Η μεγαλύτερη μέχρι τώρα έρευνα για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα ρίχνει φως στο «Γονίδιο της Ομοφυλοφιλίας».
Σε μια από τις μεγαλύτερες γενετικές μελέτες της εποχής για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, εντοπίστηκαν πέντε δείκτες στο ανθρώπινο DNA, που μοιάζουν να σχετίζονται με την ομόφυλη σεξουαλική συμπεριφορά, χωρίς ωστόσο κανένα από αυτά, να μπορεί να προβλέψει με αξιοπιστία τον σεξουαλικό προσανατολισμό.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science και βασίστηκε στη μελέτη των γονιδίων 50.000 ατόμων, ενίσχυσε τα ευρήματα των ήδη υπαρχουσών ερευνών και επιβεβαίωσε τις υποθέσεις των επιστημόνων ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός δύναται να έχει γενετική βάση, αλλά δεν υπάρχει κανένα συγκεκριμένο γονίδιο το οποίο να τον επηρεάζει και να τον προβλέπει.
Ο συγγραφέας της μελέτης Άντρεα Γκάννα, γενετιστής στο MIT, στο Harvard και στο Cambridge, υποστήριξε ότι Δεν υπάρχει γονίδιο ομοφυλοφιλίας και μαζί με τους συνεργάτες του ανακάλυψαν ότι, ενώ το 25% της σεξουαλικής συμπεριφοράς δύναται να εξηγηθεί από τα γονίδια, το υπόλοιπο ποσοστό επηρεάζεται από περιβαλλοντικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, κάτι ευρέως γνωστό και από άλλες μελέτες.
H Μελίντα Μιλλς, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, υποστήριξε ότι ναι μεν πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες μελέτες της εποχής μας, στάθηκε όμως και στους περιορισμούς που υπάρχουν εντός αυτής.
Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι τα αποτελέσματα της έρευνας, δεν είναι αντιπροσωπευτικά του συνολικού πληθυσμού, καθώς τα δείγματα προέρχονται από το ερευνητικό πρόγραμμα UK BioBank, όπου το ηλικιακό εύρος των συμμετεχόντων ήταν μεταξύ 40 και 70 ετών και από την εταιρεία γενετικής 23andMe, με έδρα το Mountain View, στην περιοχή της Καλιφόρνια.
Οι άνθρωποι που εμπεριέχονται σε αυτές τις βάσεις δεδομένων, είναι στην πλειοψηφία τους ευρωπαϊκής καταγωγής, με μέσο όρο ηλικίας τα 51 έτη.
Οι συγγραφείς της μελέτης τόνισαν, ότι ακολούθησαν τους συνήθεις κανόνες για τις γενετικές αναλύσεις, αποκλείοντας από την έρευνα τους ανθρώπους που το βιολογικό φύλο δεν αντιστοιχούσε με το αυτοπροσδιοριζόμενο φύλο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να μη συμπεριληφθούν στη μελέτη, μέλη της LGBTQ+ κοινότητας.
Διαβάστε σχετικά: Ομοφυλοφιλία: μία (πιο) επιστημονική προσέγγιση
Ανάγκη για νέα δεδομένα
Η επιστημονική κοινότητα προσπαθεί να διερευνήσει την ενδεχόμενη ύπαρξη γονιδίων που να καθορίζουν το σεξουαλικό προσανατολισμό και ήδη από το 1990, δημοσιεύονταν ευρήματα που υποστήριζαν ότι τα μονοζυγωτικά δίδυμα, δύναται να εκδηλώσουν τον ίδιο σεξουαλικό προσανατολισμό από τα διζυγωτικά, με κάποια από αυτά να εντοπίζουν το Χ χρωμόσωμα στην περιοχή Xq28, το οποίο πίστευαν ότι συνδέεται με τον προσανατολισμό στα άτομα με βιολογικά ανδρικά στοιχεία.
