Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, στην ιστορία της ψυχολογίας, παρά το γεγονός ότι μεγάλοι θεωρητικοί όπως ο Freud μίλησαν για την παιδική ηλικία και την σημασία της στη γέννηση της προσωπικότητας, θεωρούσαν πως το βρέφος, ήδη από τη γέννηση του, δεν είναι τίποτα παραπάνω από το σύνολο των εσωτερικών δυνάμεων που δρούσαν στον ψυχικό κόσμο του βρέφους και είχαν παρορμητικό χαρακτήρα (γνωρίζουμε φυσικά πως ο Freud δεν είχε δουλέψει απευθείας με παιδιά).
Πολύ αργότερα η θεώρηση αυτή άρχισε να αλλάζει, και να προστίθενται νέοι τρόποι εξερεύνησης του ψυχικού και συμπεριφορικού κόσμου του παιδιού, από επιστήμες όπως η βιολογία, η παιδαγωγική και η ηθολογία. Γνωρίζουμε πως ο Piaget βασίστηκε στην παρατήρηση των παιδιών του για να αναπτύξει το θεωρητικό μοντέλο του, και πως ο Bowlby βασίστηκε σε προηγούμενες ηθογραφικές μελέτες. Όποιο κι αν ήταν το έναυσμα, το αποτέλεσμα είναι πως οι επιστήμονες ξεκίνησαν να μελετούν την γέννηση της συνείδησης, και να στρέφουν όλο και περισσότερο την προσοχή τους στα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου, δηλαδή στην βρεφική ηλικία.
Ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα, ήταν η σημασία της επικοινωνίας του βρέφους με το περιβάλλον, και ειδικά με τη μητέρα, και πόσο αυτή η επικοινωνία είναι σημαντική για την επιβίωση του. Η Mahler επεξεργάστηκε το ερώτημα αυτό από την αντίθετη πλευρά, μελετώντας δηλαδή, τι προκαλεί η στέρηση αυτής της διάδρασης και επικοινωνίας δουλεύοντας με παιδιά που έχουν βιώσει την απομόνωση και ανέπτυξαν ψυχώσεις και περιβαλλοντικό αυτισμό, δίνοντας την ιδέα ενός παιδιού που παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια κατάσταση αδιαφορίας και απομόνωσης από τον έξω κόσμο και στα αποτελέσματα που επιφέρει.
Οι θεωρητικοί της Αγγλικής Σχολής και των αντικειμενότροπων σχέσεων, αντίθετα, ήταν μεταξύ των πρώτων που υποστήριξαν ότι η ανθρώπινη ικανότητα να ξεκινήσει κοινωνικές σχέσεις είναι παρούσα από τη γέννηση, ότι αυτή η σχέση είναι αυτοσκοπός και καθορισμένου χαρακτήρα και ότι δεν βασίζεται αποκλειστικά σε μια βιολογική ανάγκη (Balint, 1937, Sullivan, 1953, Fairbairn, 1954, Guntrip, 1971).
Οι θεωρητικοί προσκόλλησης (Bowlby, 1969, Ainsworth, 1979) επεξεργάστηκαν περαιτέρω αυτή την άποψη, επιβεβαιώνοντάς την με ερευνητικά δεδομένα, ιδρύοντας το κίνημα του infant research.
Η σημασία της δυαδικής σχέσης
Όλο το κίνημα του infant research επικεντρώνεται γύρω από την πιο σημαντική αλληλεπίδραση για το βρέφος: τη δυαδική σχέση.
