Η Συμπεριφορική Αναστολή, ένας συγκεκριμένος τύπος ιδιοσυγκρασίας που εμφανίζεται κατά την παιδική ηλικία, συσχετίζεται με την εσωστρέφεια και την εσωτερίκευση της ψυχοπαθολογίας στην ενήλικη ζωή.
Ψυχολόγοι οι οποίοι διερευνούν τον τρόπο με τον οποίο η ιδιοσυγκρασία διαμορφώνει την πορεία ζωής των ενηλίκων, βρήκαν ότι η Συμπεριφορική Αναστολή κατά την παιδική ηλικία προβλέπει μια συνεσταλμένη, εσωστρεφή προσωπικότητα στην ηλικία των 26 ετών.
Τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών, όπως το άγχος και η κατάθλιψη, κατά την ενηλικίωση για εκείνα τα άτομα που επιδεικνύουν ιδιαίτερη ευαισθησία όταν διαπράττουν λάθη κατά την περίοδο της εφηβείας. Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences, παρέχει ισχυρές ενδείξεις για τον αντίκτυπο της παιδικής ιδιοσυγκρασίας στην έκβαση της ζωής κατά την ενηλικίωση.
Ενώ πολλές μελέτες συνδέουν τη συμπεριφορά της πρώιμης παιδικής ηλικίας με τον κίνδυνο εμφάνισης ψυχοπαθολογίας, τα ευρήματα στη μελέτη μας είναι μοναδικά, δηλώνουν οι ψυχολόγοι. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μελέτη μας αξιολόγησε την ιδιοσυγκρασία από πολύ νωρίς στη ζωή, συνδέοντάς την με αποτελέσματα τα οποία παρουσιάστηκαν περισσότερο από 20 χρόνια αργότερα, μέσω της μελέτης ατομικών διαφορών στις νευρικές διαδικασίες των συμμετεχόντων.
Διαβάστε σχετικά: Ακόμη και τα ήπια καταθλιπτικά συμπτώματα της μητέρας επηρεάζουν την ψυχική υγεία του βρέφους
Η ιδιοσυγκρασία αναφέρεται σε βιολογικά μεμονωμένες διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι τόσο συναισθηματικά όσο και συμπεριφορικά ανταποκρίνονται στον κόσμο. Κατά τη βρεφική ηλικία, η ιδιοσυγκρασία χρησιμεύει ως το θεμέλιο της μετέπειτα προσωπικότητας.
Ένας συγκεκριμένος τύπος ιδιοσυγκρασίας, η οποία ονομάζεται Συμπεριφορική Αναστολή, χαρακτηρίζεται από προσεκτική, φοβισμένη και αποφευκτική συμπεριφορά απέναντι σε άγνωστα άτομα, αντικείμενα και καταστάσεις. Η ιδιοσυγκρασία αυτή έχει βρεθεί να είναι σχετικά σταθερή καθ’ όλη τη νηπιακή και την παιδική ηλικία και τα παιδιά που την εμφανίζουν φαίνεται να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης κοινωνικής απόσυρσης και διαταραχών άγχους από ό, τι τα άλλα παιδιά.
Παρ’ όλο που αυτά τα ευρήματα εστιάζουν στις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της ανασταλτικής παιδικής ιδιοσυγκρασίας, μόνο δύο μελέτες μέχρι σήμερα έχουν παρακολουθήσει συγκρατημένα παιδιά από την πρώιμη παιδική ηλικία έως την ενηλικίωση.
Στην τρέχουσα μελέτη, συμμετείχαν βρέφη ηλικίας 4 μηνών, τα οποία στη συνέχεια αξιολογήθηκαν σε ηλικία 14 μηνών, για να διαπιστωθεί αν είχαν εμφανίσει Συμπεριφορική Αναστολή (σχεδόν δύο χρόνια νωρίτερα από ό,τι έκαναν οι προηγούμενες διαχρονικές μελέτες).
Επιπλέον, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες δημοσιευμένες μελέτες, οι ερευνητές συμπεριέλαβαν μια νευροφυσιολογική μέτρηση για να προσπαθήσουν να εντοπίσουν τις ατομικές διαφορές ως παράγοντες κινδύνου στην εμφάνιση μεταγενέστερης ψυχοπαθολογίας.
Οι ερευνητές αρχικά αξιολόγησαν τα βρέφη σε ηλικία 14 μηνών. Στην ηλικία των 15 ετών, οι συμμετέχοντες επέστρεψαν στο εργαστήριο για να παρέχουν νευροφυσιολογικά δεδομένα. Αυτές οι νευροφυσιολογικές μετρήσεις χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση της αρνητικότητας που σχετίζεται με την διάπραξη λαθών, η οποία απεικονίστηκε μέσω μιας αρνητικής πτώσης στο ηλεκτρικό σήμα που καταγράφηκε από τον εγκέφαλο και η οποία εμφανίζεται μετά από εσφαλμένες αποκρίσεις σε μηχανογραφημένες εργασίες.
Η αρνητικότητα που σχετίζεται με τη διάπραξη λαθών αντικατοπτρίζει το βαθμό ευαισθησίας των ανθρώπων κατά την επίδειξή τους. Ένα μεγαλύτερο σήμα αρνητικότητας σχετιζόμενο με την διάπραξη λαθών έχει συσχετιστεί με παθήσεις εσωτερίκευσης, όπως το άγχος, ενώ μια μικρότερη αρνητικότητα έχει συσχετιστεί με την εξωτερίκευση παθήσεων, όπως η παρορμητικότητα και η κατάχρηση ουσιών.
Οι συμμετέχοντες μελετήθηκαν ξανά σε ηλικία 26 ετών προκειμένου να γίνουν αξιολογήσεις της ψυχοπαθολογίας, της προσωπικότητας, της κοινωνικής λειτουργικότητας και των αποτελεσμάτων εκπαίδευσης και απασχόλησης.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι η εμφάνιση Συμπεριφορικής Αναστολής σε ηλικία 14 μηνών προέβλεπε, σε ηλικία 26 ετών, την εμφάνιση, μιας πιο επιφυλακτικής προσωπικότητας, λιγότερες σταθερές σχέσεις και χαμηλότερη κοινωνική λειτουργικότητα με τους φίλους και την οικογένεια.
Διαβάστε σχετικά: Η πρώτη σχέση
Η εμφάνισή της στην ηλικία των 14 μηνών σε συνδυασμό με υψηλότερα επίπεδα αρνητικότητας που σχετίζονται με τη διάπραξη λαθών στην ηλικία των 15 ετών, προέβλεπε επίσης υψηλότερα επίπεδα εσωτερίκευσης της ψυχοπαθολογίας στην ενηλικίωση. Η Συμπεριφορική Αναστολή δε συσχετίστηκε με την εξωτερίκευση της γενικής ψυχοπαθολογίας ή με την πρόοδο στην εκπαίδευση και την εργασία.
Αυτή η μελέτη υπογραμμίζει τη μακροχρόνια επίδραση της πρώιμης ιδιοσυγκρασίας στην έκβαση της ενήλικης ζωής και προτείνει ότι οι νευροφυσιολογικοί δείκτες, όπως η αρνητικότητα που σχετίζεται με τη διάπραξη λαθών, μπορεί να βοηθήσουν στον εντοπισμό εκείνων των ατόμων που κινδυνεύουν περισσότερο να αναπτύξουν εσωτερίκευση της ψυχοπαθολογίας κατά την ενηλικίωση.
Μελετήσαμε τη βιολογία της Συμπεριφορικής Αναστολής με την πάροδο του χρόνου και είναι σαφές ότι έχει μια βαθιά επίδραση η οποία επηρεάζει την αναπτυξιακή πορεία του ανθρώπου, καταλήγουν οι ερευνητές.
Απόδοση: Σοφία Πολυχρονάκη – Φοιτήτρια Ψυχολογίας
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*