Δε χρειάζεται πολύ ανάλυση για να καταλάβουμε γιατί λέμε ψέματα στους άλλους όταν κάνουμε ένα λάθος: δε θέλουμε να χάσουμε τη δουλειά μας, το σύντροφο μας ή τη καλή φήμη μας.
Ακόμα, για να αποφύγουμε ένα καβγά, ένα πρόστιμο, μια ποινή φυλάκισης ή για να ρίξουμε την ευθύνη σε κάποιον άλλο. Ωστόσο, η προσπάθεια, όταν οι άνθρωποι λένε ψέματα στον ίδιο τους τον εαυτό, για να αποφύγουν τη διαπίστωση ότι έκαναν κάτι λάθος σε κάποιον σημαντικό τομέα. Είναι ο λόγος που πολλοί άνθρωποι δικαιολογούν τον εαυτό τους, μένοντας σε μια λαθεμένη πεποίθηση ή σε μία καταστρεπτική σειρά πράξεων, ακόμα και αν τα αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν ότι οι ίδιοι είναι εντελώς λάθος.
Ο κινητήριος μηχανισμός που βρίσκεται κάτω από την απροθυμία μας να δεχθούμε ότι κάναμε λάθος ή να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο κάνουμε τα πράγματα, ονομάζεται Γνωστική Ασυμφωνία: η δυσφορία δηλαδή που νιώθουμε όταν δύο πεποιθήσεις ή πράξεις, είναι αντίθετες μεταξύ τους.
Όπως και η πείνα, η ασυμφωνία μας κάνει να νιώθουμε άβολα και όπως συμβαίνει και στην πείνα, κινητοποιούμαστε για να τη μειώσουμε. Για παράδειγμα, η επίγνωση ότι Το κάπνισμα είναι βλαβερό για εμένα είναι ασύμφωνη με αυτό που γνωρίζουμε ότι Είμαι φανατικός καπνιστής, οπότε οι καπνιστές βρίσκουν όλες τις ορθολογικές εξηγήσεις για τον εαυτό τους προκειμένου να παραμείνουν σε αυτή την ανθυγιεινή συνήθεια, όπως Μειώνει το στρες ή Με κρατά αδύνατο. Το μυαλό τους προτιμά τη συνήχηση και παρέχει μεγάλο αριθμό από μεροληψίες που την υποκινούν: Μία από αυτές είναι η πόλωση επιβεβαίωσης, που έγκειται στο ότι παρατηρούμε και θυμόμαστε πληροφορίες που επιβεβαιώνουν αυτό που πιστεύουμε και αγνοούμε, ξεχνάμε ή υποτιμούμε πληροφορίες που το διαψεύδουν.
Η ασυμφωνία γίνεται πιο επώδυνη όταν οι πληροφορίες που έχουμε συγκρούονται με την οπτική του εαυτού μας ως ικανούς, ευγενικούς, έξυπνους και ηθικούς, την ίδια στιγμή που πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με γεγονότα που δείχνουν ότι έχουμε κάνει ένα μεγάλο λάθος. Τότε, έχουμε δύο επιλογές: Από τη μία να παραδεχτούμε το λάθος μας και να μάθουμε από αυτό Ναι, αυτό ήταν ανόητο/ ανάρμοστο/ ανήθικο να το κάνω ή Εννοείται πως κάνω λάθη ή από την άλλη να αιτιολογήσουμε το λάθος και να συνεχίσουμε να το κάνουμε: Όλοι κλέβουν λιγάκι. Πέρα από αυτό, αυτή η έρευνα είχε ατέλειες, εξάλλου δικό τους ήταν το λάθος.
Η μείωση της ασυμφωνίας είναι ένας ευρύς ασυνείδητος μηχανισμός που μας επιτρέπει να λέμε ψέματα στον εαυτό μας ώστε να μπορούμε να διατηρούμε την αυτοεκτίμησή μας και τη θετική αυτό- εικόνα μας. Εγώ είμαι ευγενικός! Εσύ μου λες ότι σε πληγώνω; Εσύ ξεκίνησες τον τσακωμό, οπότε αξίζεις οτιδήποτε σου έκανα ή Είμαι ένας αφοσιωμένος πατέρας και μου λέτε ότι το να μην εμβολιάσω το παιδί μου ήταν λάθος; Πιστεύετε ότι είμαι ανόητος; Εντάξει, συμφωνώ ότι τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό αλλά είναι βλαβερά για άλλους λόγους.
