Η ζωή δεν είναι αυτή που από παιδιά σχηματίσαμε την εντύπωση πως είναι. Οπότε τι κάνουμε; Κλαίμε ασταμάτητα για αυτό που «χάθηκε» έστω κι αν ποτέ δεν υπήρξε; Για τη ζωή που μας γέλασε;
Οι άνθρωποι, και από ό,τι φαίνεται όλα τα έμβια όντα, δεν είμαστε εφοδιασμένοι με την γνώση ότι θα παρακμάσουμε και θα πεθάνουμε οπωσδήποτε με το πέρασμα του χρόνου. Είμαστε εφοδιασμένοι με πολλά ένστικτα που μας κατευθύνουν να ζήσουμε και να αφήσουμε απογόνους. Και αυτό φαίνεται πως ήταν αρκετό για τη βιολογική εξέλιξη, αλλά και για τον αυθόρμητο σχηματισμό της εντύπωσης πως είμαστε αθάνατοι.
Κοινωνικά, η ζωή επίσης μας παρουσιάζεται σαν ατελεύτητη και χαρωπή. Τα παραμύθια της παιδικής μας ηλικίας τελειώνουν με την φράση «Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις μπορεί το τέλος του «καλού» ή του «ήρωα» να είναι ο θάνατος, αλλά αυτός είναι ένας ένδοξος θάνατος που έκανε την ζωή των άλλων καλύτερη. Ποτέ στα παραμύθια δεν λέγεται: «γέρασε, χρειαζόταν βοήθεια, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, δεν γνώριζε ούτε τους δικούς του ανθρώπους, φορτώθηκε με ένα σωρό αρρώστιες και κατέληξε ανακουφίζοντας με το θάνατο του όσους ήταν επιφορτισμένοι με τη φροντίδα του».
Ο νέος άνθρωπος δεν είναι μόνο βιολογικά προδιατεθειμένος να σχηματίσει την πεποίθηση της ισχύος και αθανασίας, αλλά και πιθανώς δεν θα ήταν ορθό να του παρουσιαζόταν η τραγικότητας της ζωής από την αρχή της ζωής του. Κάτι τέτοιο μάλλον θα είχε ολέθρια αποτελέσματα… Δεν γνωρίζω να υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα επ’ αυτού και προφανώς δεν μπορούν να γίνουν σχετικά πειράματα.
«Εγώ ελπίζω να τη βολέψω» λέει ο μικρός Ιταλός μαθητής, στο γνωστό ομώνυμο βιβλίο, αφού περιγράψει το περιβάλλον στο οποίο ζει ως κόλαση. Και έτσι πιστέψαμε όλοι όταν είμασταν παιδιά: «εγώ δεν θα γεράσω και δεν θα πεθάνω όπως αυτός ο γέρος ή εκείνη η γριά». Με ένα μαγικό τρόπο σκέψης, ο νέος άνθρωπος φαίνεται να είναι εφοδιασμένος με τη δυνατότητα της απώθησης των δυσάρεστων και θανατικών. Μπορεί και βαδίζει απρόσκοπτα και άκοπα υπό τη βιολογική ορμή του νεανικού σώματος για ζωή.
Αν ο άνθρωπος έχει την τύχη να μην εμποδιστεί από αρρώστια, κοινωνικές συνθήκες και θεομηνείες, έτσι κάπως ξεκινάει στη ζωή. Και το πρόβλημα αναδύεται, αργότερα, μετά… Όταν οι ορμόνες μιλάνε λιγότερο ορμητικά σε ένα σώμα που παρακμάζει και όταν τα δεδομένα απ’ όσα διαδραματίζονται γύρω του δεν μπορούν πια να υπερσκελιστούν από τα παραμύθια. Ο προβληματισμός αυτού του σημειώματος είναι για αυτούς, τους ενήλικες πλέον ανθρώπους.
