Σύμφωνα με τη γνωστική επιστήμη η οποία αποτελεί ερευνητική βάση πάνω στην οποία οικοδομούνται διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις με προεξάρχουσα την Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία και όλο το εύρος που αυτή περιλαμβάνει, οι άνθρωποι ταράσσονται από τις ερμηνείες τους για τα γεγονότα και όχι από τα ίδια τα γεγονότα. Η πεποίθηση αυτή έχει τις ρίζες της στο στωικό φιλόσοφο Επίκτητο.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, τις σχέσεις μας και τον κόσμο, ξεκινά να διαμορφώνεται από την παιδική και εφηβική ηλικία μέσα από πρώιμα βιώματα και γεγονότα στα οποία ήμασταν παρόντες, μάρτυρες ή συμμετέχοντες. Αυτός ο τρόπος αντίληψης του κόσμου εν γένει- συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μας- καθόλη τη διάρκεια της ζωής μας εξελίσσεται διαρκώς.
Όσα γνωρίζει ένας άνθρωπος για τον εαυτό του, σύμφωνα με τον Festinger, (1957, 1964) και τη Θεωρία Γνωστικής Ασυμφωνίας, (Cognitive Dissonance Theory), όσα γνωρίζει για τα συναισθήματά του, τις πεποιθήσεις του, τις προθέσεις του, το περιβάλλον του κ.ο.κ αποτελούν “γνωστικό στοιχείο”, το οποίο διαμορφώνεται νωρίς κατα τα εξελικτικά στάδια και εμπλουτίζεται στην πορεία, θα πρόσθετα στο σημείο αυτό.
Συχνά οι άνθρωποι βιώνουμε δυσαρέσκεια με πράγματα τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις μας, τις σκέψεις μας, τη στάση ζωής μας. Πρόσφατα, κατά τη διάρκεια μιας προσωπικής δυσκολίας ένιωθα έντονο αίσθημα αβοηθητότητας και μοναξιάς.
Παρόλο που γνώριζα, νοητικά τουλάχιστον, ότι δεν είμαι πραγματικά μόνος και ότι υπάρχει ένα υποστηρικτικό δίκτυο που θα μπορούσε να με συνδράμει όποτε το χρειαστώ, ο νους μου παρήγαγε αστραπιαία και αυτόματα, όλες εκείνες τις σκέψεις που επιβεβαίωναν ότι είμαι μόνος μου και αβοήθητος. Και όχι μόνο αυτό αλλά διεύρυνε τη δυσκολία που αντιμετώπιζα, εστιάζοντας ακόμη περισσότερο σε άλλα αρνητικά στοιχεία.
Οι σκέψεις και οι πεποιθήσεις που τάρασσαν τα συναισθήματά μου, έχουν τις ρίζες τους στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό που αξιώνει να καταφέρνουμε όλο και περισσότερα μόνοι μας, σε όλο και ταχύτερους ρυθμούς, με συνέπεια τελικά μια κοινωνική αλλοτρίωση και απομόνωση.
Πιο συγκεκριμένα σκεφτόμουν πρέπει να το αντιμετωπίσω μόνος μου, πρέπει να το επιλύσω σύντομα, ο χρόνος περιορίζεται, πρέπει να προλάβω. Πεπεισμένος από αυτές τις ιδέες, συνέχιζα να παλεύω μόνος μου, αυξάνοντας τη δυσαρέσκεια που ένιωθα μέχρι τη στιγμή που εγκατέλειψα τη προσπάθεια.
Σύμφωνα με τη Θεωρία της Γνωστικής Ασυμφωνίας, το γνωστικό στοιχείο σύμφωνα με το οποίο αντιλαμβανόμουν τον εαυτό μου ήταν η εσωτερικευμένη πεποίθηση Πρέπει να το αντιμετωπίσω μόνος μου και τώρα. Η ένταση με την οποία βίωνα την ασυμφωνία εξαρτάται από το πόσο σημαντική είναι αυτή η πεποίθηση για ‘μενα και από την αναλογία σύμφωνων και ασύμφωνων στοιχείων για τη γνωστική δομή. Για να γίνει κατανοητό.
