Η προετοιμασία αναφορικά με την απώλεια, αν και θα μπορούσε να μαλακώσει την επίδρασή της επιτρέποντας μια όσο το δυνατόν σταδιακή εξοικείωση ωστόσο δεν είναι πάντα εφικτή μιας και συνήθως προκύπτει ως αποτέλεσμα ενός ατυχήματος, ως μια εξέλιξη αιφνίδια και μη αναμενόμενη που επιφέρει μια ξαφνική ρωγμή στην αρμονία της καθημερινότητας.
Ο γονιός καλείται να συγκροτήσει τις δυνάμεις του ώστε να δημιουργήσει ένα πλαίσιο που θα προσφέρει ασφάλεια και σταθερότητα στο παιδί έναντι σε ένα συμβάν που μοιάζει ακατανόητο εξίσου και στον ίδιο. Η στήριξη του οικογενειακού περιβάλλοντος αλλά και του ευρύτερου φιλικού/ κοινωνικού δικτύου είναι απαραίτητη τόσο για τον ίδιο όσο και για το παιδί.
Άτομα οικεία, γνώριμα και αγαπητά προσφέρουν με την παρουσία τους ένα σταθερό σημείο αναφοράς τη στιγμή που ο γονιός χρειάζεται να απουσιάσει για λίγο ή χρειάζεται μια «συναισθηματική ανάσα». Η συνδρομή του κοντινού περιβάλλοντος είναι πολύτιμη ακόμη και ως προς τη διεκπεραίωση πρακτικών θεμάτων που αφήνει χώρο και χρόνο στο γονιό ώστε να επικεντρωθεί στις ανάγκες και τα συναισθήματα του παιδιού αντί να αναλώνεται στα αναγκαία αλλά και πρακτικά.
Στις περιπτώσεις όπου ο θάνατος προκύπτει ως επακόλουθο μιας παρατεταμένης ή σοβαρής ασθένειας μπορεί να υπάρξει μια πιο σταδιακή προετοιμασία. Ο γονιός έχει τότε το χρόνο να εξηγήσει την κατάσταση, να μιλήσει στο παιδί για την εξέλιξη ή την επιδείνωση της υγείας ενός κοντινού προσώπου την οποία έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει και το ίδιο όσο συμβαίνει.
Η διαδικασία του πένθους συμβαίνει τότε όσο το άτομο είναι ακόμη εν ζωή, με το τελικό συμβάν να έρχεται απλά σαν επισφράγισμα σε κάτι «αναμενόμενο» που μοιάζει να έχει ήδη δοκιμαστεί «σε μικρές δόσεις». Το παιδί έχει την ευκαιρία να κάνει τον δικό του αποχαιρετισμό με αποτέλεσμα το κλείσιμο της σχέσης να γίνεται λιγότερο βίαια, μέσα από ένα αργό πέρασμα στη συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου που επίκειται και που έχει ήδη τεθεί μέσα από τα λόγια ή τη σιωπηλή θλίψη που κυριαρχεί γύρω του.
Ποιές είναι οι αναμενόμενες αντιδράσεις ενός παιδιού αναφορικά με την απώλεια:
- Άρνηση του γεγονότος
- Θυμός-Νευρικότητα-Επιθετικότητα
- Απόσυρση-αδιαφορία-συναισθηματικό μούδιασμα
- Τάση για «μαγική ακύρωση» – «αν κάνω αυτό θα γίνει εκείνο» σαν προσπάθεια μαγικού ελέγχου και αντιστροφής του συμβάντος μέσω της φαντασίας
- Ενοχή αναφορικά με δικές του συμπεριφορές ή σκέψεις που μπορεί να «ευθύνονται» ή να προκάλεσαν αυτό που συνέβη
- Φόβοι που αφορούν την σωματική ακεραιότητα αγαπημένων προσώπων
- Δυσκολία στην συγκέντρωση στο σχολείο- σε δραστηριότητες
- Τάση για πιο επίμονη ενασχόληση με κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα που μέσα από τη μονοτονία απορροφά το παιδί και το αποσπά από την οδυνηρή πραγματικότητα, από τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.
Παλινδρόμηση σε συμπεριφορές μικρότερου παιδιού, που δεν αντιστοιχούν στην ηλικία του και που μπορεί να αφορούν κατά περίπτωση (ανάλογα με την ηλικία αλλά και την ιδιοσυγκρασία):
- Επιθυμία να κοιμάται με τους γονείς
- Δυσκολίες στον αποχωρισμό
- Δυσκολίες στην τροφή (επιθυμεί να ταϊστεί, αρνείται να φάει ή τάση να τρώει περισσότερο)
- Ανάπτυξη φόβων– «φοβιών»
- Διστακτικότητα-ντροπαλότητα σε σχέση με κοινωνικές αλληλεπιδράσεις
- Δοκιμασία ορίων-Ανυπακοή-Γκρίνια
- Πιπίλισμα- δάγκωμα νυχιών
- Επιστροφή σε πιπίλα-μπιμπερό
- Ατυχήματα σε σχέση με την τουαλέτα – νυχτερινή ενούρηση
Οι γονείς συχνά αναρωτιούνται αν έχει νόημα να παραστεί το παιδί στην κηδεία, που αποτελεί το τελετουργικό αποχαιρετισμού. Πρόκειται για μια αυστηρά εξατομικευμένη, προσωπική απόφαση που εξαρτάται από παράγοντες όπως:
- Η ηλικία του παιδιού
- Η συναισθηματική του ωριμότητα
- Η συναισθηματική κατάσταση του γονιού
- Το πόσο κοντινό είναι το άτομο που χάθηκε
- Το γενικότερο πλαίσιο της απώλειας
- Η πορεία της διαχείρισης
Διαβάστε σχετικά: Τα παιδιά αντιμέτωπα με το πένθος και την απώλεια – Μέρος Α’ | Γενικές γραμμές διαχείρισης
Σε ερωτήσεις όπως «πού πάει το άτομο που πεθαίνει», η απάντηση χρειάζεται να είναι ανάλογη των πεποιθήσεων του γονιού που μπορεί αντίστοιχα να επιλέξει μια πιο «θρησκευτική» ή μια πιο «αγνωστικιστική» προσέγγιση. Συχνά είναι αρκετή ακόμα και η παραδοχή ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι, απλά είναι αυτό που πιστεύουμε περισσότερο.
Άλλωστε το σημαντικό δεν είναι η απάντηση όσο το γεγονός ότι μέσα από τις ερωταποκρίσεις δίνεται η ευκαιρία στο παιδί να εκφράσει σκέψεις και συναισθήματα, να επεξεργαστεί το γεγονός. Οι απαντήσεις είναι αυτές που θα το προστατεύσουν από το να μπλεχθεί σε ερμηνείες και αγωνίες αναφορικά με τη δική του ευθύνη ή συμμετοχή σε αυτό που έχει συμβεί και που είναι πιθανό να προκύψουν με στόχο να καλύψει το κενό που αφήνουν οι ελλιπείς εξηγήσεις, τα μισόλογα και οι υπεκφυγές.
Η πορεία του πένθους είναι συνήθως μια μακρά διαδικασία που δεν ολοκληρώνεται με την ανακοίνωση του συμβάντος ή το τέλος της κηδείας. Απεναντίας αυτό ουσιαστικά σηματοδοτεί την αρχή της. Από εκείνο το σημείο είμαστε πλέον αντιμέτωποι με μια οριστική απώλεια ως κομμάτι της καθημερινότητας, έναν αποχωρισμό σε σχέση με συνήθειες, αλληλεπιδράσεις, την παρουσία, την επικοινωνία με το άτομο που έχει χαθεί. Πως μπορεί ο γονιός να στηρίξει το παιδί στη διαδικασία αυτή;
Χρειάζεται αρχικά να σεβαστεί το ρυθμό του αναφορικά με την ποσότητα και το είδος της πληροφορίας που ανταλλάσει σχετικά με την απώλεια. Δε χρειάζεται να μιλάμε διαρκώς για το συμβάν, ούτε και να βομβαρδίζουμε το παιδί με ερωτήσεις για το πως νιώθει επιδεικνύοντας μια ανησυχία που μπορεί να ασκήσει επιπλέον πίεση για το κατά πόσο αυτό που νιώθει είναι αποδεκτό και επιτρεπτό ή για το αν αναστατώνει το γονιό οπότε και θα πρέπει να το αποκρύψει.
Ούτε όμως να καθιστούμε τη συζήτηση απαγορευμένη, ένα θέμα ταμπού, υποδυόμενοι ότι τίποτα δεν έχει συμβεί. Όσο αξιοποιούμε τις ευκαιρίες που μας δίνει – μέσα από αντιδράσεις, σχόλια, συμπεριφορές, δικές του ή και τρίτων – για να μιλήσουμε για σκέψεις και συναισθήματα, δικά μας και αντίστοιχα δικά του, δίνουμε το μήνυμα ότι είμαστε διαθέσιμοι στο να μιλήσουμε αλλά εξίσου και να ακούσουμε αυτό που θέλει να μοιραστεί.
Άλλωστε χρειάζεται να θυμόμαστε ότι δεν είναι τόσο η απάντηση που αποζητά, το να είναι η πιο καλή, η πιο σωστή, η πιο πλήρης, αλλά το γεγονός ότι είμαστε διαθέσιμοι να ακούσουμε και να κατανοήσουμε το πως νιώθει.
Οι αναφορές και η συζήτηση γύρω από το συμβάν είναι κομμάτι της επεξεργασίας που κάνει το παιδί – μόνο του και μαζί μας – και μπορεί εξίσου να περιλαμβάνει μια μικρή περίοδο αποφυγής αναφοράς στο γεγονός. Το να είμαστε εκεί όταν έχει την ανάγκη να μοιραστεί κάτι δύσκολο είναι η πιο σημαντική υπηρεσία που μπορούμε να του προσφέρουμε.
Οι γονείς χρειάζεται να είναι ειλικρινείς με τα συναισθήματά τους. Δεν απαιτείται να κρύβουν τη θλίψη τους. Παρόλο που είναι οι «μεγάλοι» και κείνο είναι το «μικρό», μοιράζονται την ίδια λύπη και έχουν εξίσου ανάγκη να περάσουν από τα στάδια της θλίψης. Δε χρειάζεται επομένως να υποκρινόμαστε ότι είμαστε χαρούμενοι με τη δικαιολογία ότι έτσι θα καταφέρουμε να ξεχαστούμε, να θάβουμε αυτό που νιώθουμε και να καταπίνουμε τη θλίψη που μετατρέπεται σε βάρος διαρκείας.
Το να μπορούμε να κλάψουμε μπροστά ή και μαζί με το παιδί, να δείξουμε στενοχωρημένοι ενώ παράλληλα προσπαθούμε να τακτοποιήσουμε τα συναισθήματά μας και να σταθούμε στα πόδια μας δίνει ένα μήνυμα στο παιδί για το πώς να μάθει να παλεύει αντίστοιχα με όσα το δυσκολεύουν, όχι μόνο ως προς την απώλεια αλλά και πιο συνολικά.
Η διαχείριση του γονιού, η πορεία του μέσα από το πένθος δημιουργεί προοπτική και αισιοδοξία, αποτελεί ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στις δυνάμεις μας, σεβασμού στο συναίσθημα που βιώνουμε αλλά και αξιοποίησης του απαραίτητου χρόνου και των διαθέσιμων μέσων προκειμένου να ορθοποδήσουμε συναισθηματικά.
Μαζί μπορούμε να θυμηθούμε, να γελάσουμε με σκέψεις και εικόνες από τη σχέση με το άτομο που έχει χαθεί, να κλάψουμε αλλά και να θυμώσουμε, να αναπολήσουμε στιγμές, προσπαθώντας να αναβιώσουμε στη μνήμη όσα έχουμε ζήσει μαζί, κρατώντας ζωντανή τη σχέση στο μυαλό και στην καρδιά. Η ικανότητα να επανορθώνουμε και να διασώζουμε αυτό που έχει φύγει οριστικά είναι δείγμα ψυχικής ωριμότητας, αναγκαίο για την συναισθηματική μας επιβίωση.
Αναβιώνοντας μέσα μας αλλά και στις σχέσεις γύρω μας αυτό που δεν υπάρχει πια, βρίσκοντας στο περιβάλλον «ταιριαστά υποκατάστατα» πάνω στα οποία μπορούμε να ξαναεπενδύσουμε ένα μέρος των συναισθημάτων που έχουμε βιώσει με αφορμή σχέσεις που έχουν χαθεί είναι η καλύτερη ευκαιρία να διδάξουμε στα παιδιά το πέρασμα από τη θλίψη στη χαρά, που είναι συνυφασμένο με την ικανότητα να αναπληρώνουμε και να ξαναδημιουργούμε αυτό που έχει οριστικά χαθεί στην πράξη αλλά παραμένει ζωντανό στην φαντασία, μέσα από την επιθυμία μας να το ξαναβρούμε αλλιώς.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*