PsychologyNow Team

Γιατί η δύναμη της θέλησης είναι υπερεκτιμημένη;

Γιατί η δύναμη της θέλησης είναι υπερεκτιμημένη;

PsychologyNow Team

Όλο και περισσότερο, οι ψυχολόγοι πιστεύουν ότι η δύναμη της θέλησης, δεν οδηγεί στην ευημερία. Μήπως πρέπει να την επανεξετάσουμε;


Άνθρωποι με τρομερό αυτοέλεγχο που όταν βρίσκονται μπροστά σε ένα νόστιμο φαγητό που δεν πρέπει να φάνε, χαμογελούν και αντέχουν στον πειρασμό, δείχνουν να το πετυχαίνουν εύκολα.

Πώς τα καταφέρνουν; Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το σκεπτικό ήταν ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι ικανοί να περιορίσουν τις παρορμήσεις τους. Ότι έχουν πολλή δύναμη θέλησης και ξέρουν πώς να τη χρησιμοποιήσουν.

Οι άνθρωποι που δεν μπορούν να αντισταθούν στον πειρασμό, από την άλλη πλευρά, υποτίθεται ότι έχουν ανεπαρκή ή μη καλλιεργημένη αυτή τη δύναμη της θέλησης, κάτι το οποίο είναι μια άποψη με βαθιές πολιτιστικές και ηθικές ρίζες. (Σκεφτείτε τον Αδάμ και την Εύα και το προπατορικό αμάρτημα.) Αυτή η νοοτροπία είναι επίσης, βαθιά ενσωματωμένη στην εκλαϊκευμένη ψυχολογία, που αφορά στην επίτευξη των στόχων και την αυτο-βελτίωση. Είμαστε πιο ευτυχισμένοι και πιο υγιείς όταν υπάρχει η βέλτιστη προσαρμογή μεταξύ του εαυτού μας και του περιβάλλοντος και αυτή η προσαρμογή μπορεί να βελτιωθεί ακόμη πιο ουσιαστικά μεταβάλλοντας τον εαυτό μας έτσι ώστε να ενσωματωθούμε στο περιβάλλον, υποστήριξε μια δημοφιλής μελέτη του 2004 που πρόσφερε και ένα ερωτηματολόγιο για την αξιολόγηση των ατόμων για τον αυτοέλεγχό τους.

Όμως αυτή η ιδέα, ότι οι άνθρωποι έχουν περισσότερο αυτοέλεγχο επειδή έχουν τη δύναμη της θέλησης, μοιάζει όλο και περισσότερο σαν ένας μύθος. Αποδεικνύεται ότι ο αυτοέλεγχος, και όλα τα οφέλη από αυτόν, μπορεί να μην σχετίζονται καθόλου με την αναστολή των παρορμήσεων. Και μόλις εγκαταλείψουμε την ιδέα της δύναμης για θέληση, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι πραγματικά πώς μπορούμε να πετύχουμε τους στόχους μας.

Η ιδέα της δύναμης της θέλησης χάνει έδαφος καθώς οι επιστημονικές δοκιμασίες και τα τεστ αξιολόγησης βελτιώνονται.

Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι μέτρησης του επιπέδου αυτοελέγχου ενός ατόμου.

Ο πρώτος είναι με την κλίμακα αυτοελέγχου που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2004. Η συγκεκριμένη κλίμακα ζητά από τους συμμετέχοντες να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν με δηλώσεις όπως «είμαι καλός στο να αντισταθώ στον πειρασμό» και «δεν κρατώ πολύ καλά τα μυστικά των άλλων».

Είναι μία απλή μέτρηση και από αυτήν προκύπτει, μια αξιόλογη εργασία για την πρόβλεψη της επιτυχίας στη ζωή.

Αυτές οι κλίμακες αυτοαξιολόγησης βγάζουν ισχυρό νόημα: προβλέπουν «την καλή ζωή», ισχυρίζονται οι ψυχολόγοι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τορόντο που μελετούν τον αυτοέλεγχο. Οι άνθρωποι που παρουσιάζουν υψηλές βαθμολογίες σε αυτή την κλίμακα έχουν καλύτερες σχέσεις, απέχουν περισσότερο από την υπερβολική κατανάλωση φαγητού και αλκοόλ, τα πάνε καλύτερα στο σχολείο και είναι γενικότερα ευτυχισμένοι. (Μια μετα-ανάλυση του 2012 με περισσότερους από 32.648 συμμετέχοντες βρήκε συναρπαστικά αποτελέσματα ότι οι συνδέσεις έχουν βάση).

Ένας δεύτερος τρόπος για να μετρήσετε τον αυτοέλεγχο είναι να τον δοκιμάσετε, συμπεριφορικά, σε μια πραγματική συνθήκη. Σε μια κλασική (και κλιμακωτά προκλητική) μελέτη αυτοέλεγχου, ο ψυχολόγος Ρόι Μπαουμάιστερ έβαλε συμμετέχοντες να αντιστέκονται στη μυρωδιά των μόλις ψημένων μπισκότων.

Σήμερα, είναι πολύ πιο συνηθισμένο για τους ψυχολόγους να χρησιμοποιούν γρίφους που δημιουργούν εσωτερικές, γνωστικές συγκρούσεις που οι συμμετέχοντες πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη της θέλησης για να ξεπεράσουν.

Για πολλά χρόνια, οι ψυχολόγοι υπέθεταν ότι ο αυτοέλεγχος που μετριόταν από το ερωτηματολόγιο, μετρούσε το ίδιο πράγμα (ή κάτι που επικαλύπτεται) όπως οι συμπεριφορικές δοκιμασίες της δύναμης της θέλησης.

Οι ψυχολόγοι του Πανεπιστημίου του Τορόντο, ήθελαν να απαντήσουν σε μια απλή ερώτηση, χρησιμοποιώντας σχολαστικές μεθόδους: Σχετίζονται μεταξύ τους αυτές οι δύο μετρήσεις του αυτοελέγχου; Δηλαδή, οι άνθρωποι που λένε ότι είναι καλοί στον αυτοέλεγχο υπό την ευρεία έννοια (και έχουν θετικά αποτελέσματα στη ζωή τους που το αποδεικνύουν) είναι πραγματικά καλοί στο να διατηρήσουν αυτή τη δύναμη της θέλησης κάθε στιγμή;

Οπότε, διεξήγαγαν μια σειρά μελετών με περισσότερους από 2.400 συμμετέχοντες, οι οποίοι έλαβαν το ερωτηματολόγιο και στη συνέχεια ολοκλήρωσαν μία εργασία που αποσκοπούσε στη δοκιμή των δυνατοτήτων αναστολής τους.

Ένα από αυτά τα τεστ ονομάζεται Stroop και είναι αρκετά δύσκολο. Σε αυτή τη δοκιμασία, δίνονται στους συμμετέχοντες χρωματιστές λέξεις. Η γραμματοσειρά αυτών των λέξεων έχει εντελώς διαφορετικό χρώμα από τη λέξη που δίνεται. Ακολουθεί ένα παράδειγμα.

willpoweres1

Οι συμμετέχοντες πρέπει να υποδείξουν το χρώμα που βλέπουν και να αγνοούν αυτό που πραγματικά λέει η λέξη. Όταν η έννοια της λέξης έρχεται σε αντιπαράθεση με το χρώμα της λέξης, τότε επέρχεται σύγκρουση, λένε οι ψυχολόγοι. Και σκέφτονται να χρησιμοποιήσουν τον αυτοέλεγχο για να ενδυναμώσουν τον εγκέφαλό τους μέσω αυτής της σύγκρουσης και να φτάσουν στη σωστή απάντηση.

Σε άλλες μεθόδους, χρησιμοποίησαν το τεστ Flanker, το οποίο δημιουργεί ένα παρόμοιο εγκεφαλικό αίνιγμα. Οι συμμετέχοντες βλέπουν μια σειρά από βέλη και πρέπει να υποδείξουν την κατεύθυνση που δείχνει το κεντρικό βέλος. Αυτό γίνεται πολύ δύσκολο όταν το κεντρικό βέλος δείχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση όλων των άλλων. Πρέπει να επιδείξετε έντονο αυτοέλεγχο προκειμένου να αποφύγετε τον πειρασμό να υποθέσετε ότι όλα τα βέλη δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση.

willpoweres2

Και πάλι, θα υποθέσετε ότι οι άνθρωποι που λένε ότι είναι καλοί στον αυτοέλεγχο υπερέχουν στις παραπάνω ασκήσεις, οι οποίες απαιτούν μεγάλη αυτοσυγκράτηση, σωστά;

Κι όμως αυτό δεν συνέβη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει είτε μια πολύ μικρή, σχεδόν ασήμαντη συσχέτιση μεταξύ αυτών των δύο τύπων μετρήσεων είτε δεν υπάρχει καθόλου σχέση, λέει ο Μπλερ Σόντερς Ψυχολόγος του Πανεπιστημίου του Dundee και βασικός συγγραφέας της μελέτης. Νομίζω ότι αυτό είναι το ισχυρότερο συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να φτάσουμε.

Οπότε, σκεφτείτε το αυτό. Σε αυτές τις αυστηρές μετρήσεις, οι άνθρωποι που λένε ότι είναι πολύ καλοί στον αυτοέλεγχο, δεν είναι πολύ καλύτεροι στο να ελέγχουν τον εαυτό τους από τους άλλους.

Υπάρχουν μερικοί πιθανοί λόγοι για αυτό.

1) Ίσως ο αυτοέλεγχος που χρησιμοποιούμε όταν δουλεύουμε με το τεστ Stroop δεν είναι ο ίδιος όπως όταν θα αντισταθούμε στην επιθυμία να φάμε ένα πιάτο από νόστιμα μπισκότα.

Εάν συμβαίνει αυτό, οι ψυχολόγοι πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τον «αυτοέλεγχο» με πιο προσεκτικούς όρους. Συχνά, υποτίθεται ότι το ερωτηματολόγιο αυτοελέγχου και αυτά τα γνωστικά τεστ, μετρούν την ίδια έννοια ή κάτι παρόμοιο. Θα μπορούσε όμως, ο αυτοέλεγχος, όπως τον σκεφτόμαστε, να έχει μια υπερβολικά ευρεία έννοια και πρέπει ίσως να αναλυθεί σε απλούστερα μέρη.

2) Η κλίμακα αυτό-αξιολόγησης συλλέγει κάτι άλλο εκτός από τη δύναμη της θέλησης για να εμποδίσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα, με δεδομένα όπως συνήθειες, προσωπικές προτιμήσεις ή την αποτελεσματικότητα των ανθρώπων που ζουν σε ένα λιγότερο δελεαστικό περιβάλλον.

3) Θα μπορούσε επίσης να οφείλεται σε κάτι που οι ερευνητές αποκαλούν το «παράδοξο αξιοπιστίας». Βασικά, σε μια δοκιμασία όπως το Stroop, δεν υπάρχει τεράστιο εύρος βαθμολογιών. Αυτή η έλλειψη διακύμανσης μπορεί να δυσχεράνει τη χρήση του τεστ για την πρόσβαση σε μεμονωμένες και υποκειμενικές διαφορές.

Οπότε, τι ισχύει γενικώς; Θα λέγαμε ότι πρόκειται για έναν επιστημονικό γρίφο που πρέπει να διευκρινιστεί, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες έρευνες και μερικές ενδιαφέρουσες γνώσεις, ισχυρίζονται οι ψυχολόγοι. Άλλες μελέτες που βρίσκουν ότι η δύναμη της θέλησης δεν λειτουργεί.

Μια μελέτη του 2011 που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Personality and Social Psychology, παρακολούθησε 205 ανθρώπους για μια εβδομάδα στη Γερμανία. Στους συμμετέχοντες δόθησαν κινητά τηλέφωνα τα οποία ανά άτακτα χρονικά διαστήματα, τους ρωτούσαν σχετικά με τις επιθυμίες, τους πειρασμούς και τον αυτοέλεγχο που βίωναν κάθε στιγμή.

Η έρευνα ανακάλυψε ένα παράδοξο: Οι άνθρωποι που ήταν οι καλύτεροι στον αυτοέλεγχο - εκείνοι που συμφώνησαν πιο εύκολα να διερευνήσουν δηλώσεις όπως «είμαι καλός στο να αντιστέκομαι στους πειρασμούς» - ανέφεραν λιγότερους πειρασμούς καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης. Για να το πούμε απλούστερα: Οι άνθρωποι που δήλωσαν ότι είχαν ισχυρό αυτοέλεγχο δεν χρησιμοποίησαν καθόλου το κινητό τηλέφωνο.

Σε μία νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Social Psychological and Personality Science, υποτέθηκε ότι αν η αντίσταση στον πειρασμό θεωρείται αρετή, τότε η περισσότερη αντίσταση θα έπρεπε να οδηγήσει σε μεγαλύτερο επίτευγμα, σωστά; Όμως η έρευνα δεν έβγαλε αυτό το αποτέλεσμα.

Οι 159 φοιτητές της μελέτης που επέδειξαν περισσότερο αυτοέλεγχο, δεν ήταν πιο επιτυχημένοι στην επίτευξη των στόχων τους. Ήταν οι φοιτητές που αντιμετώπισαν λιγότερους πειρασμούς συνολικά, οι οποίοι είχαν καλύτερα αποτελέσματα όταν οι ερευνητές τους επανεξέτασαν στο τέλος του εξαμήνου. Επιπλέον, εκείνοι που άσκησαν περισσότερο έλεγχο από μόνοι τους, ανέφεραν επίσης ότι αισθάνονται πιο εξαντλημένοι. Έτσι, όχι μόνο δεν πέτυχαν τους στόχους τους, αλλά εξαντλήθηκαν από την προσπάθεια.

Τι μπορούμε να μάθουμε από τους ανθρώπους που είναι καλοί στον αυτοέλεγχο;

Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που σπάνια δοκιμάζονται από πειρασμούς; Κάτι πρέπει να κάνουν κάτι σωστά. Πρόσφατες έρευνες μας δείχνουν μερικά μαθήματα που μπορούμε να πάρουμε από αυτούς.

1) Οι άνθρωποι που είναι καλύτεροι στον αυτοέλεγχο πράγματι απολαμβάνουν τις δραστηριότητες στις οποίες μερικοί από εμάς αντιστέκονται, όπως η υγιεινή διατροφή, η μελέτη και η άσκηση. Η συμμετοχή σε αυτές τις δραστηριότητες για εκείνους δεν είναι μια δυσάρεστη δραστηριότητα αλλά είναι διασκέδαση.

Οι στόχοι που «θέλετε» είναι πιο πιθανό να επιτευχθούν σε σύγκριση με τους στόχους που «πρέπει» να πετύχετε.

Οι στόχοι που επιθυμείτε, μπορούν να οδηγήσουν σε εμπειρίες λιγότερων πειρασμών. Είναι ευκολότερο να ακολουθήσετε αυτούς τους στόχους καθώς θα νιώθετε ότι καταβάλλετε λιγότερη προσπάθεια.

Εάν τρέχετε επειδή πρέπει να είστε σε φόρμα, αλλά βρίσκετε το τρέξιμο μια ταλαιπωρία, πιθανότατα δεν πρόκειται να τη διατηρήσετε. Μια δραστηριότητα που σας αρέσει είναι πιο πιθανό να επαναληφθεί σε σχέση με μια δραστηριότητα που μισείτε.

