Τα τελευταία χρόνια, ο όρος εξουθένωση έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως, κυρίως για να περιγράψει την επαγγελματική εξουθένωση (burnout), μια σειρά δηλαδή σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών που προκύπτουν έπειτα από μια περίοδο έντονης ενασχόλησης με την εργασία.
Υπάρχουν, ωστόσο και άλλες μορφές εξουθένωσης, λιγότερο συζητημένες αλλά εξίσου σημαντικές για τη συνολική ποιότητα ζωής ενός ανθρώπου. Μια από αυτές είναι η γονεϊκή εξουθένωση, η οποία συναντάται συχνά παρ’ όλο που γενικότερα είναι ένας αμφιλεγόμενος όρος.
Θα έλεγε κανείς: «Μα είναι δυνατόν να με κουράσουν τα παιδιά μου; Αφού ήταν δική μου επιλογή και δεν το μετανιώνω με τίποτα!». Έχοντας μεγαλώσει σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί η ιδέα ότι οι γονείς ποτέ δεν κουράζονται και η γονεϊκότητα προσφέρει μόνο θετικές εμπειρίες, είναι πράγματι δύσκολο να παραδεχθούμε πως δεν είμαστε παντοδύναμοι.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη (Mikolajczak et al., 2020), η γονεϊκή εξουθένωση είναι μία ξεχωριστή κατάσταση από την επαγγελματική εξουθένωση αλλά και από την κατάθλιψη. Μπορούμε να διακρίνουμε την γονεϊκή εξουθένωση σε τρία επίπεδα:
1. Εξάντληση: οι γονείς που αντιμετωπίζουν αυτό το σύνδρομο, νιώθουν εξουθενωμένοι από τις συνεχείς και αυξανόμενες ανάγκες που έχει η φροντίδα των παιδιών και παρ’ όλο που προσπαθούν να ανακτήσουν δυνάμεις (πχ. Διακοπές), φαίνεται πως δεν καταφέρνουν τελικά να ανανεωθούν πλήρως και λειτουργούν σε ένα επίπεδο συντήρησης της όποιας ενέργειας έχει απομείνει.
Έτσι, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να κοιμηθούν γενικά, να κοιμηθούν χωρίς διαλείμματα ή ακόμα και να ξεκουραστούν, παρ’ όλο που κοιμούνται ικανοποιητικές ώρες. Είναι, επίσης, σύνηθες να καταφεύγουν στο αλκοόλ, να γίνονται αναβλητικοί ως προς τις δραστηριότητες που αφορούν την αυτοφροντίδα τους, με αποτέλεσμα να αυξάνεται περισσότερο το στρες και οι ενοχές.
2. Συναισθηματική αποστασιοποίηση: η γονεϊκή εξουθένωση επιφέρει επίσης αλλαγές στο πως βιώνει ένας γονέας τη σχέση με τα παιδιά του. Μπορεί για παράδειγμα να μπαίνει κανείς σε έναν «αυτόματο πιλότο», όπου εκτελεί όλες τις υποχρεώσεις που έχουν να κάνουν με τη φροντίδα των παιδιών αλλά να αισθάνεται μουδιασμένος συναισθηματικά, να μην μπορεί να χαλαρώσει και να απολαύσει πχ το παιχνίδι με τα παιδιά.
Τότε ξεκινάει ένας φαύλος κύκλος όπου οι γονείς θεωρούν πως δεν είναι «καλοί γονείς», αισθάνονται άσχημα και τα παιδιά αντίστοιχα διαισθάνονται πως κάτι συμβαίνει και δεν μπορούν να εισπράξουν και βιωματικά την αγάπη των γονέων τους, παρ’ όλο που τους παρέχονται όλα τα αγαθά.
3. Αίσθηση αναποτελεσματικότητας: όλα τα παραπάνω συνοδεύονται από μια γενικότερη αίσθηση ότι δεν μπορούν να τα καταφέρουν. Συνήθεις προκλήσεις που υπάρχουν στο μεγάλωμα των παιδιών, όπως αντιζηλίες ανάμεσα στα αδέρφια, ειδικές μαθησιακές και συναισθηματικές ανάγκες του κάθε παιδιού φαντάζουν βουνό στα μάτια των γονέων, οι οποίοι αισθάνονται ανεπαρκείς στο ρόλο τους και βυθίζονται όλο και περισσότερο στην απογοήτευση και τις ενοχές.
Διαβάστε σχετικά: Το τίμημα του γονικού άγχους
Πώς φτάνει όμως ένας γονέας να νιώσει έτσι;
Από μικροί μαθαίνουμε πως ο γονέας γίνεται θυσία για το παιδί του και πρέπει να ανταπεξέρχεται σε όποια απαίτηση κι αν υπάρχει χωρίς να «έχει το δικαίωμα» να κουραστεί. Επίσης, κάποιοι από εμάς υιοθετούν μια στάση «όλα ή τίποτα», οπότε οτιδήποτε παρεκκλίνει από το πρότυπο του ιδανικού γονέα σημαίνει αποτυχία και άρα απογοήτευση, ενοχές και απόσυρση. Εάν το παραλληλίσουμε με το να εργάζεται κανείς για έναν απαιτητικό εργοδότη, ίσως είναι πιο εύκολο να κατανοήσουμε τη συναισθηματική πίεση που αυτό επιφέρει.
Πράγματι, τα παιδιά βασίζονται στους γονείς για να μεγαλώσουν και όσο μικρότερα είναι, τόσο είναι και πιο αβοήθητα χωρίς την παρουσία τους. Η προσκόλληση και η ποιότητα της σχέσης που αναπτύσσει ένα παιδί με τους γονείς του είναι κρίσιμοι παράγοντες για την εξέλιξη του γνωστικά, συναισθηματικά αλλά και συμπεριφορικά.
Από την άλλη, το πρότυπο ενός γονέα που φροντίζει τους πάντες εκτός από τον εαυτό του, εκτός από επιβλαβές για τον ίδιο τον γονέα, μαθαίνει στο παιδί ένα μοτίβο σχετίζεσθαι που το ακολουθεί για την υπόλοιπη ζωή του και το οποίο πιθανότατα θα αναπαράγει στις σχέσεις του με φίλους, συντρόφους και τελικά, με τα δικά του παιδιά.
Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, να αναρωτηθούμε είναι ίσως τι πρότυπο αυτοφροντίδας δίνουμε στο παιδί όταν οι ίδιοι δεν φροντίζουμε τον εαυτό μας, τι συναισθήματα μπορεί να προκαλεί σε ένα παιδί να βλέπει τους γονείς του να ασχολούνται αποκλειστικά με εκείνο και καθόλου με τον εαυτό τους και πώς όλα αυτά περιπλέκουν τις στάσεις που θα αναπτύξει για τις διαπροσωπικές σχέσεις γενικότερα.
Χρειάζεται πρώτα να είναι ένας γονιός ήρεμος και ικανοποιημένος με το εαυτό του, ώστε να μπορέσει να ισορροπήσει ανάμεσα στους διαφόρους ρόλους που έχει στη ζωή του: γονιός, σύντροφος, φίλος, εργαζόμενος κοκ. Είναι τελικά παράδοξο αλλά για να μπορεί να αφοσιωθεί στο παιδί, χρειάζεται να επενδύει και σε άλλες δραστηριότητες που ικανοποιούν τον ίδιο.
Βιβλιογραφικές αναφορές
- Mikolajczak, M., Gross, J. J., Stinglhamber, F., Lindahl Norberg, A., & Roskam, I. (2020). Is Parental Burnout Distinct From Job Burnout and Depressive Symptoms?. Clinical Psychological Science, 2167702620917447.
- Roskam, I., Raes, M. E., & Mikolajczak, M. (2017). Exhausted parents: development and preliminary validation of the parental burnout inventory. Frontiers in psychology, 8, 163.
- Séjourné, N., Sanchez-Rodriguez, R., Leboullenger, A., & Callahan, S. (2018). Maternal burn-out: an exploratory study. Journal of reproductive and infant psychology, 36(3), 276-288.