Η συναισθηματική πείνα είναι μια πρωτόγονη κατάσταση πόνου και λαχτάρας, την οποία οι άνθρωποι συχνά εκδηλώνουν σε μια απελπισμένη προσπάθεια να γεμίσουν ένα κενό.
Η συναισθηματική πείνα δεν είναι αγάπη. Πρόκειται για μια έντονη συναισθηματική ανάγκη που προκαλείται από στέρηση στην παιδική ηλικία. Είναι μια πρωτόγονη κατάσταση πόνου και λαχτάρας, την οποία οι άνθρωποι συχνά εκδηλώνουν σε μια απελπισμένη προσπάθεια να γεμίσουν ένα κενό. Αυτό το κενό σχετίζεται με τον πόνο της μοναξιάς και του διαχωρισμού και δεν μπορεί ποτέ ρεαλιστικά να ικανοποιηθεί πλήρως σε μια ενήλικη σχέση.
Ωστόσο, οι άνθρωποι αρνούνται να υπομείνουν τον πόνο και να αντιμετωπίσουν τη ματαιότητα της ικανοποίησης αυτών των πρωτόγονων αναγκών και της εξάρτησης. Αρνούνται το γεγονός του δικού τους τελικού θανάτου και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι συνδέονται με άλλα πρόσωπα. Αυτή η φαντασίωση του να ανήκεις σε ένα άλλο άτομο απαλύνει το άγχος για τον θάνατο και δίνει στους ανθρώπους μια αίσθηση αθανασίας.
Η πείνα είναι ένα ισχυρό συναίσθημα, το οποίο είναι τόσο εκμεταλλευτικό όσο και καταστροφικό για τους άλλους όταν εκδηλώνεται. Οι άνθρωποι ταυτίζουν αυτό το συναίσθημα με την αγάπη και συνδέουν λανθασμένα αυτές τις επιθυμίες με τη γνήσια στοργή.
Τα αισθήματα της συναισθηματικής πείνας είναι βαθιά και μοιάζουν με έναν αμβλύ αλλά ισχυρό πόνο μέσα μας. Μπορεί συχνά να πιάνετε τον εαυτό σας να απλώνει το χέρι και να αγγίζει τους άλλους ή να εκφράζει στοργή και κινήσεις αγάπης, προκειμένου να προσπαθήσει να εξαλείψει αυτή την αίσθηση πόνου.
Εξαιτίας της σύγχυσης μεταξύ συναισθηματικής πείνας και αγάπης, τόσο από την πλευρά των γονιών όσο και από τους εξωτερικούς παρατηρητές, διαπράττεται μεγάλη ζημιά στα παιδιά, στο όνομα της αγάπης. Αν οι γονείς είναι πραγματικά στοργικοί και συντονισμένοι, θα έχουν μια ενισχυτική επίδραση στο παιδί, η οποία θα έχει θετικό αποτέλεσμα στη συνεχιζόμενη ανάπτυξή του. Αυτό το παιδί θα τείνει να είναι ασφαλώς προσκολλημένο, αρμονικό στις σχέσεις του και ανεκτικό στην οικειότητα ως ενήλικας.
Αντίθετα, η επαφή με έναν συναισθηματικά πεινασμένο γονιό αφήνει ένα παιδί φτωχό, αγχωμένα προσκολλημένο και πληγωμένο. Όσο περισσότερη είναι η επαφή μεταξύ αυτού του τύπου γονιού και του παιδιού, τόσο περισσότερο ο γονιός βλάπτει την ασφάλεια και την άνεση του παιδιού. Αυτό το στιλ σχέσης –υπερβολικό άγγιγμα, υπερβολική φροντίδα ή υπερβολική εμπλοκή στη ζωή του παιδιού– όχι μόνο παραβιάζει τα όρια του παιδιού αλλά και προωθεί την απόκρυψη αντιδράσεων από το παιδί.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρούς περιορισμούς τόσο στη μετέπειτα επαγγελματική πορεία όσο και στην προσωπική ζωή του παιδιού, μπορεί να απειλήσει την αίσθηση του εαυτού και της αυτονομίας του και μπορεί να είναι πιο καταστροφικό από τις περισσότερο προφανείς κακοποιήσεις.
Οι γονείς που είναι συναισθηματικά πεινασμένοι ενεργούν ψυχαναγκαστικά σε σχέση με τα παιδιά τους, με τον ίδιο τρόπο που ενεργεί ένας εθισμένος.
Η υπερβολική προσοχή και η συμμετοχή τους έχουν συνεχή αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη του παιδιού. Αυτοί οι γονείς συχνά δυσκολεύονται να μειώσουν την ένταση της επαφής τους, ακόμη και όταν αναγνωρίζουν ότι η επαφή είναι επιζήμια.
Οι συναισθηματικά πεινασμένοι γονείς συχνά προστατεύουν υπερβολικά τα παιδιά τους. Περιορίζουν την εμπειρία και την ικανότητα του παιδιού να ανταπεξέλθει στη ζωή και ενσταλάζουν μια ανώμαλη μορφή εξάρτησης.
Ανησυχώντας υπερβολικά για τη σωματική του υγεία, προκαλούν υπερβολικές αντιδράσεις φόβου και τάσεις υποχονδρίας. Ορισμένοι υπερβολικά προστατευτικοί γονείς μπορεί να προσπαθούν να απομονώσουν τα παιδιά τους από συνομηλίκους ή άλλες εξωοικογενειακές επιρροές που μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο.
Ωστόσο, όταν ο αποκλεισμός αυτός φτάνει στα άκρα, περιορίζει την έκθεση του παιδιού σε μια ποικιλία διαφορετικών στάσεων και προσεγγίσεων της ζωής και είναι επιζήμιος για την εμπιστοσύνη του παιδιού στους άλλους ανθρώπους και την ικανότητά του να λειτουργεί στον κόσμο.
Πολλοί γονείς ξεπερνούν τα προσωπικά όρια των παιδιών τους με διάφορους τρόπους: αγγίζοντάς τα ανάρμοστα, ψάχνοντας τα πράγματά τους, διαβάζοντας την αλληλογραφία τους και απαιτώντας από αυτά να δώσουν παραστάσεις για φίλους και συγγενείς. Αυτού του είδους η παρεμβατικότητα περιορίζει σοβαρά την προσωπική ελευθερία και την αυτονομία των παιδιών. Πολλές μητέρες και πατέρες μιλούν για τα παιδιά τους, καυχιούνται υπερβολικά για τα επιτεύγματά τους και προσπαθούν να ζήσουν εικονικά μέσω αυτών.
Η διαφορά μεταξύ των αποκρίσεων αγάπης και εκείνων που καθορίζονται από τη συναισθηματική πείνα μπορεί να διακρίνεται από έναν αντικειμενικό παρατηρητή, αλλά είναι δύσκολο για τους ίδιους τους γονείς να κάνουν τη διάκριση.
Διαβάστε σχετικά: Ζακ Λακάν: «Αγάπη είναι να δίνεις κάτι που δεν έχεις»
Τρεις παράγοντες είναι πολύτιμοι για την εξακρίβωση της διαφοράς συναισθηματικής πείνας και αγάπης
(1) η εσωτερική συναισθηματική κατάσταση του γονιού
(2) η πραγματική συμπεριφορά του γονιού σε σχέση με το παιδί και
(3) η παρατηρήσιμη επίδραση της συναισθηματικής κατάστασης και συμπεριφοράς του γονιού στη φυσιογνωμία και τη συμπεριφορά του παιδιού.
Ένας γονιός που είναι ικανός να δώσει αγάπη έχει συνήθως μια θετική εικόνα του εαυτού του και διατηρεί μια αίσθηση συμπόνιας για το παιδί και για τον εαυτό του, αλλά παραμένει ξεχωριστό άτομο και έχει επίγνωση των ορίων μεταξύ τους. Ένας τέτοιος γονιός συμπεριφέρεται με σεβασμό προς το παιδί και δεν είναι καταχρηστικός ή υπερπροστατευτικός.
Ο τόνος και το ύφος της επικοινωνίας είναι φυσικά και εύκολα και δείχνουν μια πραγματική κατανόηση της ατομικότητας του παιδιού. Το αγαπημένο παιδί φαίνεται πραγματικά ότι αγαπιέται. Είναι ζωηρό και επιδεικνύει ανεξαρτησία ανάλογη με το ηλικιακό του επίπεδο. Είναι πραγματικά επικεντρωμένο στον εαυτό του.
Το παιδί που υποβάλλεται σε συναισθηματική πείνα είναι απελπισμένο, εξαρτημένο και είτε συναισθηματικά ασταθές είτε αποδυναμωμένο. Ένας παρατηρητής μπορεί να διακρίνει αυτές τις σημαντικές διαφοροποιημένες επιδράσεις στα παιδιά και συχνά μπορεί να τις συνδέσει με τις συγκεκριμένες συναισθηματικές καταστάσεις του γονιού.
Η έννοια της συναισθηματικής πείνας δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς στην ψυχολογική βιβλιογραφία. Ωστόσο, αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τις πρακτικές ανατροφής των παιδιών. Η ανωριμότητα πολλών γονιών, που εκδηλώνεται ως μια ισχυρή ανάγκη να εκπληρώσουν τον εαυτό τους μέσω των παιδιών τους, έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη του παιδιού και στη μετέπειτα προσαρμογή του.
Από τις μελέτες μας για τις οικογενειακές αλληλεπιδράσεις, έχουμε αρχίσει να αμφισβητούμε την ποιότητα του δεσμού μητέρας-βρέφους ή της προσκόλλησης που σχηματίζεται τις πρώτες ώρες και ημέρες της ζωής του βρέφους.
Ως μελετητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αισθανόμαστε ότι είναι καθήκον δικό μας και των αναπτυξιακών ψυχολόγων να διευκρινίσουμε τον βαθμό στον οποίο αυτός ο δεσμός ή η προσκόλληση μπορεί να βασίζεται στη συναισθηματική πείνα και στις ανάγκες των ανώριμων γονιών για μια φανταστική σύνδεση με το παιδί και όχι στο γνήσιο ενδιαφέρον και στην αγάπη για το παιδί.
Είναι επώδυνο αλλά υποφερτό για τους ανθρώπους να βιώνουν αυτά τα συναισθήματα πείνας και να αντιμετωπίζουν τις δικές τους συναισθηματικές ανάγκες. Δυστυχώς, τα περισσότερα άτομα επιλέγουν να αρνηθούν ή να αποφύγουν αυτόν τον πόνο, όπως έκαναν όταν ήταν νέοι.
Αναζητούν διεξόδους ή επιλέγουν τρόπους δράσης που τους βοηθούν να αρνηθούν τον πόνο τους ή να εξαλείψουν την αίσθηση της μοναξιάς. Δημιουργούν φαντασιώσεις σύνδεσης με τους άλλους και φαντάζονται ότι ανήκουν ο ένας στον άλλο. Όταν δημιουργούνται αυτοί οι φαντασιακοί δεσμοί, η πραγματική αγάπη χάνεται. Τα συναισθήματα αγάπης και σεβασμού για τους άλλους εξαφανίζονται, καθώς γινόμαστε κτητικοί και ελεγκτικοί και χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλο ως ναρκωτικό, για να σκοτώσουμε τις αισθήσεις της πείνας και του πόνου.
Ένας φαντασιακός δεσμός μπορεί να γίνει μια συμφωνία θανάτου, στην οποία τα άτομα ναρκώνουν το ένα το άλλο, για να εξοντώσουν τον πόνο και τα γνήσια συναισθήματα. Συχνά χρησιμεύει ως άδεια για την εκδήλωση καταστροφικής συμπεριφοράς, επειδή τα άτομα ανήκουν το ένα στο άλλο και έχουν συμφωνήσει σιωπηρά ότι η σχέση τους θα διαρκέσει για πάντα. Πρόκειται για μια συντονισμένη άρνηση να αναγνωρίσουμε τα δεδομένα της ζωής, τον θάνατο και τον διαχωρισμό και να ζήσουμε με ακεραιότητα.
Απόδοση: Σοφία Πολυχρονάκη, φοιτήτρια Ψυχολογίας
Επιμέλεια: Ισμήνη Τσοχαλή, επιμελήτρια κειμένων
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*