PsychologyNow Team

Δύο τύποι τραύματος

Δύο τύποι τραύματος

PsychologyNow Team
γυναίκα αντιμετωπίζει δύο τύπους τραύματος
Image credit: freepik/ freepik.com

Φέρουμε όλοι τις πληγές μας, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. δεν έχει ούτε λογική ούτε αξία να τις μετράμε με γνώμονα τις πληγές των άλλων.


Πριν προχωρήσουμε, ας κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στις δύο μορφές τραύματος. Η πρώτη –η έννοια με την οποία χρησιμοποιούν τον όρο οι κλινικοί γιατροί και καθηγητές όπως ο Λεβίν και ο βαν ντερ Κολκ– έχει να κάνει με αυτόματες αντιδράσεις και προσαρμογές μυαλού-σώματος σε συγκεκριμένα, αναγνωρίσιμα επώδυνα και συγκλονιστικά συμβάντα της παιδικής ή μεγαλύτερης ηλικίας.

Όπως μου έμαθε η εργασία μου στον τομέα της ιατρικής, και έχει περίτρανα αποδείξει η έρευνα, επώδυνα πράγματα συμβαίνουν σε πολλά παιδιά, από την απροκάλυπτη κακοποίηση μέχρι τη σοβαρή παραμέληση στην οικογένεια καταγωγής, τη φτώχεια ή τον ρατσισμό και την καταπίεση, φαινόμενα καθημερινά σε πολλές κοινωνίες. Οι συνέπειες μπορεί να είναι ολέθριες.

Τέτοια τραύματα, που είναι πολύ πιο συνηθισμένα απ’ όσο παραδεχόμαστε, προξενούν πολυάριθμα συμπτώματα και σύνδρομα, καθώς και καταστάσεις που διαγιγνώσκονται ως παθολογικές, σωματικές ή ψυχικές – μια σύνδεση που παραμένει σχεδόν αόρατη για τη συμβατική ιατρική και ψυχιατρική, εκτός αν πρόκειται για συγκεκριμένες «ασθένειες», όπως η διαταραχή μετατραυματικού στρες.

Αυτή η μορφή τραύματος έχει ονομαστεί από κάποιους «Τραύμα με κεφαλαίο Τ». Αποτελεί τη βάση για πολλές καταστάσεις που έχουν χαρακτηριστεί ψυχικές ασθένειες. Δημιουργεί επίσης την προδιάθεση για σωματικές παθήσεις, προκαλώντας φλεγμονές, αυξάνοντας το σωματικό στρες και διαταράσσοντας την υγιή λειτουργία των γονιδίων, μεταξύ άλλων μηχανισμών.

Συνοψίζοντας, λοιπόν, το Τραύμα με κεφαλαίο Τ εμφανίζεται όταν σε ευάλωτους ανθρώπους συμβαίνουν πράγματα τα οποία δεν θα έπρεπε να συμβούν, όπως, για παράδειγμα, όταν ένα παιδί κακοποιείται ή όταν υπάρχει βία στην οικογένεια, σε ένα διαζύγιο με εχθρικές διαθέσεις ή όταν πεθαίνει ένας γονιός. Όλα τα παραπάνω αποτελούν κριτήρια για την παιδική δυστυχία στις γνωστές μελέτες για τις δυσμενείς εμπειρίες στην παιδική ηλικία (ACE). Να επαναλάβουμε ότι τα τραυματικά γεγονότα από μόνα τους δεν είναι ταυτόσημα με το τραύμα –αυτή καθαυτή την πληγή– το οποίο προκύπτει με την άμεση αφύπνισή τους μέσα στο άτομο.

Υπάρχει άλλη μία μορφή τραύματος –και αυτό είναι το είδος που εγώ θεωρώ σχεδόν οικουμενικό στον πολιτισμό μας– η οποία ενίοτε ορίζεται ως «τραύμα με μικρό τ». Έχω διαπιστώσει πολλές φορές πόσο μακροχρόνια είναι τα σημάδια που ορισμένα, φαινομενικά συνηθισμένα, γεγονότα –αυτά που ένας πρωτοπόρος ερευνητής καυστικά αποκάλεσε «λιγότερο αξιομνημόνευτες, αλλά επώδυνες και πολύ πιο διαδεδομένες κακοτυχίες της παιδικής ηλικίας»– μπορούν να αφήσουν στην ψυχή των παιδιών.

Σε αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται ο εκφοβισμός από συνομηλίκους, τα επιπόλαια αλλά επαναλαμβανόμενα σκληρά σχόλια ενός γονιού με καλές προθέσεις ή ακόμη και απλώς η έλλειψη επαρκούς συναισθηματικής σύνδεσης με τους ενήλικες που έχουν αναλάβει την ανατροφή του παιδιού.

Τα παιδιά, ιδιαίτερα τα εξαιρετικά ευαίσθητα παιδιά, μπορεί να πληγωθούν με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους: Όταν συμβαίνουν άσχημα πράγματα, σίγουρα, αλλά και όταν δεν συμβαίνουν όμορφα πράγματα, λόγου χάρη όταν δεν καλύπτονται οι συναισθηματικές τους ανάγκες ή όταν νιώθουν ότι δεν τα βλέπουν και δεν τα αποδέχονται ακόμη και γονείς που είναι στοργικοί.

Το τραύμα αυτού του είδους δεν προϋποθέτει φανερή δυσφορία ή μια κακοτυχία σαν αυτές που αναφέραμε προηγουμένως και συχνά μπορεί να οδηγήσει στον πόνο της αποσύνδεσης από τον εαυτό, ο οποίος επέρχεται ως συνέπεια της μη ικανοποίησης βασικών αναγκών. Τέτοια μη συμβάντα είναι αυτά στα οποία ο Βρετανός παιδίατρος Ντ. Γ. Γουίνικοτ αναφερόταν ως «το τίποτα που συμβαίνει όταν ενδεχομένως θα μπορούσε να συμβεί κάτι επωφελές» – ένα θέμα στο οποίο θα επιστρέψουμε όταν εξετάσουμε την ανθρώπινη εξέλιξη. «Τα τραύματα της καθημερινότητας μπορούν πολύ εύκολα να μας κάνουν να αισθανθούμε σαν παιδιά χωρίς μητέρα», γράφει ο ψυχίατρος Μαρκ Έπσταϊν.

Αν, παρά τις δεκαετίες αποδείξεων, το «Τραύμα με κεφαλαίο Τ» ίσα που έχει καταγραφεί στο ραντάρ της ιατρικής, το «τραύμα με μικρό τ» δεν έχει καν εντοπιστεί φευγαλέα.

Ακόμη και ενώ κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στα τραύματα με Τ κεφαλαίο και τ μικρό, δεδομένης της συνέχειας και τους ευρέος φάσματος της ανθρώπινης εμπειρίας, ας έχουμε κατά νου ότι στην πραγματική ζωή τα όρια είναι ρευστά, ότι δεν είναι τόσο εύκολο να τεθούν και δεν θα έπρεπε να τηρούνται απαρέγκλιτα.

Ό,τι κοινό έχουν οι δύο τύποι τραύματος συνοψίζεται από τον Μπέσελ βαν ντερ Κολκ: «Τραύμα είναι όταν δεν μας βλέπουν και δεν μας γνωρίζουν».

Μολονότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι δύο μορφές τραύματος είναι δυνατόν να επηρεάσουν τη ζωή και τη λειτουργικότητα των ανθρώπων –ο τύπος με το κεφαλαίο Τ, σε γενικές γραμμές, είναι πολύ πιο οδυνηρός και καθιστά δυσλειτουργικό το άτομο–, υπάρχουν και πολλές ομοιότητες. Και οι δύο αντιπροσωπεύουν έναν κατακερματισμό του εαυτού και της σχέσης του ατόμου με τον κόσμο. Και αυτός ο κατακερματισμός είναι η ουσία του τραύματος.

Όπως γράφει ο Πίτερ Λεβίν, το τραύμα «έχει να κάνει με την απώλεια της σύνδεσης – με τον εαυτό μας, με την οικογένειά μας και με τον κόσμο γύρω μας. Η απώλεια αυτή δύσκολα γίνεται αντιληπτή, επειδή συμβαίνει αργά, με την πάροδο του χρόνου. Προσαρμοζόμαστε στις ανεπαίσθητες αλλαγές. κάποιες φορές δίχως καν να τις προσέξουμε». Καθώς η χαμένη σύνδεση εσωτερικεύεται, διαστρεβλώνει την οπτική που έχουμε για τον κόσμο.

Καταλήγουμε να πιστεύουμε στον κόσμο έτσι όπως τον βλέπουμε μέσα από τον ραγισμένο φακό της. Είναι αποκαρδιωτικό να συνειδητοποιούμε ότι αυτοί που νομίζουμε πως είμαστε και οι τρόποι με τους οποίους λειτουργούμε συνήθως, πολλοί από τους οποίους φαινομενικά είναι τα «δυνατά σημεία» μας –οι λιγότερο και περισσότερο λειτουργικές πλευρές του «φυσιολογικού» εαυτού μας–, συχνά είναι, εν μέρει, το αντίτιμο μιας τραυματικής απώλειας.

Ανησυχητικό επίσης είναι το γεγονός ότι πολλοί θεωρούμε πως, όσο ευτυχισμένοι και καλά προσαρμοσμένοι κι αν πιστεύουμε πως είμαστε, μπορεί να εντασσόμαστε κάπου στο φάσμα του τραύματος, ακόμη κι αν απέχουμε πολύ από τον πόλο Τραύμα με κεφαλαίο Τ. Τελικά, οι συγκρίσεις αποτυγχάνουν. Δεν έχει σημασία κατά πόσο είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε άλλους οι οποίοι φαίνονται πιο τραυματισμένοι από μας, διότι δεν μπορεί κανείς να συγκρίνει τον πόνο. Ούτε είναι σωστό να χρησιμοποιούμε το δικό μας τραύμα σαν να βάζουμε τον εαυτό μας πάνω από τους άλλους –«Εσύ δεν έχεις υποφέρει όσο εγώ»– ή σαν ρόπαλο για να αποκρούουμε τα δικαιολογημένα παράπονα των άλλων όταν συμπεριφερόμαστε καταστροφικά.

Φέρουμε όλοι τις πληγές μας, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. δεν έχει ούτε λογική ούτε αξία να τις μετράμε με γνώμονα τις πληγές των άλλων.


Το βιβλίο O μύθος του φυσιολογικού του Gabor Maté κυκλοφορεί από την Key Books σε όλα τα βιβλιοπωλεία.

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...