήνειας ή ασάφειας, ασφάλειας και εμπιστοσύνης ή σύγχυσης και δυσπιστίας. Όλα τα ανωτέρω είναι πολύ προσωπικά στοιχεία που διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο λόγω της προσωπικής, αλλά και της κοινωνικο - πολιτισμικής του ιστορίας, συστήνουν και συντείνουν σ’ ένα μεγάλο μέρος (σ)το ποιοι είμαστε.

Στο παρόν άρθρο, ο πυρήνας του οποίου έχει ξεκινήσει να σχηματίζεται χρόνια πριν στους χώρους εκπαίδευσής μου και με αφορμή την παρατήρηση στους χώρους δουλειάς, θα γίνει μία προσπάθεια παράθεσης συγκεκριμένων παραδειγμάτων λειτουργικότερης επικοινωνίας με τους συνανθρώπους μας, με στόχο τις πιο απολαυστικές σχέσεις στη ζωή μας.

(Σημείωση: Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το δεύτερο μέρος ενός ευρύτερου άρθρου, το πρώτο μέρος του οποίου βρίσκεται εδώ).

Ενισχύοντας την εξωλεκτική επικοινωνία – αποφεύγοντας το διπλό μήνυμα!

Ένας απλός τρόπος ώστε να λάβει ο συνομιλητής μας το μήνυμα ότι τον προσέχουμε, τον ακούμε και δεν αδιαφορούμε ή δεν τον υποτιμούμε, είναι να διατηρούμε τη βλεμματική επαφή μαζί του, για όσο διαρκεί ο διάλογος. Ακόμη και όταν απλά μας χαιρετά ή μας ρωτά κάτι σύντομα κάποιος, καλό είναι να γυρίσουμε προς το μέρος του και να του απαντήσουμε, κοιτάζοντάς τον.

Ορισμένες φορές μπορεί να απαντάμε σε κάποιον (= μήνυμα πως τον παρακολουθούμε, νιώθουμε καλά που είμαστε μαζί του και τον προσέχουμε), αλλά παράλληλα να ασχολούμαστε και με κάτι άλλο (π.χ. να βλέπουμε τηλεόραση, να γράφουμε, να κάνουμε δουλειές στο σπίτι κ.τ.λ.) και να μην τον κοιτάζουμε (= μήνυμα πως αδιαφορούμε ή μας κουράζει να μιλήσουμε μαζί του ή έχουμε κάτι σημαντικότερο ν’ ασχοληθούμε κ.τ.λ.). Η βλεμματική επαφή ωστόσο, δεν είναι ο μόνος τρόπος να δείξουμε σεβασμό στο διάλογο με τον συνομιλητή μας. Μπορούμε να δείχνουμε κατανόηση σε κάποιον από τον τόνο της φωνής μας, τη στάση του σώματος, τις εκφράσεις του προσώπου μας.

Σε όλα τα ανωτέρω παίζει φυσικά σημαντικό ρόλο, το είδος της σχέσης με τον άλλο. Εννοώντας πως σε μία συντροφική η στενά φιλική σχέση, το να συνομιλούμε, αλλά και παράλληλα να κάνουμε κάποιες δουλειές στο σπίτι μπορεί να αντανακλά τη συναισθηματική εγγύτητα και την άνεση που έχω με τον άλλο.

Αδιέξοδος διάλογος…:

Ο αδιέξοδος διάλογος ναι μεν μπορεί να εκτονώνει ένταση (!), υπό την έννοια της «ανταλλαγής πυρών», αν ωστόσο συζητάμε για κάποιο σκοπό, δηλαδή, για να κατανοήσουμε τον άλλο, για να επιλύσουμε μία σύγκρουση καλό είναι να αποφεύγουμε συνειδητά να απαντούμε στους άλλους με ερώτηση!

Παράδειγμα:

(Ε.):   «Δε μ’ αγαπάς;..».

(Π):    «Γιατί σου είπα εγώ ότι δε σ’ αγαπάω;».

Ορισμένες πιθανές εξελίξεις του περιστατικού αυτού μπορεί να είναι:

α)      Η διακοπή της επικοινωνίας,

β)      η δημιουργία εντύπωσης στον Ε πως είμαστε επιθετικοί απέναντί του μέσω λανθάνουσας («υπόγειας») επίπληξης, ειδικά εάν ο τόνος της φωνής μας εντείνει κάτι τέτοιο,

γ)       η επόμενη ερώτηση του Ε μπορεί να είναι π.χ. «γιατί σου είπα, πως μου είπες πως δε μ’ αγαπάς» (αδιέξοδος διάλογος)!!!