2) Οι άνθρωποι που είναι καλοί στον αυτοέλεγχο έχουν μάθει να έχουν καλύτερες συνήθειες.

Το 2015, οι ψυχολόγοι Γκάλα και Ντάκγουορθ δημοσίευσαν ένα άρθρο στο περιοδικό Journal of Personality and Social Psychology, βρίσκοντας σε έξι μελέτες και σε περισσότερους από 2.000 συμμετέχοντες ότι οι άνθρωποι που δείχνουν μεγαλύτερη ικανότητα στον αυτοέλεγχο τείνουν επίσης να έχουν καλές συνήθειες,να τρώνε υγιεινά, να κοιμούνται καλά και να μελετούν.

Οι άνθρωποι που είναι καλοί στον αυτοέλεγχο φαίνεται να έχουν μία οργάνωση στη ζωή τους και να αποφεύγουν να θέτουν τον αυτοέλεγχο ως όριο εξαρχής, λένε οι ψυχολόγοι. Και η οργάνωση της ζωής σας είναι μια δεξιότητα. Οι άνθρωποι που κάνουν την ίδια δραστηριότητα, όπως το τρέξιμο την ίδια ώρα κάθε μέρα μπορούν πιο εύκολα να επιτύχουν τους στόχους τους όχι λόγω της θέλησης τους, αλλά διευκολύνονται από τη ρουτίνα.

Ένα τέχνασμα για να ξυπνήσετε πιο γρήγορα το πρωί είναι να βάλετε το ξυπνητήρι στην άλλη πλευρά του δωματίου. Αυτό δεν απαιτεί δύναμη θέλησης αλλά σχεδιασμό.

Αυτή η θεωρία επιστρέφει σε μία από τις κλασικές μελέτες αυτοέλεγχου: το τεστ ζαχαρωτών του Γουόλτερ Μισέλ, που διεξήχθη στη δεκαετία του 1960 και του '70. Σε αυτές τις δοκιμές, τα παιδιά έλεγαν ότι θα μπορούσαν είτε να φάνε ένα ζαχαρωτό εκείνη τη στιγμή είτε να φάνε δύο ζαχαρωτά αργότερα. Η ικανότητα να αντισταθούν στην άμεση ικανοποίηση διαπιστώθηκε ότι συσχετίζεται με όλα τα είδη των θετικών αποτελεσμάτων ζωής, όπως οι εξετάσεις για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Αλλά τα παιδιά που ήταν καλύτερα στην δοκιμασία, δεν ήταν απαραίτητα εγγενώς καλύτερα να αντισταθούν στον πειρασμό. Μπορεί να χρησιμοποίησαν τότε μια στρατηγική της κρίσης τους.

Ο Μισέλ είχε διαπιστώσει πολλές φορές, ότι ο κρίσιμος παράγοντας στην καθυστέρηση της ικανοποίησης είναι η ικανότητα να αλλάξετε την αντίληψή σας για το αντικείμενο ή τη δράση στην οποία θέλετε να αντισταθείτε. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά που αποφεύγουν να φάνε το πρώτο ζαχαρωτό, θα προσπαθήσουν να μη δουν το ζαχαρωτό ή να το φανταστούν σαν κάτι άλλο.

Ένας άνθρωπος που τηρεί τη διατροφή του, δεν θα αγοράσει ένα γλυκό. Δεν θα περάσουν μπροστά από ένα φούρνο και όταν δουν το γλυκό, θα βρουν έναν τρόπο να αποστραφούν από αυτό αντί να το αγοράσουν ή και να έχουν μία αυτόματη αντίδραση απομάκρυνσης, αντί να έρθουν πιο κοντά σε αυτό.

3) Μερικοί άνθρωποι δοκιμάζουν λιγότερους πειρασμούς.

