Αντίκρυσα το είδωλό μου σαν να το έβλεπα για πρώτη φορά, κι ένιωσα ότι κοιτούσα έναν ξένο, μάλλον αντιπαθητικό άντρα. Τα μαλλιά στους κροτάφους μου είχαν αρχίσει να γίνονται γκρίζα, και μία ακόμη ρυτίδα χάραζε στη μέση το μέτωπό μου. Πέρυσι τέτοιο καιρό, τίποτα από όλα αυτά δεν υπήρχε
Σε μία χριστουγεννιάτικη νουβέλα που ακόμη δεν έχει γραφτεί, ο μονόλογος του αφηγητή, ίσως να ξεκινούσε κάπως έτσι:
«..Σήμερα κατέβασα από το πατάρι το χαρτόκουτο με τα χριστουγεννιάτικα. Μου φάνηκε σχεδόν ασήκωτο σε σχέση με πέρυσι, κι αναρωτήθηκα για μία στιγμή αν ήταν το δέντρο τόσο βαρύ και δεν το θυμόμουν, ή είναι η σκόνη, με το ειδικό της βάρος, που το σκεπάζει σαν χιόνι επί έναν ολόκληρο χρόνο. Έσυρα το κουτί με κόπο, λαχανιάζοντας, μέχρι το σαλόνι. Όταν το άνοιξα, μία μυρωδιά υγρασίας και κλεισούρας πλημμύρισε γρήγορα το δωμάτιο.
Το δέντρο, βρισκόταν όπως κάθε φορά, εκεί. Διαμελισμένο, περιμένοντας στωϊκά να συναρμολογηθεί, για να παίξει τον σύντομο ρόλο του στη θεατρική σκηνή της ζωής μου. Δε συμφωνούσα ποτέ με την ιδέα να κόβονται και να πωλούνται αληθινά έλατα για τη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση, θεωρώ πως είναι ό,τι χειρότερο για τον πλανήτη, κι όποιος διαθέτει στο ελάχιστο μία οικολογική συνείδηση, βρίσκει το θέαμα εξοργιστικό.
Από την άλλη, και τα ψεύτικα δεν μοιάζουν λιγότερο θλιβερά. Ίσως γιατί, παρόλο που ξέρεις πως είναι άψυχα, επιμένεις να υποδύεσαι τον ανήξερο, εξαπατώντας συνειδητά τον εαυτό σου και τους άλλους, προκειμένου να τα κάνεις να αποπνέουν μία υποκριτική ζωντάνια.
Τα σκεφτόμουν όλα αυτά, καθώς συγκολλούσα τα κομμάτια του δέντρου, και ισιώνοντας τα πλαστικά κλαδιά που είχαν καμπουριάσει διπλωμένα μέσα στο κουτί όλους αυτούς τους μήνες. Ο σκύλος μου ο Πίνατ πλησίασε τα στολίδια που κείτονταν στο πάτωμα, κουνώντας την ουρά του από περιέργεια. Πώς σου φαίνεται; Τον ρώτησα καθώς στερέωνα το δέντρο στη βάση του, όρθιο. Προσπάθησε να μην μασουλήσεις τα κλαδιά, δεν έχουν καθόλου ωραία γεύση για σένα, είπα και του χάιδεψα το κεφάλι.
Σειρά είχαν τα στολίδια. Μινιατούρες άγγελοι, Αγιοβασίληδες, πολύχρωμες μπάλες και φυσικά, το μεγάλο, χρυσό αστέρι για την κορυφή. Έβαλα λίγη μουσική για να δώσω έναν πιο ξένοιαστο τόνο στην ατμόσφαιρα, και έχυσα λίγο κόκκινο κρασί σε μία παλιά κούπα που μου είχαν κάνει δώρο σε κάποια γενέθλια.
Από το τζάμι της μπαλκονόπορτας, οι περαστικοί διέσχιζαν το πεζοδρόμιο με ανασηκωμένο το γιακά των παλτών τους, και με τα χέρια κρυμμένα στις τσέπες για να ζεσταθούν. Ήταν ένα τυπικό, παγωμένο απόγευμα, και όλα έδειχναν ότι το βράδυ θα έριχνε το πρώτο χιόνι του Δεκέμβρη. Ο καιρός προσπαθούσε απεγνωσμένα να συντονιστεί με το κλισέ των χιονισμένων Χριστουγέννων.