Οι υποθέσεις της θεωρίας της γνωστικής ασυμφωνίας είναι πάρα πολλές, επειδή δείχνουν πόσα πολλά προβλήματα προκύπτουν όχι απλά από το ό,τι οι κακοί άνθρωποι κάνουν ανήθικα πράγματα αλλά ότι οι αγαθοί άνθρωποι δικαιολογούν τις κακές πράξεις τους, για να διατηρήσουν την πίστη τους ότι είναι καλοί. Για παράδειγμα: οι γιατροί που δεν θέλουν να αποδεχθούν τα αποδεικτικά στοιχεία ότι είναι καιρός να αλλάξουν απαρχαιωμένες ιατρικές πρακτικές, οι εισαγγελείς οι οποίοι δεν μπορούν να αποδεχθούν τα στοιχεία ότι βάζουν ένα αθώο άνθρωπο στη φυλακή, τα ζευγάρια που φιλονικούν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο κάτω από το λάβαρο της αυταρέσκειας…
Όσο πιο πολύ χρόνο, προσπάθεια, χρήματα και φήμη έχουμε χρησιμοποιήσει για να διατηρήσουμε μια πεποίθηση ή πρακτική, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να παραδεχθούμε στους εαυτούς μας ότι κάναμε λάθος και τόσο πιο σκληρά θα εργαστούμε για να δικαιολογήσουμε τα λάθη μας.
Η ανάγκη για να μειώσουμε την ασυμφωνία, μπορεί να μας βάλει σε μια σειρά πράξεων που ίσως μας απομακρύνουν από τις αρχικές μας επιδιώξεις. Σκεφτείτε έναν άνθρωπο που έρχεται αντιμέτωπος με μια σημαντική απόφαση: το να μείνει σε μια προβληματική σχέση ή να φύγει από αυτή, το να υπομείνει ανήθικες πρακτικές στη δουλειά ή να αντισταθεί, το να πιστέψει σε κάποια συγκλονιστική είδηση βιασμού ή να περιμένει να ακούσει όλη την ιστορία.
Όταν το άτομο λάβει την απόφαση, θα τη δικαιολογήσει για να κάνει σύμφωνη τη συμπεριφορά με την πεποίθησή του- και τότε σταματά να παρατηρεί ή να ψάχνει ενεργά αντίθετες αποδείξεις. Από αυτό το μικρό πρώτο βήμα ξεκινά μια αλληλοδιαδοχή πράξεων, η δικαιολόγηση και περαιτέρω πράξεις που αυξάνουν τη δέσμευση με την αρχική πράξη, χωρίς να έχει σημασία πόσες πολλές πληροφορίες θα συσσωρεύονται μετά, αποδεικνύοντας ότι έκανε λάθος.
Ως άνθρωποι και επαγγελματίες, όλοι αντιμετωπίζουμε πολλές καταστάσεις στις οποίες θα πάρουμε μια απόφαση ή θα ενεργήσουμε προς αυτή, θα τη δικαιολογήσουμε και μετά θα κλείσουμε τους γνωστικούς μας ορίζοντες. Είναι καλό να τηρούμε μια εμπεριστατωμένη άποψη και να μην την αλλάζουμε με κάθε φαντασιοπληξία ή έρευνα που παρουσιάζεται, αλλά είναι επίσης ουσιώδες να έχουμε την ικανότητα να δεχόμαστε μια γνώμη ή μια πρακτική όταν υπάρχουν στοιχεία που τις επιβεβαιώνουν.
Η μείωση της ασυμφωνίας μπορεί να έχει δημιουργηθεί μέσα από εγκεφαλικές διασυνδέσεις, όχι όμως και το πώς σκεφτόμαστε για τα λάθη μας. Μπορούμε να μάθουμε να είμαστε πιο ανοιχτόμυαλοι και λιγότερο φαρισαϊκοί.
Σίγουρα δεν είναι εύκολο , αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία για να μην το προσπαθήσουμε.
Συγγραφείς: Carol Tavris – Elliot Aronson, Κοινωνικοί ψυχολόγοι
Πηγή: time.com
Απόδοση – Επιμέλεια: Χρύσα Καριεντίδου, Φοιτήτρια Ψυχολογίας, Μέλος ΑΚΠΣΑ