Οι προδιαθέσεις μας καθορίζονται εν μέρει από τα γονίδιά μας. Μερικοί άνθρωποι πεινούν περισσότερο από άλλους. Μερικοί άνθρωποι αγαπούν τα τυχερά παιχνίδια και τα ψώνια. Οι άνθρωποι με υψηλή αυτογνωσία ​​- ένα χαρακτηριστικό προσωπικότητας που καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα γονίδια - τείνουν να είναι πιο υγιείς μαθητές και να είναι σε εγρήγορηση. Όταν πρόκειται στον αυτοέλεγχο, μοιάζει σαν να έχουν κερδίσει το λαχείο.

4) Είναι ευκολότερο να έχετε αυτοέλεγχο όταν είστε πλούσιοι.

Όταν το πείραμα του ζαχαρωτού του Μισέλ επαναλήφθηκε στα φτωχότερα παιδιά, υπήρχε μια σαφής τάση: Είχαν χειρότερααποτελέσματα και έδειχναν λιγότερο ικανά να αντισταθούν στο γλυκό μπροστά τους.

Αλλά υπάρχει ένας καλός λόγος για αυτό. Οι άνθρωποι που μεγαλώνουν σε συνθήκες φτώχειας είναι πιο πιθανό να επικεντρωθούν στις άμεσες ανταμοιβές παρά σε μακροπρόθεσμες ανταμοιβές, διότι όταν είστε φτωχοί, το μέλλον είναι λιγότερο σίγουρο.

Γιατί ο μύθος της θέλησης είναι τόσο ανησυχητικός;

Όποιος έχει μπει σε πρόγραμμα διατροφής ξέρει, πως η δύναμη της θέλησης δεν θα λειτουργήσει μακροπρόθεσμα. Και οι αποτυχίες της αναστολής, συγχέονται με την ηθική αποτυχία. Κατηγορούμε τις αποτυχίες της θέλησης για την αύξηση του σωματικού βάρους, παρόλο που τα γονίδια και τα περιβάλλοντα με ερεθίσματα θερμίδων συνωμοτούν εναντίον μας. Κατηγορούμε τους εθισμένους ότι δεν περιορίζουν τις ορμές τους, παρόλο που ο εθισμός τους έχει βιολογική αιτία που εντοπίζεται στον εγκέφαλό τους.

Και συνολικά, οι ψυχολόγοι απομακρύνονται από την ιδέα, καθώς τα χρόνια ερευνών σε αυτό το αντικείμενο,υποδηλώνουν ότι η δύναμη της θέλησης είναι ένας πεπερασμένος όρος αλλά και μια πηγή ενέργειας που χρειάζεται να διερευνηθεί εξονυχιστικά.

Σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, σίγουρα, μπορείτε να συγκεντρώσετε τη θέληση να βοηθήσετε τον εαυτό σας από το να υποπέσετε σε μια κακή συνήθεια. Αλλά βασιζόμενος μόνο στη θέληση να πετύχετε τους στόχους είναι σαν να βασίζεστε στο χειρόφερνο όταν οδηγείτε το αυτοκίνητό σας. Θα πρέπει να εστιάσετε στα πράγματα που σας οδηγούν προς τους στόχους σας και όχι να σταματήσετε τα πράγματα που είναι στο δρόμο σας. Επιπλέον, το ανθρώπινο «χειρόφρενο» που είναι η δύναμη της θέλησης είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει σε μερικές περιπτώσεις, προκαλώντας αρνητικά αποτελέσματα.

Και ήρθε η ώρα να πάρουμε όλα αυτά τα μαθήματα κατάκαρδα. Η εστίαση στις αποτυχίες της δύναμης της θέλησης οδηγεί σε ντροπή, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτική και περιορίζει την περιέργειά μας από την εξεύρεση και τη θέσπιση λύσεων που πραγματικά λειτουργούν.


Πηγή: vox.com
Μετάφραση:Χρύσα Καριεντίδου
Επιμέλεια: Psychologynow.gr

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...