Η διαδικασία τελείωσε πιο γρήγορα απ’ ότι ήλπιζα. Όλα τα στολίδια είχαν βρει τη θέση τους, ακόμα και το αστέρι, αν και η κορυφή του δέντρου έγερνε ελαφρά προς τα αριστερά, λες και είχε ήδη κουραστεί να το κουβαλάει. Σαν τελευταία πινελιά, τύλιξα το καλώδιο με τα λαμπάκια γύρω από τα κλαδιά και το έβαλα στην πρίζα για να τα ανάψω. Ανακάθισα στα γόνατα και έμεινα για λίγα λεπτά ακίνητος, κοιτάζοντας το δημιούργημά μου:
Ένα πράσινο, πλαστικό γλυπτό, φορτωμένο με αταίριαστους συμβολισμούς μίας υποτιθέμενης ιερής αγαλλίασης, τόσο ξένης κι αταίριαστης με τη μοναξιά που με περικύκλωνε από παντού, σαν καπνός που γλιστράει ύπουλα κάτω από την χαραμάδα της πόρτας, μέσα σε ένα σπίτι που μόλις έχει πιάσει φωτιά. Ο Πίνατ, συνηθισμένος στο να με βλέπει να έχω τις μαύρες μου, ήρθε στην αγκαλιά μου και με έγλειψε στο μάγουλο.
Βλέπεις, Πίνατ, του είπα με ένα τρέμουλο στη φωνή, Φέτος είμαστε μόνο εσύ κι εγώ. Και θα πρέπει με κάποιον τρόπο να βγάλουμε τα Χριστούγεννα όσο γίνεται πιο αναίμακτα. Τι θα πει αυτό; Θα μας επιτρέψω να σκεφτόμαστε την Σάρα μόνο δύο ώρες την ημέρα. Αυτές τις δύο ώρες έχουμε κάθε δικαίωμα να κλάψουμε, να ουρλιάξουμε, να φάμε του σκασμού για να γεμίσουμε το κενό της απουσίας της. Ίσως ακόμα και να σπάσουμε κάτι, ή να χτυπήσουμε τον τοίχο με μανία.
Τις υπόλοιπες ώρες όμως, η Σάρα θα πρέπει να εξαφανιστεί από τη μνήμη μας. Θα πρέπει να ξεχάσουμε τη μυρωδιά της, τον τρόπο που μας άγγιζε κάθε βράδυ πριν πέσουμε για ύπνο. Τη χροιά της φωνής της όταν τραγουδούσε κάπως παράφωνα στο μπάνιο, το άρωμα της κρέμας προσώπου που έβαζε κάθε πρωί πριν φύγει για τη δουλειά. Κατάλαβες; Και κάπως έτσι, θα τελειώσουν οι γιορτές, και θα επιστρέψουμε στην καθημερινότητα ακέραιοι, όσο μπορούμε.
Ο Πίνατ έδειξε να καταλαβαίνει. Ή μάλλον έπεσα έξω, γιατί μόλις του είπα όλα αυτά, έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα και άρπαξε το ψεύτικο κόκκαλο που του είχε αγοράσει η Σάρα, κι είχε γίνει το αγαπημένο του παιχνίδι. Μου το άφησε στα πόδια, με ένα βλέμμα γεμάτο προσμονή, ικετεύοντας να του το πετάξω μακριά για να το αρπάξει και να μου το φέρει πίσω.
Διαβάστε σχετικά: Η μελαγχολία των γιορτών – μια ψυχαναλυτική προσέγγιση
Είσαι ο χειρότερος σκύλος του κόσμου! Του φώναξα εξοργισμένος ξαφνικά. Κι αρπάζοντας το κόκκαλο, άνοιξα τη μπαλκονόπορτα και το πέταξα με όλη μου τη δύναμη, όσο πιο μακριά μπορούσα. Ο Πίνατ άφησε ένα βογγητό και λούφαξε στην άλλη άκρη του δωματίου, κοιτάζοντάς με στα μάτια με το πιο πονεμένο βλέμμα που είχα δει ποτέ. Δεν ήθελα να παραδεχτώ ότι τον είχα πληγώσει, ίσως ανεπανόρθωτα. Άναψα ένα τσιγάρο με δάχτυλα που ακόμα έτρεμαν από θυμό και προσπάθησα να στρέψω την προσοχή μου αλλού.