Διαβάστε σχετικά: Οι περιοριστικές πεποιθήσεις εμποδίζουν έναν πιο ψυχικά υγιεινό τρόπο ζωής
Το σύμφωνο στοιχείο είναι Το να τα βγάλω πέρα μόνος μου είναι σημαντικό, το ασύμφωνο στοιχείο είναι το να τα βγάλω πέρας μόνος μου είναι μάταιο. Αν σύμφωνα με αυτό το παράδειγμα πιστεύω ότι το να τα βγάλω πέρα μόνος μου είναι μάταιο και ότι το να ξεπεράσω τα εμπόδιο μόνος μου μειώνει τη χαρά του μοιράσματος, τότε θα βίωνα μεγαλύτερη ασυμφωνία σε σχέση με τη γνωστική δομή που υποστηρίζει για την αυτο-αντίληψή μου ότι πρέπει να αντιμετωπίσω τη δυσκολία μόνος μου και τώρα.
Σύμφωνα με τη θεωρία η ασυμφωνία είναι δυσάρεστη και οι άνθρωποι τείνουμε να θέλουμε να εξαλείψουμε τη δυσαρέσκεια μειώνοντας ή απομακρύνοντας την ασυμφωνία. Προκειμένου να απομακρυνθεί η ασυμφωνία και συνεπώς η δυσαρέσκεια χρειάζεται να αλλάξω τις πεποιθήσεις μου ή και τις συμπεριφορές μου. Είναι προϋπόθεση δηλαδή η αλλαγή ενός ή περισσότερων γνωστικών στοιχείων.
Η αλλαγή στόχος στο παραπάνω παράδειγμα μπορεί να συντελεστεί στο επίπεδο της πεποίθησης που υποστηρίζει ότι Είναι σημαντικό για μένα να τα βγάλω πέρα μόνος μου. Αν αυτή η αλλαγή συνοδεύεται και από την τροποποίηση της συμπεριφοράς που είναι αντί να παλεύω μόνος μου, να καλέσω ένα φίλο να με βοηθήσει, τότε η ένταση της ασυμφωνίας μείώνεται.
Ωστόσο η τάση είναι να υποτιμούμε εκείνα τα στοιχεία που κλονίζουν με κάποιο τρόπο το γνωστικό στοιχείο, την πεποίθηση που μας βοηθά να διατηρήσουμε μια αυτο-αντίληψη όπως την έχουμε αναπτύξει κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Επίσης μπορεί να αποφεύγουμε πληροφορίες ή και ερεθίσματα που μπορεί να αυξήσουν την ένταση της ασυμφωνίας. Αποφεύγω για παράδειγμα να καλέσω ένα φίλο γιατί κάτι τέτοιο θα διατάρασσε, τη πεποίθηση μου και θα ενέτεινε την ασυμφωνία.
Επίσης τείνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις να μειώνουμε την αξιοπιστία της εναλλακτικής δράσης. Για παράδειγμα θα σκεφτόμουν ότι ένας φίλος δεν είναι αρκετά αξιόπιστος για να με βοηθήσεις με αυτή τη δυσκολία. Ενώ τέλος θα μπορούσε κάποιος να απορρίψει εξ ολοκλήρου τις δυνητικές επιλογές που ανοίγονται μπροστά του.
Τα παραπάνω πολλές φορές ενώ μοιάζουν με ένα τρόπο διαχείρισης που μπορεί κατα το παρελθόν να ήταν χρήσιμος, στο παρόν μπορεί να είναι τρόποι διαιώνισης ενός προβλήματος. Σύμφωνα με τον Aronson, (1968, 1992), στη προσπάθεια μας να διατηρήσουμε μια θετική αυτοεικόνα βιώνουμε ασυμφωνία όταν πιστεύουμε ότι συμπεριφερόμαστε με ανεπαρκή ή μη γνώριμο και αλλόκοτο τρόπο για τα δεδομένα μας.
Και εν τέλει για χάρη της διατήρησης μιας συνέπειας προς τις πεποιθήσεις μας- όσο δυσλειτουργικές και αν μπορεί να είναι κάποιες φορές- μπορεί να βιώνουμε περισσότερη δυσαρέσκεια απ’ ότι θα βιώναμε αν το βάρος μοιραζόταν και στο συγκεκριμένο παράδειγμα ζητιόταν βοήθεια. Διότι σε μια εποχή αποξένωσης και απομόνωσης μπορεί το αίτημα για βοήθεια να είναι πραγματικά μια νέα ριζοσπαστική αρχή για την αλλαγή που όλοι επιζητούν.
Παραπομπή: Κοινωνική Ψυχολογία, Εισαγωγή στη Μελέτη της Κοινωνικής Συμπεριφοράς, Φ. Κοκκινάκη, εκδ. Τυπωθήτω, 2006, σελ, 102
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*