Σύμφωνα με τους θεωρητικούς, αυτό που δίνει μορφή στη σχέση μεταξύ μητέρας και βρέφους συμπεριλαμβάνει κάποια στοιχεία όπως ο τόνος της φωνής, οι εκφράσεις του προσώπου της μητέρας και οι κινήσεις του σώματος. Αυτά τα στοιχεία που επαναλαμβάνονται με συνέπεια με την πάροδο του χρόνου είναι η δημιουργία σταθερών, συνεκτικών και επαναλαμβανόμενων διαδραστικών τρόπων με τους οποίους το παιδί μαθαίνει να αναγνωρίζει, αρχίζει να δομεί ένα μοντέλο αυτο-σχέσης με το άλλο που διαμορφώνει τις προσδοκίες του και μια αναδυόμενη αίσθηση ταυτότητας. Με άλλα λόγια, από τους πρώτους μήνες της ζωής, αυτό που δίνει συνεκτικότητα και συνέχεια στις αλληλεπιδράσεις μητέρων-παιδιών είναι ότι χάρη σε αυτή την σχέση στο παιδί θα δομηθεί μια παρόμοια αίσθηση συνέπειας και συνέχειας του εαυτού.
Η συμβολή του Stern
O ψυχίατρος και ο ψυχαναλυτής Daniel Stern, ο οποίος πέθανε στις 12 Νοεμβρίου 2012, ήταν από τους πιο έγκυρους σύγχρονους εκπροσώπους του infant research, προωθώντας μια γόνιμη ενσωμάτωση των αποτελεσμάτων της έρευνας για την πρώιμη ψυχολογική ανάπτυξη στην παιδική ηλικία και τις παραδοσιακές ψυχαναλυτικές έννοιες. Η έρευνα της σχέσης είναι μια πρωταρχική ανάγκη, όπως το νερό και η τροφή, η οποία προσανατολίζει το παιδί από τις πρώτες στιγμές της ζωής του, και η κατασκευή του εσωτερικού του κόσμου έχει μια ουσιαστικά διαπροσωπική θεώρηση.
Σύμφωνα με την έρευνα του Stern, τους πρώτους μήνες της ζωής του, το παιδί βιώνει μια πρώιμη και συμβιωτική αίσθηση του εαυτού αλλά σχετίζεται ενεργά με την πραγματικότητα, η οποία ξεκινάει από τις πρώιμες και απομονωμένες αισθητηριακές διεγέρσεις που δέχεται, βάζοντας τις βάσεις της γέννησης και δημιουργίας του εαυτού μέσα από τη σχέση του με τη μητέρα.
Ο Stern (2005) δηλώνει ότι η ψυχική μας ζωή είναι το αποτέλεσμα μιας συνδημιουργίας, ένας συνεχής διάλογος με τα μυαλά των άλλων. Οι προθέσεις, τα συναισθήματα και οι σκέψεις του κάθε ατόμου αλληλεπιδρούν με εκείνες των άλλων, δημιουργώντας χώρους μέσα από τους οποίους εξελίσσεται το μυαλό του ατόμου.
Ένα από τα βασικά σημεία της θεωρίας του είναι ότι η γνώση του τρόπου αναγνώρισης και αποκρυπτογράφησης της σκοπιμότητας είναι μια θεμελιώδης ικανότητα προσαρμογής και επιβίωσης. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει το γεγονός ότι κάθε άτομο αναζητά διαρκώς περισσότερο ή λιγότερο βαθιά σχέσεις με άλλους ανθρώπους και υπογραμμίζει πως το νευρικό μας σύστημα φαίνεται να είναι “αγκιστρωμένο” σε αυτό των άλλων ανθρώπων και έχει ως σκοπό να κατανοήσει τις προθέσεις τους.
Η γέννηση της διυποκειμενικότητας
Ο όρος διυποκειμενικότητα περιγράφει τις συνεχείς ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις και ανταλλαγές που αναπτύσσονται από τις πρώτες μέρες της ζωής, σε μια διαδικασία που οδηγεί στην ικανότητα κατανόησης του μυαλού των άλλων. Μια τέτοιου τύπου θεώρηση περιλαμβάνει μια νευροβιολογική προοπτική, ενισχύοντας τη λειτουργία του εγκεφάλου στο πλαίσιο διαδραστικών συμπεριφορών, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στη λειτουργία των κατοπτρικών νευρώνων.
Ο Stern εξηγεί την ικανότητα της δυάδας μητέρας-παιδιού να διαβάζει τη συναισθηματική κατάσταση του άλλου, μέσα από την έννοια του συναισθηματικού συντονισμού. Ο συντονισμός αυτός δεν αφορά αμιγώς την μίμηση, η οποία παρατηρείται στην συμπεριφορά αλλά αναφέρεται σε μια εσωτερική ψυχική κατάσταση. Απαιτεί συντονισμό του “συναισθηματικού ρυθμού” και των δύο μελών της δυάδας μητέρας-βρέφους.
Η συναισθηματική ρύθμιση συνδέεται με την ικανότητα της μητέρας να συντονίζει τις πραγματικές εσωτερικές καταστάσεις του παιδιού και να τις «καθρεφτίζει», αναγνωρίζοντάς τις ως ξεχωριστές από τις δικές της. Μια επαρκώς συντονισμένη μητέρα καταφέρνει να αποφύγει την υπερβολική διέγερση ή την υπο-διέγερση του παιδιού, όταν αλληλεπιδρά με αυτό σύμφωνα με τις ανάγκες του. Με αυτό τον τρόπο το παιδί μπορεί να αρχίσει να βιώνει τον εαυτό του. Όπως υποστηρίζει ο Stern ορισμένες μορφές της αίσθησης του Εαυτού υπάρχουν πολύ πριν από την αυτογνωσία και την λεκτική ικανότητα.
Η γέννηση του Εγώ
Η Stern διευκρινίζει λεπτομερώς το πρόβλημα της προέλευσης και εξέλιξης του Εαυτού ξεκινώντας από το 1982, με το άρθρο στην «πρώιμη ανάπτυξη των σχημάτων του Εαυτού, των άλλων και των διαφόρων εμπειριών του Εαυτού με άλλους». Αυτό το άρθρο αποτελεί μια ευρεία περιγραφή της ανάπτυξης της αίσθησης του εαυτού σε μικρά παιδιά από τις πρώτες μέρες της ζωής.
Με την έννοια της αίσθησης του εαυτού, ο Stern αναφέρεται σε μια πολύπλοκη και ολοκληρωτική ψυχική οργάνωση και όχι σε μια δομή ή λειτουργία που συνδέεται αποκλειστικά με την αντίληψη, την αίσθηση, τη γνώση ή την ευαισθητοποίηση. Σε ηλικία τριών ετών, το παιδί μπορεί να πει την ιστορία του, να περιγράψει την εμπειρία του με έναν περιεκτικό τρόπο. Πριν από αυτό το εξελικτικό στάδιο, παρόλο που ξέρει να μιλάει, δεν είναι σε θέση να το κάνει.
Ένα παιδί περίπου ενάμισι έτους είναι ωστόσο ικανό για κάποιο βαθμό συμβολισμού, αναστοχασμού και μπορεί να έχει την πρώτη του εμπειρία υποκειμενικότητας. Επιπλέον, μπορεί να αναφερθεί συμβολικά στον εαυτό του μέσω της χρήσης αντωνυμιών («εμένα», «εγώ», «δική μου») και είναι ικανό να σταθεί στον καθρέφτη και να διακρίνει την εικόνα του. Δεδομένου ότι, σε μια δεδομένη στιγμή, προκύπτει η ικανότητα να μιλάμε και να αναφερόμαστε στον εαυτό μας, τίθεται το ερώτημα ποια είναι η προηγούμενη οντότητα στην οποία, σχεδόν ξαφνικά, κάποιος μπορεί να αρχίσει να αναφέρεται.
Σύμφωνα με τον Daniel Stern, η πρώιμη ανάπτυξη του εαυτού του παιδιού προχωρά σε κάποιες φάσεις που αναπτύσσονται παράλληλα με τα διαδραστικά γεγονότα στη σχέση με τη μητέρα.
Το 1985, στον «Διαπροσωπικό Κόσμο του Παιδιού», ο Stern περιγράφει εκτενώς και συγκεκριμένα τέσσερις αισθήσεις του Εαυτού, καθεμιά από τις οποίες ορίζουν ένα πεδίο υποκειμενικής εμπειρίας και κοινωνικής σχέσης:
- Αίσθηση ενός αναδυόμενου εαυτού (από τη γέννηση / 2 μήνες)
- Αίσθηση ενός πυρηνικού εαυτού (2 μήνες / 6 μήνες)
- Αίσθηση ενός υποκειμενικού εαυτού (7 μήνες / 15 μήνες)
- Αίσθηση ενός λεκτικού εαυτού (από τον 16ο μήνα)
Ο πυρηνικός εαυτός (2-6 μήνες) αναγνωρίζεται με βάση την ικανότητα του παιδιού να διακρίνει τον εαυτό του από τη μητέρα του και να αναγνωρίσει και να προβλέψει πρόωρα αλληλεπιδραστικά σχήματα μεταξύ αυτών.
Ο υποκειμενικός εαυτός (7-12 μήνες) επιτρέπει στο παιδί να βιώσει μια συναισθηματική εκδήλωση στη σχέση με τη μητέρα και να αποκτήσει μια πλήρη διάκριση μεταξύ του εαυτού του και του άλλου.
Ο λεκτικός εαυτός (15-18 μήνες), συμπίπτει με την εμφάνιση της αυτογνωσίας, της αντανακλαστικότητας και των συμβολικών δεξιοτήτων παιχνιδιού (κάνουμε σαν να …).
Στην ηλικία των 3-4 ετών με την απόκτηση της γλώσσας το παιδί μπορεί να εκφράζει την ίδια του την εμπειρία με λέξεις, να εξηγεί στον εαυτό του και στους άλλους και να μην ζει πλέον μόνο στην πραγματικότητα αλλά και σε συμβολική διάσταση διευρύνοντας τις προσαρμοστικές και επικοινωνιακές δεξιότητές του.
Αμφισβητώντας το μέρος της κλασικής ψυχαναλυτικής θεωρίας που απορρίπτει εντελώς την υπόθεση μιας ανύπαρκτης πρώιμης ψυχικής αντίληψης, ο Stern τονίζει πώς, ξεκινώντας από τα στοιχεία που μας δίνει η έρευνα του infant research, είναι δυνατόν να κατανοήσουμε την θεμελιώδη σημασία της πρώιμης δυαδικής σχέσης, η οποία απ´ οτι φαίνεται από τις έρευνες που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα, παίζει ρόλο όχι μόνο στη γέννηση του Εγώ, και του εαυτού, αλλά θέτει τις βάσεις για τον τρόπο που θα σχετιστούμε για όλο το υπόλοιπο της ζωής μας.
Βιβλιογραφία:
- Elena Mignosi, Intersoggettività: il ruolo del corpo nella relazione adulto- bambino al nido, in “Teorie pedagogiche e pratiche educative”, Bollettino della Fondazione “Vito Fazio-Allmayer”, Anno XLV, n. 2, luglio-dicembre 2016, pp. 3-20.
- Daniel N. Stern, “Introduction”, The Interpersonal World of the Infant (London 1998) p. i and p. xxiv-v
- Daniel N. Stern, The First Relationship (Harvard 2002), pp. 6–7
- Bateman, A., Holmes, J. (1995), Introduction to the Psychoanalysis. Contemporary Theory and Pratice
- Ellenberger, H.F. (1970), The discovery of unconscious.The History and evolution of dynamic Psychiatry
- Fonagy, P. (1989), “On the integration of cognitive theory with Psychoanalysis”, in British Journal of Psychotherapy, 5, pp.557-563.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*