H οδήγηση πάνω από το όριο ταχύτητας είναι μία από τις πιο κοινές παραβάσεις που κάνει ένας οδηγός και ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που προκαλεί τροχαία ατυχήματα. Η υπερβολική ταχύτητα εκτιμάται ότι έχει το 30% του συνόλου των αυτοκινητιστικών θανατηφόρων ατυχημάτων!
Γνωρίζοντας όμως τους πραγματικούς κινδύνους της υπερβολικής ταχύτητας, γιατί μερικοί από εμάς συνεχίζουν και το κάνουν;
Οι ψυχολογικοί επιστήμονες Mark A. Elliott και James A. Thomson από το Πανεπιστήμιο του Στράθκλαιντ, χρησιμοποίησαν ένα γνωστικό πλαίσιο που ονομάζεται «Θεωρία της Προγραμματισμένης Συμπεριφοράς» για να εξετάσουν μία ποικιλία από γνωστικούς παράγοντες, τις πεποιθήσεις και την κοινωνική πίεση που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι αναπτύσσουν υπερβολική ταχύτητα παρά τους κινδύνους της είσπραξης ενός προστίμου από την τροχαία ή η ακόμη και της πρόκλησης ενός θανατηφόρου ατυχήματος και έτσι να προβλέψουν τη μελλοντική οδηγική συμπεριφορά τους.
Οι Elliott και Thomson έστειλαν ένα ερωτηματολόγιο σε οδηγούς από όλη την Αγγλία, που είχαν λάβει κλήση για υπερβολική ταχύτητα τους τελευταίους τέσσερις μήνες. Ένα δεύτερο ερωτηματολόγιο που εξέταζε την οδηγική συμπεριφορά τους στην υπερβολική ταχύτητα, απεστάλη για σύγκριση έξι μήνες αργότερα.
Από όλους τους γνωστικούς παράγοντες που εξέτασαν οι ερευνητές, ο μοναδικός ισχυρός παράγοντας που σχετίζεται με την πρόθεση για αυξημένη ταχύτητα, ήταν η παρελθοντική συμπεριφορά στην υπερβολική ταχύτητα. Δηλαδή, η τακτική υπέρβαση του ορίου ταχύτητας στο παρελθόν ήταν ο καλύτερος προγνωστικός παράγοντας ότι η συμπεριφορά αυτή θα συνεχιστεί και στο μέλλον.
Επιπρόσθετοι γνωστικοί παράγοντες που έντονα προέβλεπαν αν οι συμμετέχοντες θα έτρεχαν στο μέλλον, περιελάμβαναν την πεποίθησή τους ότι κάποιος άλλος άνθρωπος, σημαντικός για αυτούς θα έτρεχε επίσης και ανέμεναν ότι θα επιδείξουν μετάνοια για την υπερβολική ταχύτητα.
Η μελέτη διεπίστωσε ότι μια ομάδα ιδιαίτερα υψηλού κινδύνου των οδηγών, ήταν εκείνοι που έβλεπαν την υπερβολική ταχύτητα ως ένα σημαντικό κομμάτι της αυτοεικόνας τους ή με τους ρόλους με τους οποίους ταυτίζονταν μέσα στην κοινωνία. Εξέφρασαν την ισχυρότερη πρόθεση τους να τρέξουν και επίσης ανέφεραν ότι συχνά υπερβαίνουν το όριο ταχύτητας.
Οι οδηγοί οι οποίοι αντιλαμβάνονταν ως λιγότερο ηθικά αποδεκτή την υπερβολική ταχύτητα και οι οποίοι έδειχναν ένα αίσθημα μετάνοιας για το ό,τι έτρεχαν γρήγορα, ανέφεραν λιγότερα περιστατικά υπερβολικής ταχύτητας στους επόμενους έξι μήνες που πήραν μέρος στην έρευνα μέσω ερωτηματολόγιων.
Συνολικά, οι συμμετέχοντες στην έρευνα είχαν αρνητική στάση για την υπερβολική ταχύτητα αισθανόμενοι ότι ήταν ηθικά λάθος, σε γενικές γραμμές μία μη κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά και κάτι που θα μετανιώσουν στο μέλλον. Οι συμμετέχοντες θεώρησαν ότι η απόφαση για να “πατήσουν το γκάζι” ήταν μια αναπόφευκτη συμπεριφορά η οποία όμως βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους.
Τα αποτελέσματα, θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα στη δημιουργία προγραμμάτων ασφαλείας που στοχεύουν στη μείωση του αριθμού των παραβατών του ορίου ταχύτητας. Οι ερευνητές εντόπισαν αρκετούς γνωστικούς παράγοντες – όπως η στάση του ατόμου σχετικά με τον υποτιθέμενο κίνδυνο, η πιθανή μετάνοια και η κοινωνική αποδοχή της υπερβολικής ταχύτητας –όπως και το ότι οι παράγοντες αυτοί θα συμβάλλουν στη δημιουργία προγραμμάτων παρέμβασης ενάντια στην υπερβολική ταχύτητα.
Πηγή: Elliott, M. A., Thomson, J. A. (2010). The social cognitive determinants of offending drivers’ speeding behavior. Accident Analysis & Prevention, 42(7), 1595-1605. DOI: 10.1016/j.aap.2010.03.018