Ωστόσο, τα ευρήματα αυτά μέσα στα επόμενα χρόνια ερευνών απορρίφθηκαν, κάτι που έκανε και η παραπάνω έρευνα.
Σε αυτή την ερευνητική προσπάθεια, ο Γκάννα και οι συνεργάτες του, αξιοποιώντας τη μέθοδο Genome-Wide Association Study (GWAS) επιχείρησαν να εξετάσουν, σε ένα δείγμα χιλιάδων ανθρώπων, την ύπαρξη αλλαγών σε περιοχές του DNA που ονομάζονται SNPs. Διατύπωσαν την υπόθεση ότι αν η πλειοψηφία των συμμετεχόντων με κοινά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, μοιράζονται και ορισμένα SNPs, ίσως αυτά σχετίζονται με κάποιο τρόπο με τον σεξουαλικό προσανατολισμό.
Στο δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, οι ερευνητές προσπάθησαν να εντοπίσουν συγκεκριμένα εκείνα τα SNPs, που σχετίζονται με τον ομόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό και ενώ πρακτικά εντόπισαν πέντε. Τελικά αυτά φάνηκε να δικαιολογούν λιγότερο από το 1% της διακύμανσης.
Ο Γκάννα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα γονίδια που είναι υπεύθυνα για τη σεξουαλική συμπεριφορά, είναι περισσότερα από πέντε και για να εντοπιστούν ίσως είναι απαραίτητη η εξέταση ενός ακόμη μεγαλύτερου δείγματος, προειδοποιώντας ταυτόχρονα, ότι η χρήση αυτών των SNPs για την πρόβλεψη των σεξουαλικών συμπεριφορών, θα οδηγήσει σε λανθασμένα και παραπλανητικά συμπεράσματα, καθώς κανένα γονίδιο δε βρέθηκε να έχει μεγάλη επίδραση.
Πολυπλοκότητα
Ωστόσο, παρά τις όποιες ερευνητικές προσπάθειες και τα όποια ευρήματα, οι ερευνητές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν τις αλλαγές που επιφέρουν οι γενετικές παραλλαγές.
Για παράδειγμα, ο εντοπισμός κάποιων SNPs, όπως εκείνου που είναι κοντά στο γονίδιο της όσφρησης, μπορεί να σχετίζεται με την έλξη ή εκείνο που σχετίζεται με την πτώση των τριχών στους άντρες και συνδέεται με τις ανδρικές ορμόνες, ενδεχομένως με κάποιο τρόπο να συνδέεται με την ομόφυλη σεξουαλικότητα.
Όμως, όλα τα παραπάνω είναι απλά υποθέσεις, καθώς η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο σύνθετη και δεν μπορεί να εξηγηθεί μέσα από γενετικές μελέτες.
Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι ένα πολύ περίπλοκο θέμα υποστηρίζει ο Γκάννα, ο οποίος γνώριζε ότι η παρουσίαση των ευρημάτων αποτελεί μια δύσκολη υπόθεση, καθώς σχετίζεται με ένα πολύ προσωπικό και λεπτό, για κάθε άνθρωπο, θέμα.
Για να διασφαλίσουν την όποια προσπάθεια παρερμηνείας των αποτελεσμάτων, η ερευνητική ομάδα συνεργάστηκε με μια πληθώρα οργανώσεων της LGBTQ+ κοινότητας και ειδικούς σε θέματα επικοινωνίας και κατασκεύασαν μια ιστοσελίδα για την παρουσίαση των ευρημάτων, αλλά και των περιορισμών της έρευνας.
Χρησιμοποίησαν πολιτικά ορθή και ευαίσθητη γλώσσα, χωρίς περιττούς επιστημονικούς όρους, με σκοπό την κατανόησή τους από τη μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού και την πρόληψη της όποιας διαστρέβλωσης.
Πηγή: Large-scale GWAS reveals insights into the genetic architecture of same-sex sexual behavior
Απόδοση: Αποστολίδου Άννα – Κλινικός Ψυχολόγος
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr