Εάν η συζήτηση για το θάνατο είναι το τελευταίο ταμπού, ίσως να μην κρατήσει για πολύ.
Τα τελευταία χρόνια, προωθούνται διάφορες συζητήσεις σχετικά με το θάνατο με εξέχον παράδειγμα τα death cafés στις ΗΠΑ, όπου συζητούνται οι ανησυχίες των πελατών. Ο δισταγμός μας να μιλήσουμε για αυτό το θέμα, είναι η έμμεση απόδειξη του φόβου μας που μας αναγκάζει να καταστείλουμε τις σκέψεις μας για αυτόν. Ποια είναι λοιπόν η φυσιολογική δόση του άγχους του θανάτου που πρέπει να έχουμε και πώς αυτό εκδηλώνεται;
Κρίνοντας από έρευνες βασισμένες σε ερωτηματολόγια, ανησυχούμε περισσότερο για τον θάνατο αγαπημένων μας προσώπων παρά για τον δικό μας ενώ μας ενδιαφέρει περισσότερο η διαδικασία του θανάτου παρά το τέλος της ζωής μας. Στην ερώτηση εάν φοβόμαστε να πεθάνουμε, οι περισσότεροι από εμάς αρνούμαστε να το παραδεχθούμε, αναφέροντας χαμηλά επίπεδα άγχους, ενώ όσοι δηλώνουν ότι βιώνουν μεγάλο άγχος με αυτές τις σκέψεις, θεωρείται πως χρήζουν θεραπείας.
Από την άλλη πλευρά, η τάση μας να παρουσιάζουμε χαμηλά επίπεδα άγχους, ενδέχεται να πηγάζει από την απροθυμία μας να παραδεχτούμε στον εαυτό μας και στους άλλους, ότι φοβόμαστε να πεθάνουμε. Με βάση αυτή την υπόθεση τα τελευταία τριάντα έτη, οι ψυχολόγοι έχουν ερευνήσει τον κοινωνικό και ψυχολογικό αντίκτυπο της ευθείας αντιμετώπισής του ίδιου μας του θανάτου. Σε πάνω από 200 μελέτες, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να φαντασιωθούν τον εαυτό τους εκείνες τις δύσκολες στιγμές.
Η πρώτη συναφής έρευνα αφορούσε στην ετυμηγορία σε μια υποτιθέμενη δίκη με κατηγορούμενη μια ιερόδουλη. Κατά μέσο όρο, οι δικαστές που ήρθαν εκ των προτέρων αντιμέτωποι με τη θνητότητά τους, έθεσαν μεγαλύτερο ποσό χρηματικής εγγύησης (455 δολάρια) έναντι αυτών που δεν βρέθηκαν μπροστά σε αυτή την απειλή (50 δολάρια).
Εκτός από τις τιμωρητικές επιδράσεις που μας προκαλεί η απειλή του θανάτου, μας καθιστά επίσης περισσότερο προκατειλημμένους απέναντι σε άλλες φυλετικές, θρησκευτικές ή ηλικιακές ομάδες. Ο συνδυασμός των ανωτέρω οδηγεί στο συμπέρασμα πως η υπενθύμιση του θανάτου μας, ενδυναμώνει τους δεσμούς μας με το σύνολο στο οποίο ανήκουμε, εις βάρος εκείνων οι οποίοι διαφέρουν.
Οι σκέψεις θανάτου επηρεάζουν επίσης τις πολιτικές και θρησκευτικές μας πεποιθήσεις αφού μας πολώνουν περισσότερο: στην πολιτική, οι φιλελεύθεροι γίνονται περισσότερο φιλελεύθεροι, οι συντηρητικοί γίνονται πιο συντηρητικοί, ενώ στη θρησκεία, όσοι πιστεύουν, υποστηρίζουν την πίστη τους πιο ένθερμα και οι μη θρησκευόμενοι απαρνούνται με περισσότερο ζήλο την πίστη τους.
Από την άλλη, οι ίδιες έρευνες έχουν αποδείξει ότι η σκέψη του θανάτου μας, μάς φέρνει ασυνείδητα λίγο πιο κοντά στο δρόμο της πίστης. Όσο πιο ισχυρή είναι αυτή η πίστη, τόσο περισσότερο οι πολίτες εγκρίνουν συντηρητικές ιδέες και υποψηφίους πολιτικούς.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Οι σκέψεις του δικού μας θανάτου, μάς επιβάλουν να αναζητήσουμε την αθανασία. Πολλές θρησκείες προσφέρουν κυριολεκτικά αθανασία, ενώ άλλες την προσφέρουν συμβολικά. Αυτές οι θρησκευτικές ομάδες και οι παραδόσεις τους, αποτελούν μέρος της ταυτότητάς μας και μας κάνουν να «ζούμε περισσότερο». Το να υπερασπιζόμαστε τις πολιτιστικές μας νόρμες αναπτύσσει την αίσθηση του ανήκειν, άρα και το να είμαστε περισσότερο τιμωρητικοί απέναντι σε αυτούς που τις παραβιάζουν, είναι μία απόδειξη.
Από την άλλη, συμβατή με το παραπάνω εύρημα κατά τους ερευνητές είναι κι η υπόθεση πως οι σκέψεις θανάτου αυξάνουν την τάση μας για απόκτηση παιδιών και δόξας, τάση που εκφράζει την ενδόμυχη επιθυμία μας να γίνουμε αθάνατοι μέσα από την εργασία και το DNA μας.
Φαίνεται ότι όταν ερωτώμεθα, δεν μπορούμε ούτε καν στον εαυτό μας να παραδεχτούμε ότι φοβόμαστε το θάνατο, ούτε ότι έχουμε επίγνωση του αντίκτυπου που έχουν οι σκέψεις μας αυτές στην κοινωνική μας συμπεριφορά.
Υπάρχουν όμως και όρια σε αυτή την υποτιθέμενη δύναμή μας. Παραμένει εξαιρετικά δύσκολο στο να προβλέψουμε πώς θα αισθανθούμε σε ένα υποτιθέμενο σενάριο ή γιατί αισθανόμαστε ή συμπεριφερόμαστε με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Οπότε, φαίνεται, η σκέψη του θανάτου ανοίγει στο μυαλό μας, συνειδητά ή μη, το κουτί της Πανδώρας.
Συνεπώς τί μπορούμε να κάνουμε με αυτές τις συζητήσεις περί θανάτου και την προσπάθεια απομυθοποίησής του; Δύσκολη η απάντηση. Σύμφωνα με την έρευνα, το να σκιαγραφούμε το προφίλ του θανάτου στο μυαλό μας, μας κάνει περισσότερο προκατειλημμένους και τιμωρητικούς. Ίσως όμως αυτό να συμβαίνει επειδή δεν είμαστε εξοικειωμένοι με τον θάνατο.
Η θεραπεία παρατεταμένης έκθεσης, μέσω γνωσιακής συμπεριφοριστικής θεραπείας – η σταδιακή έκθεση του ασθενούς στην πηγή του άγχους του, είτε πρόκειται για αντικείμενο, ζώο είτε μια μνήμη – μειώνει τον φόβο του ασθενούς. Κατά τον ίδιο τρόπο, ίσως κι αυτή η νέα τάση συζητήσεων γύρω από το θάνατο, μας κάνει πιο ισχυρούς απέναντι στον φόβο μας για αυτόν.
Πηγή: psypost.org
Απόδοση: Στέλλα Κοσμά, MSc Συμβουλευτικής στην Ειδική Αγωγή, την Εκπαίδευση και την Υγεία.
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr