Ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπο να σταθούμε απέναντι στο πλήγμα που έχει υποστεί ο άνθρωπός μας; Πώς μπορούμε να του προσφέρουμε υποστήριξη και παρηγοριά;
Υπάρχουν αρκετά ζητήματα που μας προκαλούν αμηχανία όταν καλούμαστε να τα διαχειριστούμε στην επικοινωνία μας προς τους άλλους. Ένα από αυτά είναι και το ζήτημα του θανάτου το οποίο μας δυσκολεύει όχι μόνο ως προσωπικό βίωμα αλλά και σε σχέση με τη στάση που καλούμαστε να κρατήσουμε προς κάποιο πρόσωπο του περιβάλλοντός μας που τυγχάνει να βιώνει μια απώλεια.
Συχνά αναρωτιόμαστε ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπο να σταθούμε απέναντι στο πλήγμα που έχει υποστεί, αν μπορούμε με κάποιον τρόπο να προσφέρουμε υποστήριξη και παρηγοριά. Πρόκειται για μια δυσκολία που μας αφορά άμεσα καθώς μαζί με την ικανότητα να συμπάσχουμε προς το πρόσωπο που πενθεί βιώνουμε παράλληλα μια προσωπική αναστάτωση.
Απώλειες του παρελθόντος, ακόμη κι όταν μοιάζει να έχουν μαλακώσει με το πέρασμα του χρόνου, επανέρχονται μπροστά μας μέσω της νέας αφορμής, η οποία ξαναφέρνει στην επιφάνεια παλιότερα βιώματα, αναγκάζοντάς μας να θυμηθούμε τον πόνο και το θυμό που πιστεύαμε ότι έχουμε αφήσει πίσω μας.
Αντιμέτωποι με ερωτήματα των οποίων τις απαντήσεις δε διαθέτουμε, καλούμαστε να συμμαζέψουμε τα συναισθήματά μας, να συγκροτήσουμε τη σκέψη μας, μιας και ακόμη κι όταν η απώλεια ακουμπά κάποιον σχετικά μακρινό, μας αγγίζει πολύ πιο άμεσα από όσο φαντάζει, ανακινώντας φόβους και περισσή θλίψη για αποχωρισμούς που έχουμε υποστεί και έχουν αφήσει το σημάδι τους μέσα μας ή άλλους, που φοβόμαστε ότι μας περιμένουν.
Η αίσθηση που κανείς βιώνει σε μια παρόμοια συνθήκη είναι μια έντονη αμηχανία, σχεδόν σαν να βρίσκεται δίπλα σε ωρολογιακή βόμβα. Τί και πόσο πρέπει να πει, τί ταιριάζει, τι θα διευκολύνει ή θα αναστατώσει τον άλλον, παράλληλα με μια προσωπική αναταραχή που δυναμώνει απέναντι στον πόνο και την οργή που κινδυνεύουν να ξεχειλίσουν ανά πάσα στιγμή.
Είναι γεγονός ότι για να μπορούμε να διαχειριστούμε τα συναισθήματα των άλλων χρειάζεται πρωτίστως να είμαστε σε επαφή με τα δικά μας συναισθήματα. Την ίδια στιγμή που επιθυμούμε να προσφέρουμε υποστήριξη, επικεντρωνόμενοι στις ανάγκες του άλλου, ερχόμαστε αντιμέτωποι με δικά μας δύσκολα συναισθήματα που είτε έχουμε καταφέρει να αγνοήσουμε, είτε έχουμε προσωρινά προσπεράσει και τα οποία ξαναβρίσκουμε μπροστά μας μέσα από τη θλίψη που εκείνος βιώνει.
Κατά πόσο αντέχουμε να μπούμε έστω και για λίγο στη θέση του; Πόσο εύκολο είναι να ακούσουμε και να κουβαλήσουμε έστω και για λίγο, από τη θέση του ακροατή, το δικό του πόνο, τον θυμό, την απόγνωση; Πολλές φορές η αμηχανία μας ενισχύεται από την προσδοκία να πούμε κάτι σοφό και μεγαλόπνοο που θα απαλύνει τον πόνο.
Διαβάστε σχετικά: Απώλεια. Πως μας επηρεάζει και πως τη διαχειριζόμαστε (1ο μέρος)
Ωστόσο, σε αυτές τις περιπτώσεις ίσως έχει περισσότερο νόημα μια ειλικρινής προσέγγιση, ένα νοιάξιμο για όσα δύσκολα βιώνει, γεγονός που από μόνο του μπορεί να ανακουφίσει, να στηρίξει, να δώσει ευκαιρία για αποφόρτιση της θλίψης που τον κατακλύζει. Η αναφορά στο γεγονός και η ερώτηση που απευθύνουμε για όσα αισθάνεται δίνει την ευκαιρία στο άτομο να εκφραστεί, να νιώσει τη συμπόνοια και τη συμπαράσταση, την υποστήριξη που χρειάζεται πιο πολύ από οτιδήποτε, μιας και η θλίψη και η απώλεια ενισχύουν ακόμη περισσότερο το αίσθημα της μοναξιάς.
Η ικανότητα να αναφερθούμε στο πένθος που βιώνει, δίνει ένα μήνυμα ότι τα δύσκολα συναισθήματα μπορούν να έχουν θέση στη ζωή των άλλων, ότι δεν απαιτείται να τα προσπεράσει ή να τα κουκουλώσει προκειμένου να σχετιστεί με τους γύρω του, ότι η θλίψη δεν είναι αιτία απομόνωσης ή αποκλεισμού που κινδυνεύει να το βυθίσει ακόμη περισσότερο. Επιπλέον, δηλώνει τη διαθεσιμότητά να συμπαρασταθούμε, την ανθεκτικότητα να μοιραστούμε τη λύπη που κυριαρχεί, έστω και για τον ελάχιστο χρόνο που σχετιζόμαστε μαζί του.
Η παραμικρή αναφορά, ένα βουβό δάκρυ, ακόμη και απόλυτη σιωπή αυτού που πενθεί, μας θυμίζει κάθε στιγμή ότι η θλίψη είναι εκεί, ότι δεν δημιουργείται από τα λόγια μας, ούτε θα περάσει αν δεν αναφερθούμε σ’ αυτήν, αν προσποιηθούμε ότι τίποτα δε συνέβη. Το να μπορούμε να εκφραζόμαστε ανοιχτά για το θάνατο, το πένθος, την όποια απώλεια επιτρέπει στα πρόσωπα που την έχουν υποστεί να επιλέξουν αντίστοιχα αν και πόσο επιθυμούν να μιλήσουν για όσα βιώνουν.
Έτσι ώστε να οδηγηθούν σταδιακά στην λεγόμενη επεξεργασία, σε μια κατά κάποιον τρόπο τακτοποίηση της εσωτερικής αναταραχής, σε μια αποφόρτιση από τα δύσκολα συναισθήματα που φαντάζουν αβάσταχτα. Μια διαδικασία που μπορεί εξίσου να αποτελέσει μια ευκαιρία για όσους στεκόμαστε δίπλα τους, να αναλογιστούμε πόσες φορές έχουμε επιλέξει να ξεγελαστούμε μέσω της σιωπής, ελπίζοντας ότι αν δεν μιλήσουμε για όσα μας έχουν πληγώσει, αν υποδυθούμε ότι δε συνέβησαν, θα καταφέρουμε να τα διαγράψουμε.
Μια αφορμή να συνειδητοποιήσουμε ότι μόνο αν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να σκεφτεί και να μιλήσει για όσα μας έχουν πονέσει, ίσως τελικά καταφέρουμε να τα αποδυναμώσουμε και να τα αφήσουμε πίσω, όπως διακαώς επιθυμούμε.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*