Η μουσική στο λάπτοπ συνέχιζε να παίζει, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Οι στίχοι του τραγουδιού μιλούσαν για έναν έρωτα που δεν πρόλαβε να προχωρήσει. Δεν έδωσα περισσότερη σημασία στο νόημα, άφησα το βουητό του πιάνου να με παρασύρει σε μία βαθύτερη σιωπή, καθώς φυσούσα τον καπνό από τα πνευμόνια μου προς τα έξω. Πλησίασα αφηρημένα το δέντρο και έσκυψα μπροστά σε μία μεγάλη, κόκκινη μπάλα, που κρεμόταν βαριεστημένα από ένα μεσαίο κλαδί.
Η μορφή μου δεν άργησε να σχηματιστεί στην στρογγυλή επιφάνεια, κάπως παραμορφωμένη αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστική. Αντίκρυσα το είδωλό μου σαν να το έβλεπα για πρώτη φορά, κι ένιωσα ότι κοιτούσα έναν ξένο, μάλλον αντιπαθητικό άντρα. Τα μαλλιά στους κροτάφους μου είχαν αρχίσει να γίνονται γκρίζα, και μία ακόμη ρυτίδα χάραζε στη μέση το μέτωπό μου. Πέρυσι τέτοιο καιρό, τίποτα από όλα αυτά δεν υπήρχε. Μετά τον χωρισμό μου με τη Σάρα, ένιωσα ότι η όψη μου γέρασε απότομα.
Το βλέμμα μου πρόδιδε τον πόνο κάτω από την επίφαση της απάθειας. Φώναξέ με, αγάπη, φώναξέ με, στο νυχτωμένο σπίτι να ακουστεί η φωνή σου.. Τραγουδούσε τώρα η Αρλέτα, κι η απαλή φωνή της χωνόταν αδιάκριτα στα αυτιά μου, ξεκλειδώνοντας κάτι που βρισκόταν μυστικά καταχωνιασμένο στα έγκατα του κορμιού μου. Το πρόσωπο πάνω στη μπάλα έκλαιγε. Πρώτα σιωπηλά, άηχα, κι ύστερα χαμηλόφωνα.
Τέλος, οι λυγμοί από τα χείλη του ξεχείλισαν δυναμώνοντας ολοένα, μέχρι που έγιναν σχεδόν αλύχτισμα. Ο Πίνατ ήρθε τρέχοντας σαν αστραπή και άρχισε να γλείφει τα δάκρυά μου αλυχτώντας μαζί μου. Συγγνώμη, αγάπη μου, του έλεγα και τον φιλούσα ξανά και ξανά.
Ξεκλείδωσα την πόρτα κι έτρεξα έξω παραπατώντας, φορώντας ακόμα τις πιτζάμες και τις παντόφλες. Μερικοί περαστικοί είχαν σταματήσει και με κοίταζαν απορημένοι. Μήπως είδατε ένα πλαστικό κόκκαλο εδώ γύρω; Τους ρώτησα με αγωνία. Κούνησαν το κεφάλι αμήχανα και συνέχισαν το δρόμο τους.
Η καρδιά μου σφυροκοπούσε κάτω από το στήθος, κι το τσουχτερό κρύο τρύπωνε μέσα από τη πιτζάμα μου αδυσώπητα, προσπαθώντας να τρυπήσει το δέρμα μου. Έψαξα κάτω από παρκαρισμένα αυτοκίνητα, δίπλα σε κάδους σκουπιδιών, μα δεν το έβρισκα πουθενά. Κάθισα στο υγρό πεζοδρόμιο, ανήμπορος να συνεχίσω. Κοίταξα απέναντι, και πρόσεξα μία μητέρα με τρυφερή όψη, που φαινόταν κοντά στα σαράντα, μαζί με ένα αγοράκι, όχι παραπάνω από πέντε χρονών.
Τότε, το είδα: Το αγοράκι κρατούσε σφιχτά το κόκκαλο του Πίνατ, και προσπαθούσε να σκουπίσει τις λάσπες του πάνω στο κόκκινο πουλόβερ που φορούσε. Έτρεξα κοντά τους με αγαλλίαση. Η μητέρα έσφιξε προστατευτικά τον μικρό της γιο πάνω της, κοιτάζοντάς με καχύποπτη. Μπορείτε σας παρακαλώ να μου δώσετε αυτό το κόκκαλο; Είναι του σκύλου μου, και το έψαχνα πολλή ώρα, είπα ξεψυχισμένα.