Η ζωή δεν είναι αυτή που από παιδιά σχηματίσαμε την εντύπωση πως είναι. Οπότε τι κάνουμε; Κλαίμε ασταμάτητα για αυτό που «χάθηκε» έστω κι αν ποτέ δεν υπήρξε; Για τη ζωή που μας γέλασε; Για τις υποσχέσεις που δεν κρατήθηκαν; Μήπως να αποσυρθούμε πριν το φυσικό θάνατο με εθελουσία έξοδο για να προλάβουμε τα χειρότερα; Ίσως. ιδιαίτερα αν κάποια τρομερή αρρώστια απειλεί να μας εξευτελίσει τελείως… Ωστόσο, αν ξεχάσουμε τις υποσχέσεις για αιώνια ακμή και Αθανασία που όμως κανείς δεν μας έδωσε, μήπως η ζωή μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ιδιότυπο δώρο για ένα ταξίδι; Ένα ταξίδι που θα μπορούσαμε να μην είχαμε κάνει ή να είχαμε στερηθεί της ευκαιρίας να το κάνουμε, γρήγορα και βίαια από μία αρρώστια, μία θεομηνία ή έναν πόλεμο;
Με το σημερινό επίπεδο των γνώσεών μας, δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποιο αμφίβολο νόημα στη ζωή. Ακόμα και ως θρησκευόμενοι θα πούμε «άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου» όταν θα κληθούμε να απαντήσουμε αν ο Κύριος μας έφτιαξε γιατί βαρέθηκε στη μοναξιά του και θέλησε να διασκεδάσει την πλήξη του. Μήπως όμως θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως νόημα της ζωής απλά και μόνο το να βιωθεί; Το να δεχθούμε το δώρο του ταξιδιού και να μείνουμε ανοιχτοί Α. στη βιωματική εμπειρία και Β. στην όποια νέα γνώση προκύψει, που είναι πιθανό να αλλάξει άρδην την άποψή μας για τον κόσμο στον οποίο ζούμε;
Ο μεγάλος εχθρός μιας τέτοιας απόφασης είναι ουσιαστικά ο φόβος. Ο υπαρξιακός τρόμος του άγνωστου. Μιας ιδιότυπης κλειστοφοβίας σε μία ζωή που δεν φαίνεται να έχει νόημα. Σε αυτόν τον φόβο, τώρα, η μόνη απάντηση είναι η ελαφρότητα του εαυτού. Η δόμηση της ικανότητας να αφεθούμε στο παιχνίδι του σύμπαντος της αέναης δημιουργίας- φθοράς και αποδόμησης, χωρίς να θεωρούμε πως θα χαθεί κάτι σημαντικό με το δικό μας θάνατο.
Έργο εξαιρετικά δύσκολο, εφόσον έχουμε ένα πλήθος μηχανισμών που μας οδηγούν στο φόβο κάθε που απειλείται η ζωή. Αξίζει όμως να προσπαθήσουμε να ζήσουμε μειώνοντας διαρκώς την πίστη στη σπουδαιότητα του εαυτού μας και θερίζοντας τους καρπούς που η ζωή προσφέρει. Βιώνοντας τις ομορφιές ενός ταξιδιού που κερδίσαμε σε λαχείο. Με την γνώση ότι όπως όλα τα όμορφα ταξίδια κι αυτό θα τελειώσει. Όπως τα ταξίδια σε ωραίους τόπους και χώρες που έχουμε κάνει, παρότι γνωρίζαμε ότι δεν θα διαρκούσαν για πάντα…
Υπάρχει πάντως και ο άλλος δρόμος ο πιο πολύ περπατημένος. Ο δρόμος των αυταπατών της πίστης σε αυθαίρετα παρηγορητικά σχήματα του Νου. Τα οποία μάλιστα δεν μπορούν να αποκλειστούν με αυστηρό τρόπο και άρα μένουν ανοιχτά στην πίστη. Είναι βέβαιο πως αυτοί που μπορούν και απωθούν κάθε δοξοθυμία ματαιότητας και μπορούν να πιστεύουν σε όποια παρηγορητική αυταπάτη, πλεονεκτούν σαφώς εκείνων που δεν μπορούν να το κάνουν.
Αν τώρα υποχρεωθούμε να διατυπώσουμε κάποια κρίση σε σχέση με το ποιος άνθρωπος επιλέγει ποιον δρόμο, θα σημειώσουμε, χωρίς ανάλυση, ότι αυτό έχει να κάνει με την ιδιοσυστασία του ατόμου, ως αποτέλεσμα κυρίως των γονιδίων και των παιδικών χρόνων. Αν η βούληση καταφέρει να εκδηλώσει κάποια ελευθερία, η αισθητική και η σχέση του ατόμου με τη γνώση, έχουν μάλλον κι αυτές κάποιο ρόλο.
Συγγραφέας: Στέλιος Κερασίδης – Φυσικός και Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Παν/μιου της Κρήτης.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*