Εκείνη τη στιγμή ο Ε με αυτή τη φράση προφανώς προσπαθεί να μας πει κάτι άλλο… π.χ. μπορεί να προσπαθεί να μας επικοινωνήσει τη μοναξιά του …

Γενικά όταν μιλάμε ή απαντάμε καλό είναι:

  1. Να είμαστε ακριβείς και περιγραφικοί σε αυτό που λέμε (Χάιντς, 2000), χωρίς να γενικεύουμε (αποφεύγουμε δηλ. φράσεις τύπου «πάντα απρόσεκτός είσαι». Αντίθετα, μπορούμε να πούμε στον άλλο «προτείνω να κάνεις πιο αργές κινήσεις, όταν σερβίρεις...»),
  1. να διατυπώνουμε τις σκέψεις μας με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εμφανές ότι πρόκειται για τη δική μας, την προσωπική μας δηλαδή, άποψη ή εντύπωση (Χάιντς, 2000). Δηλαδή, «πιστεύω πως αυτή η μπλούζα δεν πάει με αυτό το παντελόνι» και όχι: «δεν έχεις γούστο», «αυτά τα ρούχα δεν πάνε» ή «τι έβαλες πάλι;» κ.τ.λ.
  1. να αποφεύγουμε τους χαρακτηρισμούς (π.χ. είσαι “περίεργη”).
  1. Να είμαστε σίγουροι και ξεκάθαροι μέσα μας γι’ αυτό που θέλουμε να πούμε στον άλλο ή γι’ αυτό που του ζητάμε (Χάιντς, 2000) και επίσης να αξιολογούμε αν αυτό που απευθύνουμε ανταποκρίνεται στο επίπεδο, στο είδος και στη φάση της σχέσης που έχουμε με τον άλλο.
  1. Να φροντίζουμε τα λεγόμενά μας να περιλαμβάνουν το πώς νιώθουμε, αλλά και να δείχνουν πως κατανοούμε την άποψη ή τη θέση του άλλου. Παράδειγμα: «Καταλαβαίνω πως θέλεις τα λεφτά σου τώρα, αλλά δε μου είναι ευχάριστο με το που μπαίνω σπίτι ν’ ακούω παράπονα. Χρειάζομαι πρώτα λίγη ξεκούραση και φαγητό και θα συζητήσουμε σε μισή ώρα αυτό που θες».

Ανάγκη για τρυφερότητα, νοιάξιμο, συναισθηματική ασφάλεια.

Το συναισθηματικό μέρος της επικοινωνίας συνήθως μεταφέρεται μέσω της μη λεκτικής οδού (Παππά, 2013), δηλαδή της εξωλεκτικής και παραγλωσσικής επικοινωνίας μας (τόνος και ένταση φωνής, ταχύτητα του λόγου, στάση σώματος, εκφράσεις του προσώπου κ.τ.λ.) και όχι μέσω των λεγομένων μας. Μία / Ένας σύντροφος για παράδειγμα, που διαβεβαιώνει την / τον σύντροφό του πως την αγαπά, την επιθυμεί ερωτικά κ.τ.λ., αλλά π.χ. σπάνια την αγκαλιάζει, την ακουμπά, τη χαϊδεύει, θα γίνει λιγότερα πιστευτός για το συναίσθημά του από έναν σύντροφο που την αγκαλιάζει συχνά, τη χαϊδεύει, την προσεγγίζει ερωτικά κ.τ.λ.

Ο Mehrabian θεωρεί πως η συνολική επίδραση ενός μηνύματος είναι 7% λεκτική, 38% φωνητική και 55% μη λεκτική. Τα μη λεκτικά μηνύματα είναι περισσότερο αξιόπιστα, γιατί είναι κυρίως ασυνείδητα και μη ελεγχόμενα. Τα μη λεκτικά μέσα που κάποιος διαθέτει είναι εγγενή και οικουμενικά, ωστόσο καθορίζονται από τον πολιτισμό και γι’ αυτό μπορεί να διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα (Παππά, 2013).

Οι σχέσεις γονιού παιδιού και συντρόφων είναι σχέσεις που καθορίζονται ιδιαίτερα από το κομμάτι της μη λεκτικής επικοινωνίας και σχέσεις που χρειάζονται τη συναισθηματική ασφάλεια και την έκφραση της τρυφερότητας. Όταν ένα 2χρονο παιδί π.χ. πέφτει και χτυπά, έχει ανάγκη για να ανακουφιστεί και να νιώσει ασφάλεια την άμεση, ήρεμη και εγκάρδια αγκαλιά ως ένδειξη παρηγοριάς, συμπόνιας και «συναισθηματικού κρατήματος» από τον γονιό.

Ας φροντίσουμε λοιπόν την επικοινωνία μας, όπως θα θέλαμε να μας την έχουν φροντίσει και όσο φροντισμένα θέλουμε να τη δεχόμαστε στο εξής.

Διαβάστε και το Α' Μέρος - Μαθαίνοντας να επικοινωνούμε λειτουργικά 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Παππά, Β. (2013). Η λογική των συναισθημάτων: Συναισθηματική ανάπτυξη και συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.
  • Χάιντς, Ε. (2000). Συζυγική θεραπεία: Τρόποι βελτίωσης της συζυγικής επικοινωνίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 

*Περισσότερες πληροφορίες για τις παροχές υπηρεσιών του Animus Corpus, καθώς και για το βιογραφικό της Ψυχολόγου, στην ιστοσελίδα www.animuscorpus.gr

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...