Το αγόρι κοίταξε τη μητέρα του παρακλητικά. Δώσε στον κύριο το παιχνίδι του, Ρόμπερτ, είπε σιγανά η γυναίκα και εκείνος μου έτεινε το χέρι του εμφανώς απογοητευμένος. Σ’ ευχαριστώ πολύ Ρόμπερτ, του χαμογέλασα γλυκά. Θα κάνεις τον σκύλο μου πολύ χαρούμενο. Το αγόρι χαμογέλασε ντροπαλά και σφίχτηκε πάλι στο γοφό της μάνας του. Καλά Χριστούγεννα, μου ευχήθηκε εκείνη με μία σπάνια ευγένεια, και πιάνοντας το αγόρι από το χέρι, κατηφόρισαν ήσυχα το δρόμο.
Στάθηκα λίγο και τους παρακολούθησα, με μία ζεστασιά να κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες μου. Φαντάστηκα ότι λίγο παρακάτω, τους περίμενε ο πατέρας, με μία τσάντα γεμάτη γλυκά και παιχνίδια. Μόλις θα τον έβλεπε ο μικρός Ρόμπερτ, θα έτρεχε να πέσει στην αγκαλιά του. Ο άντρας θα έδινε ένα πεταχτό φιλί στη γυναίκα του, και ύστερα όλοι μαζί θα έμπαιναν στο αμάξι για να επιστρέψουν σπίτι. Το κόκκαλο διατηρούσε ακόμη τη θερμότητα από το χέρι του μικρού, που το κρατούσε πριν λίγο.
Μόλις μπήκα στο σπίτι, ο Πίνατ όρμησε επάνω μου γαυγίζοντας ενθουσιασμένος, σαν να είχε να με δει κάτι αιώνες. Άρπαξε το κόκκαλο με αδημονία και κάθισε ανακούρκουδα να το μασουλήσει. Άναψα άλλο ένα τσιγάρο και δυνάμωσα τη μουσική. Έπαιζε τώρα κάποιο ορχηστρικό κομμάτι που δεν είχα ξανακούσει. Συντόνισα σιγανά τη φωνή μου με τη μελωδία και άρχισα να κουνάω το πόδι μου ακολουθώντας το ρυθμό. Καλά Χριστούγεννα Σάρα, όπου κι αν βρίσκεσαι, μονολόγησα και κάθισα μπροστά στο λάπτοπ.
Άνοιξα τη σελίδα της google, και σαν από μία ξαφνικά επιφοίτηση, πληκτρολόγησα τη φράση Πώς να διαχειριστείτε έναν δύσκολο χωρισμό. Αμέσως εμφανίστηκαν ένα σωρό άρθρα, άλλα από στήλες περιοδικών κι άλλα γραμμένα από ψυχολόγους και ψυχιάτρους, που διαφήμιζαν τις ιστοσελίδες τους με μεγάλα, ζωηρά γράμματα. Θεραπεύστε την κατάθλιψη μέσα σε δύο μήνες, έγραφε με κεφαλαία κάποια επίδοξη γκουρού των σχέσεων, σε μία από αυτές.
Αηδιασμένος πήγα να κλείσω το λάπτοπ, αλλά κοντοστάθηκα. Το μάτι μου έπεσε σε ένα άρθρο με τίτλο Η μελαγχολία των γιορτών, ένα πανανθρώπινο φαινόμενο και παρακάτω: Δεν χρειάζεται να περάσεις το πένθος ολομόναχος αυτές τις γιορτές.
Διάβασα το κείμενο μονορούφι, και παρότι όσα έγραφε ακούγονταν κοινότυπα και κλισέ, ένιωσα ένα κύμα αλλόκοτης ανακούφισης μέσα μου, καθώς έβλεπα το βίωμα που ως τώρα θεωρούσα ότι αφορούσε αποκλειστικά εμένα, να αποτυπώνεται με τον πιο φυσικό τρόπο, μέσα από τις λέξεις ενός αγνώστου, λες κι αυτός ο άγνωστος με γνώριζε όλη μου τη ζωή.
Πιο κάτω εμφανιζόταν ένα τηλέφωνο επικοινωνίας. Πίνατ, θυμάσαι που πάντα κορόιδευα όποιον έλεγε πως πηγαίνει σε ψυχολόγο; Θα γελάσεις, αλλά νομίζω πως χρειάζομαι κι εγώ έναν. Πιο πολύ από ποτέ. Ο Πίνατ μου έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα και συνέχισε να μασουλάει το λασπωμένο κόκκαλο.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός συνέχιζε να παίζει κάποιο ροκ κομμάτι, και μου φάνηκε για ένα δευτερόλεπτο, ότι μία γλυκιά κοπέλα που δεν είχα συναντήσει ακόμα, χόρευε γελώντας δίπλα στο δέντρο, κάνοντάς μου νεύμα να σηκωθώ για να χορέψω μαζί της».
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*